Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2013

Νέο Blog

Αγαπητοί φίλοι αναγνώστες του μπλογκ,

η ανάδειξη και προσπάθεια επίλυσης των θεωρητικών ζητημάτων που συνδέονται με την δημιουργική ανάπτυξη-άρση της κεντρικής αρτηρίας του κλασσικού Μαρξισμού αποτελεί ένα από τα βασικά καθήκοντα των κομμουνιστών. Έχοντας κατά νου ότι η επαναστατική θεωρία φωτίζει το δρόμο για την επαναστατική πράξη και ότι η δεύτερη στην Ελλάδα καθίσταται πιο επίκαιρη από ποτέ, αποφασίσαμε μαζί με άλλους συντρόφους να ανοίξουμε ένα μπλογκ με τίτλο "Die Bestimmung des Menschen"(http://bestimmung.blogspot.de/). Για τον τίτλο που επιλέξαμε υπάρχει ειδική αναφορά. Ο λόγος που ανοίξαμε όλοι μαζί από κοινού ένα μπλογκ είναι γιατί πιστεύουμε ότι η ισχύς βρίσκεται εν τη ενώσει. Το συλλογικό μπλογκ διανοίγει άλλες δυνατότητες καθώς υπάρχει η δυνατότητα πολυεπίπεδων συζητήσεων και τοποθετήσεων που για έναν άνθρωπο είναι αδύνατον να τις διεξάγει με επιτυχία και συνάμα όλα αυτά συγκεντρώνονται στον ίδιο ιστοχώρο και συνδέονται μεταξύ τους με μία λεπτή κόκκινη κλωστή ,η οποία έχει πάνω της κεντημένο τον σκοπό "την απελευθέρωση της εργατικής τάξης και της ανθρωπότητας από τα δεσμά της εκμετάλλευσης".
Όσον αφορά το δικό μου ιστολόγιο θα το συνεχίσω. Σε αυτό θα δημοσιεύω όσα κείμενα δημοσιεύω και στο νέο. Όμως θα δημοσιεύω και κείμενα ,αποσπάσματα κτλ. τα οποία δεν είναι ολοκληρωμένα κείμενα αλλά αποτελούν υλικό προς ολοκληρωμένα κείμενα.

καλή ανάγνωση,
Θάνος

Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2013

Εργασία πάνω στις προϋποθέσεις συγκρότησης της επιστήμης της λογικής


Κάτι σαν πρόλογος

Το ακόλουθο κείμενο είναι καταγραφή και συνόψιση σκέψεων οι οποίες εμφανίστηκαν στην αρχή ως απορίες, προβληματισμοί και ερωτήματα. Στην συνέχεια μέσω του διαλόγου με φίλους και συντρόφους ορισμένες από τις απορίες αυτές, βρήκαν το δρόμο για να επιλυθούν. Όμως αυτός ο δρόμος απαιτούσε κριτική στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται ο κλασσικός μαρξισμός την λογική του Χέγκελ. Το βήμα αυτό εμπεριείχε μεγάλα ρίσκα, έχοντας μάλιστα και κατά νου ότι η συντριπτική πλειοψηφία όσων ξεστρατίζουν από τις θεμελιώδεις μαρξικές θέσεις ,γρήγορα οδηγούνται στην μία ή στην άλλη μορφή του οπορτουνισμού. 

Το να ασκεί κανείς κριτική στον μαρξισμό είναι γόνιμο. Συνήθως οι άνθρωποι που ασκούσαν κριτική από έντιμη σκοπιά και όχι  ως χυδαία πολεμική αντιλαμβάνονταν πραγματικές αδυναμίες του κλασσικού μαρξισμού. Το πρόβλημα αρχίζει να δημιουργείται από την στιγμή που επιχειρούν να διορθώσουν αυτές τις αδυναμίες με ευκαιριακό, εκλεκτικιστικό και ξένο προς τον σκληρό πυρήνα του μαρξισμού τρόπο. Όπως ορθά επισημαίνεται ο μαρξισμός δεν είναι ένα ομοιογενές πράγμα αλλά διακρίνεται σε επιστήμες, οι οποίες μελετήθηκαν από τους ιδρυτές του, όχι όμως όλες στον ίδιο βαθμό και όχι όλες με την ίδια επιτυχία. Η πολιτική οικονομία της κεφαλαιοκρατίας είναι η μόνη επιστήμη που ο Μαρξ μελέτησε με τέτοιο τρόπο που μπορούμε να πούμε ότι την συγκρότησε στην ώριμη μορφή της.

Αντίθετα η λογική δεν μελετήθηκε καθαυτή από τον ώριμο Μαρξ ποτέ, παρά μόνο παρεμπιπτόντως με την μελέτη άλλων επιστημών. Στο βαθμό αυτόν δεν πρέπει να αποδίδουμε την ίδια βαρύτητα στις παρατηρήσεις του Μαρξ για τον Χέγκελ με τις παρατηρήσεις πχ. για τον Ρικάρντο. Αυτό δεν σημαίνει πως ο Μαρξ δεν είχα κατανοήσει σε βάθος την διαλεκτική λογική. Αλλά είναι άλλο πράγμα η κατανόηση της διαλεκτικής για να χρησιμοποιηθεί στην μελέτη άλλων επιστημών και άλλο η συγκρότησή της ως αυτοτελή επιστήμη. Αν δεν θέλουμε να αποδώσουμε υπερφυσικές ιδιότητες στον Μαρξ θα πρέπει να πούμε τα εξής δύο: ότι πρώτον ο Μαρξ δεν κατανόησε τον τρόπο με τον οποίο συγκροτείται η λογική ως επιστήμη και την ιδιότυπη, φαινομενικά «αυτοκινούμενη» συγκρότηση της γενικής λογικής. Δεύτερον, δεν είχε ποτέ ως στόχο του την συγκρότηση της ειδικής λογικής του Κεφαλαίου. Αυτό προκύπτει: α) από το ότι είπε ότι θα έγραφε κάποια στιγμή λίγες σελίδες για την μέθοδο, ενώ η μέθοδος είναι ολόκληρη επιστήμη και β) και πιο σημαντικό, από το ότι στο Κεφάλαιο δεν υπάρχουν νύξεις για ένα σύστημα λογικής, παρά μόνο για πτυχές των σχέσεων των οικονομικών κατηγοριών που διέπονται από την διαλεκτική λογική.

Έχοντας όλα τα προηγούμενα κατά νου και στην προσπάθεια να υπερβούμε τα εμπόδια που προκαλούν διαπιστώσαμε ότι μόνο αν δούμε την λογική ως επιστήμη θα μπορέσουμε: 1ον να κατανοήσουμε την ιστορία της φιλοσοφίας και την αντίθεση ιδεαλισμού-υλισμού, οντολογίας-μεταφυσικής κτλ. 2ον να αποτιμήσουμε ορθά τον Χέγκελ και τον καθοριστικό ρόλο του, 3ον να κατανοήσουμε τον ρόλο που έχει η λογική του Κεφαλαίου(ως πρώτη απόπειρα λογικής συγκρότησης ειδικού αντικειμένου) και εν γένει η μέθοδος για την πρόοδο και των φυσικών επιστημών. Από την διαλεκτική της φύσης και έπειτα γίνεται λόγος για την σημασία της διαλεκτικής λογικής στις φυσικές επιστήμες· αλλά τουλάχιστον σε εμένα ο τρόπος με τον οποίο μπορεί η λογική να συνδράμει στις θετικές επιστήμες κατέστη εναργής μόνο μέσα από την ερευνητική κατεύθυνση που αναζητά την λογική του Κεφαλαίου και την γενική λογική.
Την ανασφάλεια ότι η κριτική στον Μαρξισμό ενδέχεται να οδηγήσει στον  οπορτουνισμό, αντιστάθμισε το γεγονός, ότι με όσα θα εκτεθούν παρακάτω ισχυροποιούνται οι παρακάτω θέσεις που πάντα αποτελούσαν ζητούμενα του κλασσικού μαρξισμού: 1ον) καταδεικνύεται ένας τρόπος με τον οποίο η (διαλεκτική) λογική μπορεί να ειδωθεί ως επιστήμη, 2ον) δείχνεται ότι η λογική(ως μέθοδος) μπορεί να συνδράμει στην επιστημονική μελέτη της φύσης και της κοινωνίας, 3ον) συμβάλει στην ενίσχυση του λεγόμενου «επιστημονικού σοσιαλισμού», ο οποίος οπλίζει την φαρέτρα του με μία ακόμα επιστήμη(μετά από την πολιτική οικονομία και τον ιστορικό υλισμό), αυτήν της λογικής.

Η προσπάθεια μας διαπερνάται από τα εξής δεδομένα ,τα οποία οδηγούν και σε ορισμένες αδυναμίες: Στο βαθμό που ασκείται κριτική στον μαρξισμό για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε τον Χέγκελ, επανερχόμαστε στον Χέγκελ με μία προσπάθεια επανερμηνείας του. Επίσης ο Χέγκελ είναι ο μοναδικός που συνέλαβε την ανάγκη να συγκροτηθεί η λογική σε επιστήμη. Επομένως η υιοθέτηση της άποψης ότι η λογική είναι επιστήμη από την πλευρά μας οδηγεί αναπόφευκτα ξανά στον Χέγκελ. Όμως τα δύο αυτά δεδομένα μας αναγκάζουν ,εφόσον τώρα ξεκινάμε αυτό το ερευνητικό πρόγραμμα, να προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε τον Χέγκελ με όσο το δυνατόν πιο συστηματικό τρόπο γίνεται, ούτως ώστε να μπορέσουμε να εκμεταλλευτούμε τις τεράστιες δυνατότητες που διανοίγει στον τομέα της φιλοσοφίας. Σε αυτή την διαδικασία επανερμηνείας εντάσσεται το πρώτο κεφάλαιο της παρούσας εργασίας,που συνιστά μία προσπάθεια ένταξης της Φαινομενολογίας στο εγελιανό σύστημα. Ως προς το ότι η Φαινομενολογία συνιστά καθαρή συσχέτιση της συνείδησης με ένα αντικείμενο εν γένει(και όχι προσδιορισμένο πχ φύση,κοινωνία) θεωρούμε ότι χρειάζεται ξεχωριστή πραγματεία για να αποφανθούμε για το αν μπορεί να υπάρξει. Επομένως εδώ παρουσιάζουμε τον Χέγκελ και δεν του ασκούμε κριτική. Το δεύτερο κεφάλαιο επίσης βασίζεται πάρα πολύ στις παραδόσεις για την ιστορία της φιλοσοφίας αλλά εισάγει κατηγορίες οι οποίες αναπτύχθηκαν από τον Βαζιούλιν. Σε αυτό το κεφάλαιο θεωρήσαμε ότι μπορούμε χωρίς ουσιαστικές μεταβολές να πατήσουμε πάνω στην εγελιανή δομή. Εδώ η αδυναμία μας είναι ότι δεν έχουμε με συγκεκριμένο τρόπο αναφερθεί σε φιλοσόφους ώστε να στοιχειοθετηθεί αυτή η ανάβαση. Επίσης έχουμε συνείδηση ότι οι συγκεκριμένες αναφορές σε φιλοσόφους θα τροποποιήσουν σίγουρα κάποια από αυτά που αναφέραμε αλλά θεωρούμε ότι η γενική δομή δεν είναι λάθος.

Η εργασία αυτή είναι ανολοκλήρωτη. Θα ακολουθήσει ένα  κεφάλαιο για την γενική λογική του Χέγκελ. Ένα κεφάλαιο για την ειδική λογική του Κεφαλαίου. Και ένα τρίτο όπου θα συγκρίνεται η ειδική λογική του Κεφαλαίου με την γενική λογική.

 

Πρώτο κεφάλαιο

Φαινομενολογία του πνεύματος: πρώτη προϋπόθεση της ώριμης επιστήμης

Για να κατανοήσει κανείς το ρόλο της λογικής πρέπει να κατανοήσει πρώτα το εγελιανό σύστημα εν γένει. Καθοριστικό ρόλο σε αυτό το σύστημα κατέχει η Φαινομενολογία ,η οποία στην δευτερεύουσα βιβλιογραφία κατέχει μία εξαιρετικά αμφιλεγόμενη θέση. Θα επιχειρήσουμε μία ένταξη της Φαινομελογίας μέσα στο σύστημα του Χέγκελ ,η οποία θα εξυπηρετήσει και την περαιτέρω απεικόνιση του συστήματος.

1α)Επιστήμη και Φιλοσοφία


Πριν πραγματευτούμε το αν η Φαινομενολογία είναι επιστήμη και το αν συγκροτεί το στοιχείο της επιστήμης ,πρέπει να δούμε τι εννοεί ο Χέγκελ με τον όρο επιστήμη και πως την σχετίζει με την φιλοσοφία.

Η πιο εμβληματική διατύπωση για την σχέση των δύο βρίσκεται στον πρόλογο της Φαινομενολογίας όπου προσδιορίζει την αποστολή του η οποία είναι «το να καταδείξω[-ει] ότι έφθασε η χρονική στιγμή να υψωθεί η φιλοσοφία σε επιστήμη»[1]. Η διαφορά της δικής του (φιλοσοφικής)επιστήμης σε σχέση με τις εμπειρικές, φυσικές επιστήμες έγκειται στο ότι οι τελευταίες παραμένουν προσκολλημένες στις αφαιρέσεις της διάνοιας, ενώ ο ίδιος θα ανεβάσει αυτές τις επιστήμες στο επίπεδο του λόγου. Εξ ου και χρησιμοποιεί τόσο την έννοια φιλοσοφία(της φύσης ή του πνεύματος) αλλά και τον όρο επιστήμη. Στην πραγματικότητα αυτό που έχει στο νου του είναι ότι οι θετικές επιστήμες δεν μπορούν από την φύση τους να ανέλθουν στο επίπεδο του λόγου και αυτό είναι καθήκον της φιλοσοφίας ,η οποία χρησιμοποιώντας τα δεδομένα τους, αποσπάται από αυτά και ανέρχεται στον λόγο ,«Το υλικό προετοιμασμένο από την εμπειρία της φυσικής παραλαμβάνεται από την φιλοσοφία της φύσης από το σημείο στο οποίο το είχαν φθάσει οι φυσικοί και ανακατασκευάζεται χωρίς καμία περαιτέρω αναφορά στην εμπειρία ως την βάση της επαλήθευσης»[2] . Το απόσπασμα πέραν του προφανούς ρεαλιστικού(υλιστικού) προσανατολισμού του αυτό παρουσιάζει επιπλέον διπλό ενδιαφέρον: Πρώτον, γιατί ακριβώς μας δείχνει ότι το ανώτερο επίπεδο της επιστήμης είναι αυτό του λόγου ,όπου εκεί δεν υπάρχει πλέον επαφή με την εμπειρία(βλ. πως ο ορίζει ο Καντ τον λόγο στην υπερβατολογική διαλεκτική) και δεύτερον, απαντάει και με ένα τρόπο στον στις μεταγενέστερες θέσεις του νεοθετικισμού ,ο οποίος θεωρεί το πείραμα ως sine qua non τεκμήριο επιστημονικότητας. Όμως ίσως όταν η επιστήμη ωριμάζει(δηλ. όταν κινείται από το αφηρημένο προς το νοητικά συγκεκριμένο) να είναι αδύνατον τα δεδόμενα της να τα πιστοποιεί πειραματικά.
Ποιά είναι λοιπόν η βασική κατηγορία που απευθύνει ο Χέγκελ στην επιστήμη της φυσικής; «το καθολικό της φυσικής είναι αφηρημένο και απλά μορφικό· η προσδιοριστικότητά του δεν είναι εμμενής σε αυτό, και δεν μεταβαίνει στην μερικότητα» και γι’ αυτό το περιεχόμενό της είναι «χωρισμένο, διαμελισμένο, μερικοποιημένο και έχει έλλειψη της αναγκαίας σύνδεσης με τον εαυτό του»[3]. Όμως αυτό που έχει διαμελισθεί «πρέπει να υπαχθεί στην σκέψη, ώστε αυτός ο διαμελισμός να αποκατασταθεί σε απλή καθολικότητα διαμέσου της σκέψης…η φιλοσοφική καθολικότητα δεν είναι αδιάφορη στους προσδιορισμούς»[4], ενώ λίγες γραμμές παραπάνω μίλησε για «οργανικό όλο», «λογική ολότητα». Όπως έχει ήδη πει από την πρόλογο της Φαινομενολογίας «η αλήθεια ,δεν μπορεί παρά να είναι μόνο το επιστημονικό σύστημα αυτής της αλήθειας»[5].

Υπάρχει όμως και ένα μελανό σημείο στην εγελιανή άποψη περί επιστήμης το οποίο κατά τη γνώμη μας είναι εξαιρετικά κομβικό. Το γεγονός ότι το σύνολο των επιστημών στην εποχή του Χέγκελ βρισκόταν είτε στο επίπεδο της ανάλυσης(φυσική, χημεία), δηλ. στην ανάβαση από το συγκεκριμένο στο αφηρημένο ή δεν είχε καν συγκροτηθεί σε επιστήμη(βιολογία, ψυχολογία) ,τον ώθησε στο να πιστέψει ότι θα μπορούσε ο ίδιος να καλύψει αυτό το κενό από σκοπιά φιλοσοφική. Και κάτι ακόμα χειρότερο ,θεώρησε ότι ο λόγος είναι κάτι το οποίο ανήκει αποκλειστικά στην φιλοσοφία και ότι οι επιστήμες μπορούν να φθάσουμε μέχρι το επίπεδο της διάνοιας και από εκεί και πέρα αναλαμβάνει ρόλο η φιλοσοφία υποκαθιστώντας τις.  Εδώ ήδη διακρίνονται τα νομοτελή όρια της εγελιανής φιλοσοφίας ,καθώς στο βαθμό που οι επιστήμες ήταν ελλιπώς αναπτυγμένες στην εποχή της ,αυτή ανέλαβε να καλύψει αυτό το κενό. Το πλεονέκτημα της εποχής μας ,πέραν του ότι οι φυσικές επιστήμες έχουν αναπτυχθεί εξαιρετικά[6] ,είναι ότι έχουμε τουλάχιστον μία επιστήμη που έχει προβεί στην ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο και αυτή είναι η πολιτική οικονομία της Κεφαλαιοκρατίας με το Κεφάλαιο του Κ.Μαρξ. Ο Χέγκελ στο βαθμό που έπρεπε να δομήσει ένα απόλυτο σύστημα(κατά τα δεδομένα της εποχής του όπως μας λέει και ο Ένγκελς στον Λ.Φούερμπαχ) δεν μπορούσε παρά να καλύψει το επιστημονικό κενό με φιλοσοφία. Θα δούμε στην συνέχεια τι προβλήματα δημιούργησε αυτό και στην λογική του.

1β) Η μέθοδος της Φαινομενολογίας


Για να κατανοήσουμε τον ρόλο της Φαινομενολογίας πρέπει να εξετάσουμε την μέθοδο που χρησιμοποιείται.
Η γενική πορεία περιγράφεται με τον ακόλουθο τρόπο: Υπάρχει από την μία το αντικείμενο καθεαυτό και από την άλλη το καθεαυτό για τη συνείδηση. Άρα η συνείδηση έχει 2 αντικείμενα το πρώτο καθεαυτό ,το δεύτερο είναι το για τη συνείδηση Είναι αυτού του καθεαυτό[7]. «Εάν κατά τη σύγκριση αυτές οι δύο πλευρές δεν βρίσκονται σε αμοιβαία αντιστοιχία ,η συνείδηση φαίνεται τότε ότι πρέπει να αλλάξει τη γνώση της και να την εναρμονίσει προς το αντικείμενο»(215). Αλλά στο βαθμό που αλλάζει η γνώση περί του αντικειμένου αλλάζει και το ίδιο το αντικείμενο. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι αυτό που αρχικά η συνείδηση θεωρούσε ως καθεαυτό ,εντέλει αποδεικνύεται ως καθεαυτό μόνο γι’ αυτή. Κάθε επόμενο στάδιο της διαλεκτικής συνείδησης-αντικειμένου «εμπεριέχει ό,τι ήταν αληθές στην προηγούμενη γνώση» ,ακριβώς γιατί πρόκειται για προσδιορισμένη άρνηση και όχι για το «κενό μηδέν» του σκεπτικισμού. Παραθέτω το πιο μεστό  απόσματα της Φαινομενολογίας όσον αφορά την πορεία της συνείδησης ,το οποίο μετά τις προηγηθείσες διευκρινίσεις μπορεί να καταστεί εναργέστερο: «Τα πράγματα παρουσιάζονται λοιπόν έτσι: όταν αυτό, που στην αρχή εμφανιζόταν ως το αντικείμενο, υποβιβάζεται για τη συνείδηση στο επίπεδο μιας γνώσης αυτού και όταν το καθεαυτό γίνεται ένα για τη συνείδηση Είναι του καθεαυτό ,τότε το τελευταίο τούτο είναι το νέο αντικείμενο, μέσω του οποίου αναδύεεται και μια νέα μορφή της συνείδησης, για την οποία η ουσία είναι διαφορετική από την ουσία της προηγούμενης μορφής»[8].

Θα περιγράψουμε με συντομία 3 μορφές που αποκτά η συνείδηση στην σχέση της με το αντικείμενο(η ακόλουθη περιγραφή χρειάζεται εμπλουτισμό και προς το παρόν έχει περισσότερο συστηματικό χαρακτήρα παρά πληροφοριακό) :
α) Συνείδηση
Εδώ το υποκείμενο έχει με το αντικείμενο μία εξωτερική, αμεσολάβητη σχέση, η οποία βαίνει από την άμεση βεβαιότητα, στην αντίληψη και την διάνοια. 
β) Αυτοσυνειδησία
Όπως λέει ο Χέγκελ: «στους προηγηθέντες τρόπους της βεβαιότητας το αληθές είναι για τη συνείδηση κάτι άλλο απ’ ό,τι αυτή η ίδια…τούτο το καθεαυτό προκύπτει ως ένας τρόπος ,με τον οποίο το αντικείμενο είναι μόνο για ένα άλλο».
«Εδώ γνωρίζω ότι το αντικείμενο είναι δικό μου ,άρα μέσα του γνωρίζω τον εαυτό μου»[9]. Εδώ πλέον καθίσταται «προφανές ότι το καθεαυτό-Είναι και το Είναι για ένα άλλο είναι ένα και το αυτό»[10]. Η συνείδηση είναι το καθεαυτό και συγχρόνως το Είναι για ένα άλλο του ίδιου του αντικειμένου.
γ1) Λόγος
Σε όλα τα προηγούμενα στάδια της συνείδησης υπήρχε αναντιστοιχία ανάμεσα στην βεβαιότητα(συνείδηση) και την αλήθεια(αντικείμενο). Αυτή η αναντιστοιχία ήταν βεβαίως η πηγή της προόδου των μορφών της συνείδησης. Ο λόγος είναι πλέον «η βεβαιότητα εκείνης της αλήθειας»[11]. Από την στιγμή που η αυτοσυνειδησία μεταβαίνει στον λόγο αυτή είναι «βέβαιη ότι πάσα ενεργώς πραγματικότητα δεν είναι άλλο απ’ αυτήν»[12]. Η διαφορά έγκειται στο ότι η διαβέβαιωση περί της αλήθειας θα γίνει μέσω της έκπτυξης της έννοιας. Αντίθετα ένας ιδεαλισμός τύπου Φίχτε, ο οποίος εκκινεί κατευθείαν από το Εγώ=Εγώ ,δίχως όμως να εκθέτει την πορεία για να φθάσει σε αυτή την αυτοσχεσία, καταντάει απλή διαβεβαίωση που έχει την ίδια ισχύ με οποιαδήποτε άλλη διαβεβαίωση. «Η αυτοσυνειδησία και το είναι συνιστούν την ίδια ουσία· την ίδια όχι συγκριτικά αλλά αυτά καθ’ αυτά[13]». Πρόκειται όμως για μία ενότητα με διαφορά καθώς αυτή είναι άμεσα όμοια με τον εαυτό της μέσα στην απόλυτη διαφορά(ως άρνηση της άρνησης). Πρόκειται για μια απλή ενότητα που επιστρέφει στον εαυτό της ως καθεκαστότητα πλέον ,μέσα από την πολλότητα.
γ2)Απόλυτη επίγνωση(das absolute Wissen)
Πρώτα απ’ όλα ποιά είναι η ιδιοτυπία της απόλυτης επίγνωσης σε σχέση με όλα τα προηγούμενα στάδια της Φαινομενολογίας; Σύμφωνα με τον Χέγκελ πλέον «είναι ο νους(Geist) που έχει επίγνωση του εαυτού του υπό το σχήμα του νου(Geist), δηλαδή το εννοιολογικό επίσταμαι»[14]. Αυτό σημαίνει ότι παύει στο εξής να υπάρχει αντίθεση ανάμεσα στην βεβαιότητα και την αλήθεια. Όμως «η έννοια υπάρχει η ίδια επίσης ήδη από την πλευρά της αυτοσυνειδησίας· αλλά έτσι όπως εμφανίστηκε στα προηγούμενα έχει, όπως όλες οι υπόλοιπες στιγμές, την μορφή επιμέρους σχήματος της συνείδησης»[15]. Αντίθετα «στο επίσταμαι έχει λοιπόν κλείσει ο νους την κίνηση του σχηματισμού του στον βαθμό που αυτός πάσχει από την μη ξεπερασμένη συνειδησιακή διαφορά. Ο νους κατέκτησε το καθαρό στοιχείο της ύπαρξής του, την έννοια»[16]. Παραθέτουμε άλλο ένα απόσπασμα που επεξηγεί την αλλαγή που λαμβάνει χώρα στην απόλυτη επίγνωση. «Στην επιστήμη οι στιγμές της κίνησής του(πνεύματος ΘΛ) δεν παρουσιάζονται πια ως ορισμένα σχήματα της συνείδησης, αλλά εφ’ όσον η συνειδησιακή διαφορά έχει επιστρέψει στον εαυτό ,ως ορισμένες έννοιες, και ως η οργανική ,θεμελιωμένη μέσα στον εαυτό της κίνησή τους. Ενώ στην Φαινομενολογία του νου κάθε στιγμή είναι η διαφορά επίγνωσης και αλήθειας ,και η κίνηση όπου αυτοαναιρείται ,αντιθέτως η επιστήμη δεν περιέχει αυτή τη διαφορά και την αναίρεσή της ,αλλά αφού η στιγμή έχει μορφή έννοιας, ενώνει την αντικειμενώδη μορφή της αλήθειας και του γνωστικού εαυτού σε άμεση ενότητα…η καθαρή έννοια και η πρόοδός της ,εξαρτάται μονάχα από τον καθαρό καθορισμό της έννοιας»[17].

Στην Φαινομενολογία η πρόοδος γίνεται μέσω της αντιφατικής σχέσης της συνείδησης με το αντικείμενο[18]. Στην ώριμη επιστήμη αντίθετα η ανάπτυξη επιτυγχάνεται μέσω της κίνησης από το αφηρημένο προς το συγκεκριμένο. Οι αφηρημένοι εννοιακοί προσδιορισμοί μέσω του διαλεκτικού και θεωρησιακού λόγου συγκροτούν το νοητικά συγκεκριμένο. Μέσω της Φαινομενολογίας έχει με ένα τρόπο συγκροτηθεί το καθολικό, ενώ μέσα σε κάθε επιστήμη κινούμαστε προς το μερικό και το ενικό. Όπως θα δείξουμε στο κεφάλαιο δύο ,η ανάβαση της Φαινομενολογίας είναι η πρώτη από τις δύο προϋποθέσεις για την ώριμη επιστήμη.

Στο στάδιο της ώριμης επιστήμης όπου έχουν συγκροτηθεί οι πλευρές του αντικειμένου ,αυτό που μένει είναι κατά βάση η σύνθεση αυτών των πλευρών. Άρα ο αυτοσχετισμός του αντικειμένου. Έτσι δεν υπάρχει πλέον ένα υποκείμενο που γνωρίζει ένα αντικείμενο αλλά ένα αντικείμενο το οποίο σχετίζεται με 3 διαφορετικούς με τον εαυτό του τρόπους(αυτόν του Είναι, αυτόν της Ουσίας και αυτόν της Έννοιας).

1γ) Γιατί η Φαινομενολογία;


Έχοντας περιγράψει την μέθοδο της Φαινομενολογίας μπορούμε τώρα να εξετάσουμε το γιατί ο Χέγκελ επέλεξε να προηγηθεί του συστήματος της επιστήμης η επιστήμη της Φαινομενολογίας του πνεύματος. Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό θα πρέπει να βρούμε τι το ιδιαίτερο έχει η Φαινομενολογία σε σχέση με τις άλλες  επιστήμες του πνεύματος.

Η Φαινομενολογία παριστά την για πρώτη φορά ύψωση του καθολικού ατόμου στο στοιχείο του λόγου και της επιστήμης ,όπου έχει αρθεί η αντίθεση υποκειμένου-αντικειμένου. Στην φιλοσοφία του πνεύματος υπάρχουν διάφορες επιστήμες όπως η ανθρωπολογία που μελετά την ψυχή ,η Φαινομενολογία που μελετά την συνείδηση και η ψυχολογία που μελετά το πνεύμα. Αν όμως εμείς θέλουμε να βρούμε τον  κατάλληλο δρόμο προς την επιστήμη θα πρέπει να προϋποθέσουμε εκείνη την επιστήμη που μελετά το στοιχείο που χαρακτηρίζει κατ’ εξοχήν την επιστήμη ,δηλ. την συνείδηση που ανέρχεται στον λόγο και στην καθαρή επίγνωση. Η ψυχή πχ. κατά τον Χέγκελ μπορεί να μελετηθεί επιστημονικά αλλά το αντικείμενό της δεν είναι αυτό το οποίο αποτελεί εσωτερικό στοιχείο της επιστήμης.
Η Φαινομενολογία παρουσιάζει τον τρόπο με τον οποίο η ανθρωπότητα έφθασε στην άρση της συνειδησιακής αντίθεσης και μας οδηγεί στην φιλοσοφική επιστήμη. Ο Χέγκελ αυτό που προσθέτει σε αυτήν την κατά τα άλλα ιστοριογραφία της συνείδησης είναι ότι της προσέδωσε το χαρακτήρα μιας επιστημονικής προόδου ,όπου η προηγούμενη μορφή αίρεται διαλεκτικά στην νέα μορφή.  Η Φαινομενολογία του πνεύματος συνιστά καθ’ ομολογίαν του ίδιου του Χέγκελ ήδη επιστήμη[19]. Όμως η πορεία που ακολουθεί αυτή είναι η πορεία από το εμπειρικά συγκεκριμένο[20],προς το μερικό και το καθολικό. Σε ένα απόσπασμα από την Ιστορία της Φιλοσοφίας ο Χέγκελ μιλάει ακριβώς για το πρώτο στάδιο της επιστήμης: «Η εμπειρία(Empirie) δεν είναι μόνο και μόνο παρατηρώ ,ακούω ,άπτομαι κτλ. αντιλαμβάνομαι το καθέκαστον, παρά την ενδιαφέρει κυρίως να ανεύρει είδη, καθολικό ,νόμους. Και εφ’ όσον τα παράγει αυτά,συναντά το πεδίο της έννοιας- δημιουργεί κάτι που ανήκει στο πεδίο της ιδέας ,της έννοιας· προετοιμάζει το εμπειρικό υλικό για την έννοια, που αυτοδικαίως αυτή το παραλαμβάνει μετά. Η ιδέα, όταν η επιστήμη είναι έτοιμη, πρέπει να εκπορεύεται από τον εαυτό της –η επιστήμη παύει να αρχίζει από το εμπειρικό· αλλά για να καταστεί έτοιμη, χρειάζεται η πορεία από το καθέκαστον, από το επιμέρους προς το καθόλου»[21]. Στο βαθμό που η επιστήμη εν γένει δεν έχει συγκεκριμένο αντικείμενο ,αυτό που παρουσιάζεται σε μία τέτοια επιστήμη είναι η μορφική σχέση με το αντικείμενο. Αντίθετα αν για παράδειγμα είχαμε προσδιορισμένο αντικείμενο ,αυτό στην πλέον εμπειρικά συγκεκριμένη μορφή του θα ήταν πχ. ο πληθυσμός. Η πορεία που θα ακολουθούνταν θα ήταν παρόμοια με αυτή που καταδεικνύει η Φαινομενολογία μέχρι που να φθάσουμε στο καθολικό ,στις αφαιρέσεις για τις οποίες κάνει λόγο και ο Μαρξ.

Έτσι η Φαινομενομενολογία συνιστά την ανάβαση από το εμπειρική παράσταση προς την  αφηρημένη έννοια[22], η οποία αποτελεί το στοιχείο της επιστήμης εν γένει. Όλες οι άλλες επιστήμες, που θα εκτεθούν στο εγελιανό σύστημα συνιστούν την ανάβαση από το αφηρημένο προς το νοητικά συγκεκριμένο της προσδιορισμένης επιστήμης(πχ. επιστήμη της λογικής, επιστημονική φιλοσοφία της φύσης) και κατ’ επέκταση και της επιστήμης εν γένει. Οι μορφές της συνείδησης αντίθετα είναι μη επιστημονικές μορφές συνείδησης ,οι οποίες εντάσσονται όμως εντός μιας επιστημονικής προόδου(όπως και η ψυχή μπορεί να μην είναι το εργαλείο της επιστήμης αλλά μπορεί να μελετηθεί επιστημονικά). Η παράσταση δεν συνιστά επιστήμη αλλά νομοτελώς προηγείται και αποτελεί προϋπόθεση της έννοιας και μάλιστα σε μεγάλο μέρος της ιστορίας της φιλοσοφίας παράσταση και έννοια συνυπήρχαν(πχ. στον εμπειρισμό ,βλ. Εγκυκλοπαίδεια σελ. 118,119). Οι πρώτες εμπειρικές παρατηρήσεις δεν συνιστούν επιστήμη αλλά η κίνηση της σκέψης από το εμπειρικό προς το αφηρημένο είναι νομοτελώς καθορισμένη. Άρα μπορούμε να βρούμε σε κάθε αντικείμενο που πρόκειται να συγκροτηθεί επιστημονικά όλες εκείνες τις μορφές συνείδησης που προηγούνται της εννοιολογικής του συγκρότησης.

Η Φαινομενολογία δεν κάνει κάτι άλλο από το να παρουσιάζει την συνείδηση, η οποία «συγκροτεί την βαθμίδα της ανασκόπησης ή της σχέσης του πνεύματος: του πνεύματος ως φαινομένου»[23]. Αν τώρα οι μορφές της συνείδησης είναι το φαινόμενο τότε «το πνεύμα ως Εγώ είναι ουσία»[24] και τελικά καταλήγουμε μέσα από όλη την διαλεκτική της φαινομένης συνείδησης «στο σημείο, όπου το φαινόμενο γίνεται ταυτόσημο με την ουσία, με συνέπεια η παρουσίαση της εμπειρίας της να συμπίπτει σε αυτό το σημείο με την αυθεντική επιστήμη του πνεύματος»[25]. Όμως εδώ δεν πρόκειται για το φαινόμενο της εγελιανής λογικής, το οποίο διαυγάζει την ουσία αλλά για το καντιανό φαινόμενο που δημιουργείται από το γεγονός ότι η καντιανή φιλοσοφία παραμένει δέσμια της αντίθεσης υποκείμενο-αντικείμενο. Έτσι στην μικρή Φαινομενολογία λέει ο Χέγκελ: «η καντιανή φιλοσοφία μπορεί με πολλή ακρίβεια να θεωρηθεί ότι συνέλαβε το πνεύμα ως συνείδηση, και ότι περιέχει αποκλειστικά και μόνο όρους της Φαινομενολογίας, όχι της Φιλοσοφίας του πνεύματος. Ο Καντ βλέπει το Εγώ ως σχέση προς κάτι που κείτεται εκείθεν ,το οποίο μέσα στον αφηρημένο του χαρακτηρισμό ονομάζεται το πράγμα-καθ’ εαυτό»[26].  Με το καντιανό φαινόμενο βέβαια δεν ξεμπερδεύει κανείς λέγοντας ότι είναι απλά ένα λάθος, γιατί αυτό συνιστά την θεωρητική αποτύπωση του ότι η γνώση δεν είχε φθάσει στην εποχή του Καντ στην ώριμη επιστήμη(αυτό βέβαια ο Καντ δεν το συνειδητοποιούσε ,γιατί αποδεχόταν πλήρως την νευτώνεια φυσική και την ευκλείδιο γεωμετρία, όμως ασυνείδητα με τις αντινομίες του ανίχνευσε τα όρια της φυσικής και των μαθηματικών της εποχής του) και η άγνοια αυτή ως προς το αντικείμενό της(της επιστήμης) την ανάγκαζε τον φιλόσοφο να θεωρεί ότι η απόλυτη γνώση του αντικειμένου είναι αδύνατη. Εδώ μπορούμε να πούμε ότι ίσως τελικά η μεγαλοφυϊα του Καντ να είναι ότι κατέδειξε τα όρια των θετικών επιστημών και της λογικής της εποχής του. Με το να καταδείξει το πρόβλημα όμως ,άνοιξε το δρόμο για την λύση του. Η λύση έρχεται με την θεωρησιακή φιλοσοφία.  

1γ) Η απόλυτη επίγνωση(Das absolute Wissen) και η μετάβαση στην επιστήμη της λογικής(Wissenschaft der Logik)


Το τελευταίο κεφάλαιο της Φαινομενολογίας τιτλοφορείται ως «απόλυτη επίγνωση». Αυτή η απόλυτη γνώση μας οδηγεί στην επιστήμη(Wissenschaft). Αυτή η διαφοροποίηση δείχνει την μετάβαση από την τελευταία μορφή συνείδησης(γνώση) σε ένα γνωστικό αντικείμενο όπου «διαλύθηκε πλήρως ο χωρισμός του αντικειμένου από την βεβαιότητα δι’ εαυτόν, η αλήθεια εξομοιώθηκε με αυτή την βεβαιότητα και αυτή η βεβαιότητα με την αλήθεια»[27].
Το στάδιο στο οποίο φθάνει η σκέψη μέσα από την πορεία που εκτίθεται στην Φαινομενολογία, είναι το στάδιο της επιστήμης εν γένει. Η επιστήμη αυτή εν γένει είναι η επιστημονική Φιλοσοφία εν γένει[28]. Σε κάθε ώριμη επιστήμη έχει αρθεί η αντίθεση υποκειμένου-αντικειμένου. Βέβαια η απόλυτη ταυτότητα υποκειμένου-αντικειμένου είναι απαραίτητο στάδιο της διαδικασίας της γνώσης. Είναι το στάδιο στο οποίο υπερτερεί η λογική εξέταση και σειρά. Οι κατηγορίες με τις οποίες προσλαμβάνεται το πραγματικό αντικείμενο εξετάζονται υπό την ιδιοτυπία της σκέψης και με βάση τον ρόλο και την σημασία που έχουν εντός του ώριμου αντικειμένου της ώριμης επιστήμης.

Όμως η Φαινομενολογία περιγράφει την σχέση της συνείδησης με ένα αντικείμενο εν γένει. Αντίθετα στην εκάστοτε επιστήμη το αντικείμενο είναι προσδιορισμένο και διαφέρει μεν ως προς την προέλευσή του από την σκέψη που το συλλαμβάνει εννοιακά. Βέβαια και πάλι έχουμε ταύτιση της σκέψης με το αντικείμενό της αλλά πρόκειται για ταύτιση επειδή το αντικείμενο στην ανάβαση από αφηρημένο στο συγκεκριμένο έχει συλληφθεί εννοιακά. Το αντικείμενο αυτό μπορεί να είναι είτε η φύση ,είτε το πνεύμα.

Υπάρχει όμως μία επιστήμη στην οποία το υποκείμενο και το αντικείμενο είναι τα ίδια. Αυτή είναι η επιστήμη της γενικής λογικής. Εδώ αντικείμενο είναι οι μορφές της νόησης(και συγκεκριμένα η Έννοια) και υποκείμενο η ίδια νόηση(Έννοια)· άρα στην λογική η νόηση συλλαμβάνει τον εαυτό της. Όπως λέει στην εισαγωγή της «Επιστήμης της Λογικής» αντικείμενο της λογικής είναι η με έννοιες σκεπτόμενη νόηση και ότι η ίδια είναι «η επιστήμη της νόησης εν γένει»(35).

Η διαφορά ανάμεσα στην απόλυτη επίγνωση της Φαινομενολογίας και στην γενική λογική είναι ότι η πρώτη είναι η φιλοσοφική επιστήμη εν γένει ,ενώ αντίθετα η επιστήμη της λογικής περιλαμβάνει λογικές κατηγορίες και άρα είναι προσδιορισμένη επιστήμη. Η διαφορά είναι λεπτή αλλά μεγάλης σημασίας[29]. Η μετάβαση από την «καθαρή επίγνωση» στην επιστήμη της λογικής, δηλ. η μετάβαση από το στοιχείο της φιλοσοφίας όπως αυτό διαμορφώθηκε μέσα από τις αντιφάσεις της συνείδησης προς μία συγκεκριμένη επιστήμη δεν αποτελεί αναγκαία μετάβαση που προκύπτει από την ίδια την σχέση Φαινομενολογίας και Λογικής. Η Φαινομενολογία δημιουργεί το στοιχείο της επιστήμης και από εκεί και περα μπορούμε να κινούμαστε μέσα σε αυτό. Το πώς τώρα θα αρχίσει η παρουσίαση των επιστημών είναι κάτι που αφορά το ίδιο το εγελιανό σύστημα stricto sensu. Από αυτή την άποψη η Φαινομενολογία είναι απαραίτητη αλλά και συνάμα εξωτερική προς το σύστημα. Η Φαινομενολογία όπως είπαμε στην προηγούμενη παράγραφο είναι η ανάβαση από το εμπειρικό στο αφηρημένο της επιστήμης εν γένει. Η κάθε επιμέρους επιστήμη όμως προϋποθέτει την δική της ανάβαση από εμπειρικό στο αφηρημένο(αυτή είναι η δεύτερη προϋπόθεση που θα εξετάσουμε στο επόμενο κεφάλαιο).

Λέω ότι η διαφορά είναι λεπτή για τον εξής λόγο: Γιατί πολλοί νομίζουν ότι το γεγονός ότι το απόλυτο επίστασθαι της Φαινομενολογίας μιλά για την επιστήμη εν γένει και η λογική είναι επίσης μία επιστήμη εν γένει, μία καθαρή επιστήμη ,ότι στην πραγματικότητα ανάμεσα στα δύο υπάρχει συνέχεια και επομένως έπεται της Φαινομενολογίας η λογική. Με αυτόν όμως τον τρόπο φαίνεται σαν να προηγείται η Φαινομενολογία μόνο της λογικής και όχι ολόκληρου του συστήματος. Στην σύγχιση αυτή συμβάλουν αναμφίβολα και οι αμφίσημες διατυπώσεις του ίδιου του Χέγκελ και γενικά το ότι ποτέ δεν μίλησε με αναλυτικό τρόπο για τον ρόλο της Φαινομενολογίας στο έργο του. Εννοώ βεβαίως εκ των υστέρων και αφού πλέον είχε εκθέσει όλο του το σύστημα.
 Η λογική πράγματι είναι η πλέον γενική επιστήμη με την έννοια ότι οι κατηγορίες της προσλαμβάνοντας συγκεκριμένη μορφή ενυπάρχουν τροποποιημένες σε κάθε επιμέρους επιστήμη, οπότε αν προσδιορίσει κανείς το σχήμα της λογικής δηλ. της πλέον αφηρημένης επιστήμης, έχει θέσει τα θεμέλια για την κατανόηση και των άλλων επιστημών. Αυτή ακριβώς η ιδιοτυπία της γενικής λογικής είναι που οδηγεί στην ταύτιση της απόλυτης επίγνωσης με την επιστήμη της λογικής και άρα στην σύγχιση ως προς την σχέση της με την φιλοσοφία.

Περνάμε τώρα στην μελέτη της δεύτερης προϋπόθεσης για την συγκρότηση της επιστήμης. Θα μιλήσουμε ειδικά για την επιστήμη της λογικής.

 

Δεύτερο κεφάλαιο: δεύτερη προϋπόθεση για την συγκρότηση της  επιστήμης της Λογικής


Στις προηγούμενες παραγράφους δείξαμε ότι η Φαινομενολογία του πνεύματος συνιστά την ανάβαση από το συγκεκριμένο στο αφηρημένο(έννοια) μέσω της οποίας δημιουργείται το στοιχείο της επιστήμης εν  γένει. Αυτή συνεπώς αποτελεί την πρώτη προϋπόθεση για την επιστήμη της λογικής αλλά και για κάθε άλλη επιστήμη. Όμως υπάρχει και μία δεύτερη προϋπόθεση για την συγκρότηση της επιστήμης της λογικής και αυτή είναι η ανάβαση από το συγκεκριμένο στο αφηρημένο στο στενό πεδίο της ίδιας πλέον.

2α) Η ανάβαση από το συγκεκριμένο στο νοητικά αφηρημένο ως πρωταρχική εμφάνιση και διαμόρφωση της επιστήμης της λογικής


Πριν προχωρήσουμε στην πρωταρχική εμφάνιση του αντικειμένου να πούμε ότι ως προϋποθέσεις εμφάνισης της λογικής μπορούν να ειδωθούν κάθε λογής θεολογικές, μυθολογικές, αποκρυφιστικές απόπειρες σύλληψης του κόσμου. Παρότι δεν θα επεκταθούμε περαιτέρω στην μελέτη των προϋποθέσεων θα πρέπει να πούμε προκαταβολικά ότι η φιλοσοφία με την θεολογία στο στάδιο της πρωταρχικής εμφάνισης και διαμόρφωσης της πρώτης βρίσκονται σε μία διαρκή σχέση. Τα δύο πρώτα στάδια της φιλοσοφίας είναι ένας διαρκής αγώνας(είτε αυτό γίνεται συνειδητά είτε ασυνείδητα) ενάντια στην θεολογία[30]. Στον Χέγκελ η θεολογία τοποθετείται στο απόλυτο πνεύμα πριν από την φιλοσοφία, έχει το ίδιο αντικείμενο με αυτήν αλλά συνιστά υποδεέστερη μορφή σύλληψης της Ιδέας(παράσταση). 

Ας δούμε πως περιγράφει ο Βαζιούλιν στην «Λογική της ιστορίας» την μετάβαση από την παλιά ουσία στην νέα: «με την πρωταρχική εμφάνιση του νέου οργανικού όλου ανακύπτει και η νέα πηγή της κίνησης, η πηγή της αυτό-κίνησης ακριβώς αυτού του νέου οργανικού όλου , οι νέες ιδιότυπες για αυτό το όλο εσωτερικές αντιφάσεις. Αρχικά αυτή η πηγή κίνησης είναι μεν άγουσα ,πλην όμως όχι κυρίαρχη κατά την ανάπτυξη του νέου οργανικού όλου. Η προγενέστερη ολότητα με τις εσωτερικές της αντιφάσεις δεν εξαφανίζεται αμέσως με την εμφάνιση του νέου οργανικού όλου... μετασχηματίζει κατ’ αντίστοιχο του εαυτού του τρόπο την προγενέστερη ανάπτυξη…[ενώ στο στάδιο της διαμόρφωσης ΘΛ] η πηγή αυτοκίνησης του νέου οργανικού όλου από άγουσα μετατρέπεται σε κυρίαρχη ,ενώ η προηγούμενη πηγή της ανάπτυξης υποβαθμίζεται όλο και περισσότερο»[31]94

Η ανάβαση από το εμπειρικό στο αφηρημένο όσον αφορά την επιστήμη της λογικής συντελείται από όλη την πριν τον Χέγκελ  πορεία της φιλοσοφίας. Αυτή η πορεία συγκροτεί τις κατηγορίες τις οποίες στην συνέχεια ο Χέγκελ μέσω του λόγου τις ανασυγκροτεί στην επιστήμη της λογικής. Το έργο το οποίο περιγράφει αυτή την ανάβαση είναι  ‘’Οι παραδόσεις στην ιστορία της φιλοσοφίας’’ ,το οποίο συνοδεύεται από μία εισαγωγή· στην τελευταία ο Χέγκελ περιγράφει την ανάβαση από «αυτό το οποίο αρχίζει που είναι εσωτερικά άμεσο, αφηρημένο ,γενικό –είναι αυτό το οποίο δεν έχει ακόμα αναπτυχθεί· το πιο συγκεκριμένο και πλούσιο έρχεται αργότερα και το πρώτο είναι φτωχότερο σε προσδιορισμούς»[32]. Η ιστορία της φιλοσοφίας «αν εννοηθεί ως σύστημα ανάπτυξης εντός της Ιδέας, δικαιούται τον τίτλο επιστήμη»[33].

Το πρώτο κεφάλαιο του τρίτου μέρους της εισαγωγής των παραδόσεων για την ιστορία της φιλοσοφίας του Χέγκελ τιτλοφορείται ως «Διαίρεση της ιστορίας της φιλοσοφίας». Σε αυτό θα βασιστούμε για να παρουσιάσουμε την πορεία αυτής. Η δομή όμως της ιστορικής κλιμάκωσης της επιστήμης δεν ανήκει στον Χέγκελ αλλά στον Βαζιούλιν. Θα επιχειρήσουμε λοιπόν να μελετήσουμε την επιστήμη της λογικής από την σκοπιά της σύμπτωσης και διαφοράς ανάμεσα στον λογικό  και ιστορικό τρόπο εξέτασης.

1ο στάδιο της πρωταρχικής εμφάνισης: Στην πρωταρχική της εμφάνιση η ανάπτυξη της φιλοσοφίας «είναι μια απλή διαδικασία προσδιορισμών, αναπαραστάσεων(Figurationen) ,αφηρημένων ποιοτήτων ,η οποία προέρχεται από το απλό θεμέλιο(Grund) ,το οποίο καθ΄αυτό(δυνητικά,an sich) τα περιέχει ήδη όλα»[34]. Εδώ παρατηρείται η ίδια νομοτελής αντίφαση, που παρατηρείται και στα Grundrisse του Μαρξ όσον αφορά τον πληθυσμό. Από την μία ο πληθυσμός είναι το πλέον συγκεκριμένο(ενότητα προσδιορισμών) καθώς περιλαμβάνει τις τάξεις, την μισθωτή εργασία, το κεφάλαιο κτλ από τον οποίο εκκίνησαν οι οικονομολόγοι του 17ου αι.[35]. Από την άλλη όμως «ο πληθυσμός είναι μια αφαίρεση αν παραλείψω ,για παράδειγμα ,τις τάξεις που τον αποτελούν»[36]. Στο βαθμό που το συγκεκριμένο ορίζεται ως ενότητα προσδιορισμών ,τότε η κατηγορία που περιλαμβάνει όλους τους προσδιορισμούς(πχ. το Είναι του Παρμενίδη) από οντολογικής σκοπιάς είναι η πιο συγκεκριμένη, από γνωσιολογικής σκοπιάς είναι η πιο αφηρημένη. Με άλλη διατύπωση στο βαθμό που μία κατηγορία περιλαμβάνει τα πάντα τότε είναι αμεσότητα(και άρα συγκεκριμένο) και συνάμα εντελώς αφηρημένη καθώς δεν έχει ακόμα εμφανιστεί το στοιχείο της διαμεσολάβησης ,δηλ. η σκέψη. Έτσι το «απλό θεμέλιο» σύμφωνα με τον Χέγκελ ως καθολική αρχή τα περιέχει όλα.

2ο στάδιο της πρωταρχικής εμφάνισης[37]: «Το δεύτερο στάδιο σε αυτή την καθολική αρχή είναι η συγκέντρωση των προσδιορισμών ,οι οποίοι εκφράζονται έτσι σε ιδεατή ,συγκεκριμένη ενότητα, στον τρόπο της υποκειμενικότητας». Λέει ότι οι πρώτοι προσδιορισμοί ως άμεσοι ήταν ακόμα αφηρημένοι αλλά τώρα το Απόλυτο «ως άπειρο αυτοπροσδιοριζόμενο καθολικό πρέπει να κατανοηθεί ως δρώσα σκέψη». « Έτσι αυτό εκδηλώνεται ως η ολότητα των προσδιορισμών και ως συγκεκριμένη ατομικότητα». Όπως αναφέρει ρητά έχει κατά νου τον «νου» του Αναξαγόρα και τον Σωκράτη με τους οποίους εμφανίζεται μία υποκειμενική ολότητα  « στην οποία η σκέψη συλλαμβάνει τον εαυτό της, και η σκεπτόμενη δραστηριότητα είναι η θεμελιώδης αρχή».

3ο στάδιο της πρωταρχικής εμφάνισης[38]: Αρχικά κάνει μία σύνοψη των δύο πρώτων σταδίων συνδέοντας τα με το τρίτο. Μας λέει ότι από την αφηρημένη αμεσότητα(1ο στάδιο) μεταβαίνουμε στους ξεχωριστούς προσδιορισμούς, οι οποίοι είναι προϊόντα της σκέψης(2ο στάδιο). Το απόσπασμα έχει ως εξής «Το τρίτο στάδιο, τότε ,είναι ότι αυτή η ολότητα ,η οποία είναι αρχικά αφηρημένη, με το να πραγματοποιείται διαμέσου της προσδιορίζουσας, διαχωρίζουσας σκέψης, τίθεται ακόμα στους ξεχωριστούς προσδιορισμούς ,οι οποίοι ως ιδεατοί, ανήκουν σε αυτήν[την ολότητα ΘΛ]». Άρα από το καθαρο Είναι ,το μηδέν και το γίγνεσθαι μεταβαίνουμε σε πιο προσδιορισμένες κατηγορίες στις οποίες ενυπάρχει η αφηρημένη ολότητα. Όπως θα δείξουμε και στην τρίτη παράγραφο αυτού του κεφαλαίου η αφηρημένη μορφή μεταβαίνει σε πιο προσδιορισμένες μορφές ,οι οποίες συνιστούν το περιεχόμενό της πρώτης.

Σε αυτό το τρίτο στάδιο έρχονται σε αντίθεση ως υψωμένα σε ολότητες το πρώτο με το δεύτερο στάδιο. Το πρώτο εκφράζει το καθολικό, την σκέψη ως τέτοια και το δεύτερο το ενικό(Einzelne), την εξωτερική πραγματικότητα, το συναίσθημα ή την αντίληψη. Η κάθε πλευρά είναι η ενότητα του καθολικού και του ενικού μέσα στο στοιχείο της καθολικότητας(δηλ. καθολικό+ενικό) ή της ενικότητας(ενικό+καθολικό). Οι δύο ολότητες αντιστοιχούν στο στωικό και στο επικούρειο σύστημα. «Το συνολικό ,συγκεκριμένο καθολικό είναι τώρα πνεύμα· και το συνολικό, συγκεκριμένο ενικό , Φύση. Στον στωικισμό η καθαρή σκέψη αναπτύχθηκε σε μία ολότητα· αν μετατρέψουμε την άλλη πλευρά του πνεύματος –φυσικό είναι ή αίσθημα- σε μία ολότητα, η επικούρια φιλοσοφία είναι το αποτέλεσμα»[39]. Οι δύο φιλοσοφίες φαίνεται να είναι δια εαυτές και ανεξάρτητες καθότι μονόπλευρες προσδιοριστικότητες ,παρότι κατά βαση είναι εσωτερικά ταυτόσημες.

4ο στάδιο της πρωταρχικής εμφάνισης: Εδώ έχουμε την ενότητα των διαφορών αλλά εντός του στοιχείου της εκμηδένισης(του αρνητικού) με την φιλοσοφία του σκεπτικισμού. «Έτσι το τέταρτο στάδιο είναι η ενότητα της ιδέας , στην οποία όλες αυτές οι διαφορές ,ως ολότητες, είναι ακόμα την ίδια στιγμή εξαφανισμένες(verwischen) σε μία συγκεκριμένη ενότητα της έννοιας»[40].

Με την αρχαία φιλοσοφία έχει συγκροτηθεί μία ολότητα που περιλαμβάνει την φύση και το πνεύμα. Όπως λέει λίγο παρακάτω ο Χέγκελ «η ελληνική φιλοσοφία είναι ελεύθερη από περιορισμούς επειδή ακόμα δεν έχει νοήσει  την αντίθεση ανάμεσα στο Είναι και την σκέψη , αλλά εκκινεί από την ασυνείδητη προϋπόθεση ότι η σκέψη είναι επίσης Είναι»[41]. Η μετάβαση στο πνεύμα γίνεται με μία φράση που ομολογουμένως είναι κάπως σκοτεινή «στην ενεργό πραγματικότητα ανήκει, ότι στην ταυτότητα των δύο πλευρών της ιδέας τίθεται η αυτόνομη ολότητα ως αρνητική»[42]. Το πνεύμα είναι πνεύμα μόνο εφόσον έχει συναίσθηση του τι είναι αντικείμενο προς αυτό. «Η υποκειμενική ιδέα είναι στην αρχή μόνο μορφική, αλλά είναι η αληθινή δυνατότητα του υποστασιακού και του δυνάμει καθολικού· σκοπός της είναι να εκπληρωθεί και να ταυτίσει τον εαυτό της με την υπόσταση»[43]. Η εμφάνιση αυτής της μορφικής υποκειμενικής ιδέας συνιστά μετάβαση στο στάδιο της διαμόρφωσης[44].

Πρέπει να πούμε ότι σε όλη την αρχαία φιλοσοφία δεν υπάρχει ρητή διάκριση ανάμεσα στην θεολογία και την φιλοσοφία καθώς αυτό που ερευνά η φιλοσοφία ταυτίζεται με το αντικείμενο της θεολογίας. Η διαφορά είναι ότι η φιλοσοφία χρησιμοποιεί έννοιες(και όχι παραστάσεις) και αποδεικνύει λογικά τα λεγόμενά της. Ο φιλοσοφικός τρόπος σκέψης έχει στην αρχαία Ελλάδα τον άγοντα ρόλο αλλά ακόμα δεν έχει γίνει κυρίαρχος καθώς κολυμπά στα ίδια νερά με την θεολογία. Με την μεσαιωνική φιλοσοφία όσο και αν φαίνεται οξύμωρο αρχίζει η άρση της θεολογίας από την φιλοσοφία. Η μεσαιωνική φιλοσοφία όντας το πρώτο στάδιο της διαμόρφωσης(ως κατηγορίας) της νέας επιστήμης συνειδητά διαχωρίζει την θεολογία από την λογική ενώ συνάμα η τελευταία δέχεται ως αξιώματα τις διδασκαλίες της πρώτης. Η φιλοσοφία αναλαμβάνει το ρόλο του να αποδείξει λογικά τα λεγόμενα των γραφών. Όμως ακριβώς αυτή η διαφοροποίηση των δύο ,ανοίγει τον δρόμο για την πλήρη αυτονόμηση της φιλοσοφίας.

1ο στάδιο διαμόρφωσης: Πρόκειται για μία ενδιάμεση  περίοδο ανάμεσα στην αρχαία και την μοντέρνα φιλοσοφία. Χαρακτηριστικό της μεσαιωνικής φιλοσοφίας είναι ότι «διατηρεί εντός της την υποστασιακή και αληθινή ύπαρξη και δεν φθάνει στην μορφή ,ενώ από την άλλη, τελειοποιεί την σκέψη, ως την καθαρή μορφή μίας προ-υποτιθέμενης αλήθειας, μέχρι που ξανά να γνωρίσει τον εαυτό της ως το καθαρό θεμέλιο και πηγή της αλήθειας»[45]. Ως προ-υποτιθέμενη είναι εδώ η αλήθεια της αγίας γραφής καθώς και τα λόγια των πατέρων της εκκλασίας ,οι οποίοι θεωρούνται αυθεντίες. Μόνο με την φιλοσοφία της νεωτερικότητας και τον Ντεκάρτ θα φθάσουμε στο σημείο όπου η ίδια η σκέψη θα αποτελεί το θεμέλιο και την πηγή της αλήθειας. Αυτό που χαρακτηρίζει την μεσαιωνική φιλοσοφία είναι η πίστη στην απόλυτη γνώση των πραγμάτων(αφελής μεταφυσική)[46], άρα  αλλά ως αξίωμα και από την άλλη ως τυπική λογική εξωτερική προς το πράγμα(με την έννοια του Sache) τελειοποιεί τα σχήματα της σκέψης.

2ο στάδιο διαμόρφωσης[47]: από την αρνητική σχέση των δύο ολοτήτων μεταβαίνουμε σε μία εσωτερική «που και οι δύο αλληλοπροϋποτίθενται διαμέσου της μεταξύ τους σχέσης». Έχουμε έτσι «πραγματικά δύο ιδέες, την υποκειμενική ιδέα ως γνώση και την υποστασιακή και συγκεκριμένη ιδέα». Αμέσως παρακάτω αναφέρει κάτι που είναι ιδιαίτερα σημαντικό καθώς προσδιορίζει το καθήκον της μοντέρνας φιλοσοφίας: «και η ανάπτυξη και τελειοποίηση αυτής της αρχής και ο ερχομός της στην συνείδηση της σκέψης, είναι το θέμα που πραγματεύεται η μοντέρνα φιλοσοφία». Στην νεώτερη φιλοσοφία ανακύπτει λοιπόν «με πιο συγκεκριμένο τρόπο σε σχέση με τους αρχαίους» η αντίθεση σκέψης-Είναι, ατομικότητας-υπόστασης, ελευθερίας-αναγκαιότητας.

Το στάδιο αυτό είναι εξαιρετικά πλούσιο καθώς εμπεριέχει ουσιαστικά όλη την προεγελιανή νεώτερη φιλοσοφία. Σε αυτό θα μπορούσαμε να διακρίνουμε την συμβολή του Ντεκάρτ ο οποίος αποκόβει την φιλοσοφία από τα αξιώματα της θρησκείας και στηρίζει όλο το οικοδόμημα στο cogito ergo sum. Την συμβολή του Σπινόζα ο οποίος μετατρέπει την φύση ,την υπόσταση σε αντικείμενο της φιλοσοφίας. Την συμβολή του εμπειρισμού ο οποίος διώχνει το πρέπει «με το οποίο η ανασκόπηση καυχολογιέται και περιφρονεί την πραγματικότητα και το παρόν παραπέμποντας σε ένα ‘’επέκεινα’’»[48] και μεταβαίνει από το καθολικό στο μερικό και προσδιορισμένο. Την συμβολή του Καντ ,ο οποίος έθεσε το θέμα της παραγωγής των κατηγοριών της σκέψης, το θέμα των αντινομιών και ορίων της διάνοιας. Σταδιακά εξαφανίζεται η επιρροή της θρησκείας και ο θεός εκλαμβάνεται μόνο φιλοσοφικά και όχι θεολογικά.

Στον Χέγκελ αυτό που εμείς θεωρούμε ως δεύτερο στάδιο της διαμόρφωσης μάλλον θα έμπαινε στην ώριμη επιστήμη ,όπου κάνει την εμφάνισή του ο λόγος. Όμως ο Χέγκελ δεν έχει ειδική λογική και θεωρεί ως ύψιστο την ειδική. Σε μια περιοδολόγηση άλλου τύπου από την εγελιανή η πριν τον Χέγκελ φιλοσοφία συνιστά το τελευταίο στάδιο της διαμόρφωσης.

Όταν τώρα μελετά κανείς μία συγκεκριμένη επιστήμη αντιλαμβάνεται ότι δεν υπάρχουν τομές ανάμεσα στις δύο φάσεις της. Όπως έχει επισημάνει και ο Βαζιούλιν η ανάλυση συντελείται ήδη με μία εικασία σύνθεσης[49]. Ο Χέγκελ σε πλήθος σημείων επαινεί τον Αριστοτέλη για θεωρησιακή σκέψη(ιδίως στις «παραδόσεις πάνω στην Ιστορία της φιλοσοφίας» όσον αφορά το Λ από τα Μετά τα Φυσικά). Ας δούμε πως περιγράφει ο ίδιος ο Χέγκελ αυτή την πορεία στον πρόλογο της Φαινομενολογίας: «Το να αναλύσουμε μια παράσταση στα πρωταρχικά(αρχέγονα) της στοιχεία σημαίνει να την επαναγάγουμε στα στοιχεία της, τα οποία δεν έχουν τουλάχιστο τη μορφή της δεδομένης παράστασης, αλλ' αποτελούν την άμεση ιδιοκτησία του εαυτού»[50]. Άρα αν ο πληθυσμός είναι μια παράσταση(Vorstellung), αυτός αναλύεται σε στοιχεία που είναι έννοιες(Begriff), αφαιρέσεις από το εμπειρικά συγκεκριμένο. Λέει λίγο παρακάτω «αλλά τούτο διηρημένο ,το ίδιο το μη πραγματικό ,είναι ένα ουσιώδες στοιχείο...η δραστηριότητα του διαιρείν είναι η δύναμη και η εργασία του νου(στο γερμ. πρωτ. λέει Verstand που συνήθως μεταφράζεται ως διάνοια ,ΘΛ.)…»[51]. Κάθε φιλόσοφος έφτιαχνε το σύστημά του. Αυτό το σύστημα προφανώς αποτελούσε εκτός από μία ανάλυση και μία σύνθεση. Άρα κατά κάποιον τρόπο η διάνοια δεν αποκόβεται από τον λόγο. Το θέμα είναι ότι κυριαρχεί η διάνοια και αυτό φαίνεται στον Αριστοτέλη που πρώτος κατέγραψε με τόσο καθαρό τρόπο τις κατηγορίες αλλά τις κράτησε σε αφηρημένη μορφή καθώς δεν κατάφερε να τις παράξει. Ακόμα όμως και αυτή η απλή παράθεση των κατηγοριών δεν αναιρεί το γεγονός ότι πρόκειται για σύστημα. Επομένως ανάμεσα στην διάνοια και τον λόγο δεν υπάρχει ένα αγεφύρωτο χάσμα

2β) Η ανάβαση από το νοητικά αφηρημένο στο νοητικά συγκεκριμένο ως η ώριμη επιστήμη της λογικής


Το δεύτερο στάδιο στην πορεία της επιστήμης είναι η σύνθεση. Ας δούμε πως το περιγράφει ο Χέγκελ: «Αλλά αυτή η ανύψωση στην καθολικότητα εν γένει είναι μόνο η μία πλευρά ,όχι ακόμη η ολοκληρωμένη παιδεία». Η ανάλυση μας λέει ήταν ίδιον της αρχαιότητας, «στους νεώτερους χρόνους αντίθετα το άτομο βρίσκει προετοιμασμένη την αφηρημένη μορφή…γι’ αυτό και το έργο τώρα δεν έγκειται τόσο πολύ στην αποκάθαρση του ατόμου από τον άμεσο αισθητό τρόπο και στη μετάπλασή του σε νοημένη και νοούσα υπόσταση»[52]. Αυτό ήταν το έργο της διάνοιας ,ωστόσο η νέα εποχή που κάνει την εμφάνισή της φέρνει μαζί της το λόγο, οποίος θα επιφέρει «την άρση της παγίωσης των προσδιορισμένων σκέψεων». Οι επιμέρους αφαιρέσεις-πλευρές τίθενται πλέον «μέσα στο στοιχείο της καθαρής νόησης, μετέχουν σε τούτη την απόλυτη φύση του Εγώ». Οι επιμέρους πλευρές παύουν να είναι ανεξάρτητες η μία από την άλλη και συνέχονται. Με τα ακόλουθα λόγια δείχνει την διάκριση ανάμεσα στην έννοια και την παράσταση, ότι δηλ. η ανάβαση στην έννοια γίνεται όταν φθάνουμε στο Λόγο: «Μέσω αυτής της κίνησης ,οι καθαρές σκέψεις γίνονται έννοιες, και τότε μόνο είναι  ό,τι αυτές είναι στ’ αλήθεια, αυτοκινήσεις, κύκλοι, αυτό που είναι η υπόστασή τους, δηλ. πνευματικές ουσιότητες»[53]. Αμέσως παρακάτω λέει ότι η συνοχή των καθαρών ουσιοτήτων «είναι η αναγκαιότητα και η ανάπτυξη του ίδιου του περιεχομένου σε ένα οργανικό όλο»[54], δηλ. στο νοητικά συγκεκριμένο.

Εδώ πλέον η ιστορική περιοδολόγηση(1ο στάδιο ωριμότητας) συνδέεται με την ανάβαση από το αφηρημένο στο νοητικά συγκεκριμένο. Δεν θα προχωρήσουμε στην ανάλυση του νέου σταδίου καθώς αυτό θα αποτελέσει το θέμα του επόμενου κεφαλαίου. Θα προβούμε μόνο στην σχηματική παρουσίαση της ώριμης επιστήμης. Αυτή λοιπόν χωρίζεται σε 3 στάδια: Το πρώτο είναι η γενική λογική του Χέγκελ. Το δεύτερο οι μερικές, ειδικές λογικές των διαφόρων επιστημονικά συγκροτημένων αντικειμένων και το τρίτο το «σύστημα της ολότητας» ως άρνηση της άρνησης των προηγούμενων σταδίων της ωριμότητας άλλα και όλης της προηγούμενης φιλοσοφίας.

Επιπλέον θέλουμε να επισημάνουμε ότι η συγκρότηση της λογικής ως επιστήμης στον ιστορικό χρόνο φέρει μέσα της πολλά μπρος πίσω, τα οποία από την σκοπιά της ώριμης επιστήμης στο βαθμό που αναπαράγει σε ανηρημένη μορφή το παρελθόν της παραλείπονται. Ούτως ή άλλως εμφανίζεται με πιο έντονο τρόπο στην ανώριμη επιστήμη το τυχαίο και οι ατομικές ιδιαιτερότητες των φορέων της. Τα ζικ-ζακ οφείλονται επίσης στην εξαιρετική περιπλοκότητα του αντικειμένου ,στο στοιχείο της ιδεολογίας και της πολιτικής που παρεισφρύει και στο ότι η πορεία από το ένα φιλοσοφικό σύστημα στο άλλο είναι σε μεγάλο βαθμό όπως θα εξηγήσουμε στο τρίτο υποκεφάλαιο  αυθόρμητη.

2γ) Η ατμομηχανή της ανάβασης


Πριν μελετήσουμε την κινητήριο δύναμη της ανάβασης πρέπει να επισημάνουμε το εξής:«Αυτή η πορεία της γένεσης της επιστήμης είναι διαφορετική από την πορεία της μέσα της, όταν είναι έτοιμη ,όπως η πορεία της ιστορίας της φιλοσοφίας και η πορεία της ίδιας της φιλοσοφίας»[55]. Η μη ύπαρξη πλήρους αντιστοίχησης δεν είναι ελάττωμα αλλά «σημείο ορθής κατασκευής»[56] όπως επισημαίνει ο Φαράκλας. Πάντως ο Χέγκελ θεωρεί ότι σε γενικές γραμμές υπάρχει σύμπτωση ιστορικής διαδοχής και λογικής σχέσης : «…ισχυρίζομαι ότι η σειρά των συστημάτων της φιλοσοφίας στην Ιστορία είναι όμοια με την σειρά στην λογική παραγωγή των εννοιακών προσδιορισμών στην Ιδέα» και λίγες γραμμές παρακάτω το αναφέρει ξεκάθαρα: «μπορεί να θεωρηθεί ότι η Φιλοσοφία πρέπει να έχει διαφορετική τάξη όσον αφορά τα στάδια εντός της Ιδέας σε σχέση με εκείνα που αυτές οι Έννοιες έχουν διέλθει στο πέρας του χρόνου· αλλά κατά βάση η σειρά είναι ίδια»[57] . «Τώρα , εντός του λογικού συστήματος της σκέψης κάθε μία από τις μορφές της κατέχει την δική της θέση για την οποία και μόνο είναι επαρκής, και αυτή η μορφή ανάγεται, μέσω της αέναης προοδευτικής ανάπτυξης, σε ένα υπηγμένο στοιχείο· κάθε φιλοσοφία είναι …,ένα συγκεκριμένο στάδιο στην ανάπτυξη της όλης διαδικασίας και έχει την συγκεκριμένη του θέση όπου αυτή βρίσκει την αληθινή της αξία και σημασία»[58]. Το ζήτημα της σχέσης της επιστήμης της λογικής με την ιστορία της φιλοσοφίας δεν είναι κακώς νοούμενος εγελιανισμός αλλά πρόκειται για ζήτημα που απασχολεί κάθε επιστήμη και λύνεται μόνο μέσω της διάκρισης σε λογική και ιστορική σειρά . Αντίστοιχο πρόβλημα ανακύπτει και στην μελέτη της Κεφαλαιοκρατίας με ποιο χαρακτηριστική περίπτωση την αντίστροφη σχέση της πρωταρχικής συσσώρευσης ,η οποία παρότι συνιστά προϋπόθεση της κεφαλαιοκρατίας εξετάζεται μόνο στο τέλος του πρώτου τόμου.  Βεβαίως η σχέση ιστορικού και λογικού σε γενικές γραμμές συμπίπτει αλλά οι διαφορές χρειάζονται ειδική εξέταση.
Ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η πρόοδος στην φιλοσοφία συμπίπτει μορφικά με τον τρόπο με τον οποίο γίνεται η ανάπτυξη στην Φαινομενολογία(ερείδεται δηλ. στην αντίφαση ως μοχλό προόδου). Ας δούμε ένα απόσπασμα «…το όλο της ιστορίας της φιλοσοφίας είναι μία πρόοδος που προωθείται από μία εσωτερική αναγκαιότητα…η ιστορία της ως απόλυτα προσδιορισμένη ως η ανάπτυξη των εννοιών και η προωθητική δύναμη είναι η εσωτερική διαλεκτική των μορφών…μία φιλοσοφία ,η οποία δεν έχει την απόλυτη μορφή ταυτόσημη με το περιεχόμενο ,πρέπει να εξαφανιστεί επειδή η μορφή της δεν είναι αυτή της αλήθειας»[59]. Το απόσπασμα αυτό δίνει ευσύνοπτα όλη την ουσία της προόδου. Θα επανέλθουμε σε αυτό το κομβικό απόσπασμα αφού πρώτα προσδιορίσουμε τι σημαίνει μορφή και τι περιεχόμενο στην επίστημη της λογικής. Θα χρησιμοποιήσουμε ένα απόσπασμα του Χέγκελ από τον δεύτερο πρόλογο της «Επιστήμης της Λογικής», ο οποίος γράφτηκε στις 7 Νοεμβρίου 1831. Το απόσπασμα αυτό είναι ιδιαίτερα κατατοπιστικό[60]: «…μία έννοια είναι, πρώτον άμεσα η έννοια στον εαυτό της, και αυτή είναι μόνο μία, κι είναι το υποστασιακό θεμέλιο(substantielle Grundlage)· κατά τα άλλα πάλι μια έννοια είναι μεν μία προσδιορισμένη(bestimmter) έννοια κι ο επ’ αυτής καθορισμός(Bestimmtheit) είναι ό,τι εμφανίζεται ως περιεχόμενο, αλλά της έννοιας ο καθορισμός αποτελεί μορφικό προσδιορισμό της εν λόγω ουσιακής ενότητας, στιγμή της μορφής ως ολότητας, στιγμή της ίδιας της έννοιας ,η οποία είναι το θεμέλιο των προσδιορισμένων(bestimmten) εννοιών»[61]. Η λογική είναι η έννοια της έννοιας, δηλ. η μελέτη μέσω εννοιών των ίδιων των εννοιών. Άρα μορφή και περιεχόμενο είναι η έννοια. Η έννοια ως το «υποστασιακό θεμέλιο» φέρει εντός της προσδιορισμένες έννοιες, δηλ. έννοιες όπως το Είναι ,η ουσία ,το φαινόμενο και η ενεργώς πραγματικότητα. Οι προσδιορισμένες αυτές έννοιες «εμφανίζονται ως περιεχόμενο» της έννοιας, το οποίο λειτουργεί ως στιγμή της έννοιας ως ολότητας. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η έννοια ως μορφή στο βαθμό που προσδιορίζεται γίνεται περιεχόμενο. Οι επιμέρους έννοιες λειτουργώντας με τη σειρά τους ως αφηρημένες μορφές προσδιορίζονται περαιτέρω και έτσι εκπτύσσεται σταδιακά το σύστημα.

Η μετάβαση τώρα σε πιο προσδιορισμένες κατηγορίες γίνεται όπως ακριβώς την περιέγραψε ο Χέγκελ στο απόσπασμα από τις παραδόσεις στην ιστορία της Φίλοσοφίας, δηλ. μέσω της αναντιστοιχίας μορφής και περιεχομένου. Αν λάβουμε υπόψη τον τρόπο με τον οποίο ορίσαμε την μορφή και το περιεχόμενο ,μπορούμε να κατανοήσουμε αυτήν την πορεία που χαρακτηρίζεται από την ανάβαση από το αφηρημένο στο νοητικά συγκεκριμένο. Η έννοια είδαμε ότι είναι ταυτόχρονα μορφή και περιεχόμενο· στο βαθμό που το περιέχομενο εκτύσσεται μέσα στην μορφή ,συναντά τα όρια της (εκάστοτε) εννοιακής μορφής του ,τα οποία για να τα υπερβεί αλλάζει μορφή· από την άλλη η νέα μορφή διανοίγει νέες δυνατοτήτες στην έκπτυξη του περιεχομένου της. Το καθαρό Είναι το οποίο μη έχοντας κανέναν προσδιορισμό ως  περιεχόμενο ,μεταβαίνει στην κατηγορία του μη Είναι, αλλά το μη Είναι είναι και έτσι αυτό το συνεχές μεταβαίνειν προσδιορίζεται πληρέστερα ως γίγνεσθαι. Επίσης το άπειρο στο βαθμό που αντιπαρατίθεται στο πεπερασμένο ,συλλαμβάνεται ως κακό άπειρο. Έτσι η μορφή είναι αναντίστοιχη του περιεχομένου του απείρου και για να αντιστοιχηθεί πρέπει να το συλλάβουμε στην σχέση του με το πεπερασμένο. Τελικά όλη αυτή η διαδικασία των διαδοχικών αντιφάσεων μορφής και περιεχομένου καταλήγει στην απόλυτη Ιδέα ,την μέθοδο ,η οποία αποτελεί το σύστημα της λογικής στο σύνολο του ,και όπου πλέον έχει επιτευχθεί απόλυτη ταυτότητα μορφής και περιεχομένου αλλά ως αποτέλεσμα. Με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να κατανοήσουμε και το απόσπασμα από τον πρόλογο της Φαινομενολογίας ότι «το αληθές είναι το όλο. Αλλά το όλο είναι μόνο η ουσία που φθάνει στην τελείωσή της μέσα από την ανάπτυξή της. Για το Απόλυτο πρέπει να πούμε ότι ουσιαστικά είναι αποτέλεσμα, ότι στο μόνο μόνο είναι ό,τι είναι στ’ αλήθεια και ότι σ’ αυτό ακριβώς συνίσταται η φύση του, να είναι δηλαδή πραγματικό, υποκείμενο ή ένα αυτογίγνεσθαι»[62]. Στην λογική λοιπόν η ταυτότητα μορφής και περιεχομένου δεν είναι ταυτότητα της τυπικής λογικής αλλά φέρει μέσα της τη διαφορά και για την ακριβεία είναι ανυψωμένη στο επίπεδο της αντίφασης ,όπου η μία πλευρά μετασχηματίζει την άλλη.  Ως μια διαρκής άρνηση της άρνησης ,με την έννοια ότι εκεί που την μία στιγμή υπάρχει ταυτότητα ,την άλλη παύει να υπάρχει και αποκαθίσταται σε μία νέα κατηγορία κ.ο.

Όλα τα παραπάνω πραγματοποιούνται με απολύτως συνειδητό τρόπο στην ώριμη επιστήμη της λογικής ,η οποία συγκροτείται με το σύστημα του Χέγκελ. Αλλά η ίδια πορεία  αυθόρμητα λαμβάνει χώρα και στην ιστορία της φιλοσοφίας(άλλωστε το απόσπασμα από την ιστορία της φιλοσοφίας που παραθέσαμε λίγο πιο πάνω αναφέρεται στην ιστορία). Όταν βέβαια μιλάμε για την ιστορία της λογικής η λέξη «αυθόρμητα» από την μία αποβάλλει την καθημερινή της σημασία, από την άλλη δεν αφίσταται και πολύ από αυτή. To «αυθόρμητα» μπορεί να νοηθεί με δύο τρόπους. 1. Κάθε φιλοσοφία θεωρούσε την αρχή(Prinzip) της ως τελική και απόλυτη. 2. Κάθε επόμενη φιλοσοφία θεωρούσε ως λάθος την προηγούμενη ,ακόμα και αν ενσωμάτωνε συνειδητά ή ασυνείδητα ορισμένα στοιχεία αυτής. Αντίθετα αυτό που κάνει ο Χέγκελ στην επιστημονική του παρουσίαση της ιστορίας της φιλοσοφίας(αλλά και που όπως δείξαμε κάνει και στο σύστημα της λογικής του) είναι ότι «συλλαμβάνει την διαφορετικότητα των φιλοσοφικών συστημάτων ως την προοδευτική ανάπτυξη της αλήθειας»[63].

Από αυτή την παρατήρηση απορρέουν 2 κρίσιμα συμπεράσματα: α) ότι ο λόγος είναι η συνειδητοποίηση(διαλεκτικός λόγος) της αντίφασης και η υπέρβασή της(θεωρησιακός λόγος). β) η ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, η οποία φαίνεται να είναι καθαρή, αυτοκινούμενη διαδικασία και «αυτογένεση» ,στην πραγματικότητα αντανακλά στο επίπεδο του λόγου(δηλ. συνειδητά) ,την όλη αυθόρμητη διαλεκτική της μετάβασης από το ένα φιλοσοφικό σύστημα στο άλλο. Άρα φέρει μέσα της σε ανηρημένη μορφή την ανάβαση από το εμπειρικό στο αφηρημένο. Έτσι η εγελιανή γενική λογική αποκτά με αυτόν τον τρόπο έναν «υλιστικό» χαρακτήρα, ο οποίος θα έπρεπε να αντιτάσσεται ενάντια σε κάθε κριτική περί «ιδεαλισμού».   




[1] Φαινομενολογία, σελ. 126
[2] Philosophy of Nature, σελ. 201 ,1ος  Τόμος.
[3] Philosophy of Nature, σελ. 202 ,1ος  Τόμος και συνεχίζει ο Χέγκελ επεξηγώντας αυτό που λέει με ένα παράδειγμα «Πάρτε ένα λουλούδι για παράδειγμα. Η διάνοια μπορεί να επισημάνει τις επιμέρους ποιότητες, και η χημεία μπορεί να το κόψει και να το αναλύσει. Το χρώμα του ,το σχήμα των φύλλων,υδρογόνο, άνθρακας κτλ. μπορούν να διακριθούν» . Σύγκριση μάλιστα αυτών με τα λόγια του Βαζιούλιν «Λόχου χάρη, στη βιολογία, μέχρι σήμερα με αναλυτικό τρόπο εξετάζεται κατά κύριο λόγο, μεταξύ άλλων, ο ανθρώπινος οργανισμός. [Εδώ] ωριμάζει, διανοίγει το δρόμο της η συνθετική προσέγγιση, αλλά δεν έχει καταστεί δεσπόζουσα. Αυτό είναι εμφανέστατο στη σύγχρονη ιατρική, η οποία εδράζεται στο σύγχρονο επίπεδο ανάπτυξης της βιολογίας. Ο άνθρωπος γίνεται αντικείμενο θεραπείας κατά μέρη: θεραπευτικές αγωγές ασκούνται στα ώτα, στα μάτια, στη ρίνα, στους νεφρούς κ.ο.κ., ενώ διαφεύγει της προσοχής των θεραπόντων ο άνθρωπος ως ολότητα. Οι απόπειρες χρησιμοποίησης της αρχαίας ιατρικής, ιδιαίτερα αυτής της Άπω Ανατολής, δεν μπορούν να διορθώσουν ριζικά την κατάσταση, διότι οι αρχαίοι είχαν μια κατ' εξοχήν χαώδη αντίληψη για τον άνθρωπο» http://dieaufhebung.blogspot.gr/2012/12/blog-post.html
[4] Στο ίδιο ,σελ. 203
[5] Φαινομενολογία, σελ. 125
[6] Κατά τον Βαζιούλιν πάντως και όχι αδικαιολόγητα οι φυσικές επιστήμες βρίσκονται ακόμα στο επίπεδο της ανάλυσης «Η ανάπτυξη των αντικειμένων των επιστημών, όπως και η ανάπτυξη των ίδιων των επιστημών, είναι μια φυσικοϊστορική, νομοτελής διαδικασία. Η πλειονότητα των σύγχρονων επιστημών, κατά τη γνώμη μου, δεν έχουν επιτύχει ακόμα ανεπτυγμένη μορφή» http://dieaufhebung.blogspot.gr/2012/12/blog-post.html
[7] Φαινομενολογία του πνεύματος, σελ. 215
[8] Φαινομενολογία του πνεύματος, σελ. 217
[9] Στο ίδιο, σελ.161
[10] Στο ίδιο, σελ. 312
[11] Φαινομενολογία του Νου, σελ. 228
[12] Στο ίδιο, σελ. 227
[13] Φαινομενολογία του Νου, σελ. 230
[14] Φαινομενολογία του Νου, σελ. 719
[15] Στο ίδιο, σελ.  716
[16] Στο ίδιο, σελ 728
[17] Στο ίδιο, σελ. 730
[18] Βέβαια και η ίδια η Φαινομενολογία  συνιστά επιστήμη, καθότι «συμβαίνει μια τέτοια οδός προς την επιστήμη να είναι η ίδια η επιστήμη, και σύμφωνα με το περιεχόμενό της καταλήγει να είναι επιστήμη της εμπειρίας της συνείδησης»218 Φαινομενολογία του πνεύματος. Όπως θα δείξουμε στην συνέχεια όμως ο ρόλος της Φαινομενολογίας σε αυτή τη φάση είναι μας υψώσει προς το στοιχείο της επιστήμης. Να άρει την συνειδησιακή αντίθεση για να μπορούμε να κάνουμε επιστήμη. Αυτή άρση όμως πρέπει να έχει τα εχέγγυα μιας επιστήμης, αυτή είναι και η συνεισφορά του Χέγκελ «Αυτή η θεώρηση του Πράγματος είναι η δική μας προσθήκη ,μέσω της οποίας η σειρά των εμπειριών της συνείδησης προσλαμβάνει το χαρακτήρα μιας επιστημονικής προόδου και η οποία δεν είναι γνωστή στη συνείδηση που εξετάζουμε»216 Φαινομενολογία πνεύματος.
[19] «Δι’ αυτής της αναγκαιότητας συμβαίνει μια τέτοια οδός προς την επιστήμη να είναι η ίδια επιστήμη, και σύμφωναμε το περιεχόμενό της καταλήγει να είναι επιστήμη της εμπειρίας της συνείδησης»σελ. 218 Φαινομενολογία
[20] «Το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αισθητήριας βεβαιότητας την κάνει να εμφανίζεται εκ πρώτης όψεως ως η πιο πλούσια γνώση», σελ. 222  Φαινομενολογία του πνεύματος
[21] Παρατίθεται ως υποσ. στο Φαινομενολογία του Νου σελ. 729
[22] «η καθαρή έννοια και η πρόοδός της ,εξαρτάται μονάχα από τον καθαρό καθορισμό της έννοιας» Φαινομενολογία του Νου, σελ. 730
[23] Φιλοσοφία του πνεύματος, υποκειμενικό πνεύμα ,μτφ. Γ.Τζαβάρας ,σελ. 142
[24] Στο ίδιο, σελ. 145
[25] Φαινομενολογία ,σελ. 218
[26] Φιλοσοφία του πνεύματος, υποκειμενικό πνεύμα ,μτφ. Γ.Τζαβάρας ,σελ. 147
[27] Επιστήμης της Λογικής, σελ. 43, γερμ. Suhrkamp
[28] «το στάδιο της φιλοσοφικής γνώσης είναι το πιο πλήρες σε περιεχόμενο και συνάμα το πιο συγκεκριμένο» Εγκυκλοπαίδεια
[29] Παρενθετικά λέμε ότι εδώ η προσέγγιση που κάνουμε είναι ερμηνευτική ,το αν υπάρχει όντως καθαρή επιστήμη(και δεν εννοώ καν την λογική εδώ) ,στην οποία μπορούμε να ανέλθουμε δίχως να έχουμε κατηγορίες για να μιλήσουμε για αυτήν, άρα μόνο μορφικά, είναι αμφίβολο και πάντως χρειάζεται χωριστή πραγμάτευση.
[30] Ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο σπινοζικός πανθεϊσμός που για τον Φόυερμπαχ είναι ο συνεπής θεϊσμός, δηλ. ο Σπινόζα παίρνει στα σοβαρά όσα λένε οι γραφές και εφαρμόζοντάς τα αίρει την υπερβατικότητα του θεού, ο οποίος σε αυτόν ταυτίζεται με την φύση.
[31] «Η λογική της ιστορίας», σελ. 94
[32] Lectures on the history of philosophy, σελ. 40
[33] Στο ίδιο, σελ. 31
[34] Στο ίδιο, σελ. 102
[35] «Οι οικονομολόγοι του 17ουαι. ,για παράδειγμα, αρχίζουν πάντοτε με το ζωντανό όλο –με τον πληθυσμό, το έθνος, το κράτος, τα περισσότερα κράτη κλπ· πάντα όμως καταλήγουν να βρίσκουν με την ανάλυση μερικές καθοριστικές, αφηρημένες,γενικές σχέσεις…» Κριτική της πολιτικής οικονομίας, σελ. 66
[36] Κριτική της πολιτικής οικονομίας, σελ. 66
[37] Lectures on the History of philosophy, σελ. 102
[38] Lectures on the History of philosophy, σελ. 102
[39] Lectures on the History of philosophy, σελ. 103
[40] Lectures on the History of philosophy, σελ. 103
[41] Lectures on the History of philosophy, σελ. 107
[42] Lectures on the History of philosophy, σελ. 104
[43] Lectures on the History of philosophy, σελ. 105
[44] Η μέχρι τώρα πορεία συνοψίζεται με μία παρομοίωση από την Γεωμετρία. Την παραθέτω στα αγγλικά «A. Thought, is (a) speaking generally abstract, as in universal or absolute space, by which empty space is often understood; (b) then the most simple space determinations appear, in which we commence with the point in order that we may arrive at the line and angle; (c) what comes third is their union into the triangle, that which is indeed concrete, but which is still retained in this abstract element of surface, and thus is only the first and still formal totality and limitation which corresponds to the nous.
B. The next point is, that since we allow each of the enclosing lines of the triangle to be again surface, each forms itself into the totality of the triangle and into the whole figure to which it belongs; that is the realization of the whole in the sides as we see it in Scepticism or Stoicism.
C. The last stage of all is, that these surfaces or sides of the triangle join themselves into a body or a totality: the body is for the first time the perfect spatial determination, and that is a reduplication of the triangle. But in as far as the triangle which forms the basis is outside of the pyramid, this simile does not hold good.» Lectures on the History of philosophy, σελ. 103,104
[45] Lectures on the History of philosophy, σελ. 109
[46] «…η νόηση και οι προσδιορισμοί της νόησης δεν είναι κάτι ξένο στα αντικείμενα αλλά πολλώ μάλλον η ουσία τους» Wissenschaft der Logik, σελ. 38 Suhrkamp
[47] Lectures on the History of philosophy, σελ. 106
[48] Εγκυκλοπαίδεια, σελ. 119
[49] Αλλά και το αντίστροφο η σύνθεση φέρει μέσα της σε υπηγμένη-τροποποιημένη μορφή και την ανάλυση
[50] Φαινομενολογία του πνεύματος, σελ. 153
[51] Στο ίδιο ,σελ. 156
[52] Φαινομενολογία του πνεύματος, σελ. 155
[53] Στο ίδιο, σελ. 156
[54] Στο ίδιο ,σελ. 156
[55] Φαινομενολογία του Νου, σελ. 729
[56] Γνωσιοθεωρία και μέθοδος στον Έγελο, Γ. Φαράκλας ,σελ. 186
[57] Lectures on the history of philosophy, σελ. 30 και συνεχίζει «…στην λογική πρόοδο λαμβανόμενη δια εαυτή, υπάρχει όσον αφορά τα θεμελιώδη της στοιχεία , η πρόοδος των ιστορικών εκδηλώσεων»
[58] Lectures on the history of philosophy, σελ. 45
[59] Lectures on the history of philosophy, σελ. 37
[60] Στο σημείο αυτό θέλω να εξηγήσω πως κατά τη γνώμη μου πρέπει να βλέπει κανείς τα αποσπάσματα. Ο τρόπος με τον οποίο εξωτερικεύουμε την σκέψη μας ποικίλει ανάλογα με τις γνώσεις μας ,την επανάληψη της εξωτερίκευσης και το πόσο καλά έχουμε χωνέψει αυτό που θέλουμε να εκφράσουμε. Φέρει όμως και το στίγμα της έμπνευσης. Έτσι υπάρχουν κάποια αποσπάσματα που ενώ έχουν την πρόθεση να πουν πράγματα που τα έχει πει πολλάκις ο συγγραφέας ,αυτά είναι πολύ πιο διαυγή και πλούσια. Στο βαθμό αυτόν κάποιον αποσπάσματα είναι πραγματικά διαμάντια ,ακόμη και αν το ίδιο νοηματικό περιεχόμενο υπάρχει και σε πολλά άλλη σημεία.
[61] Wissenschaft der Logik, σελ. 30, Suhrkamp
[62] Φαινομενολογία του πνεύματος, σελ. 141
[63] Φαινομενολογία του πνεύματος, σελ. 123