Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012

Απόσπαση σχετικής υπεραξίας


 Στο παρόν κείμενο θα παρουσιάσω τον τρόπο με τον οποίο αποσπάται σχετική υπεραξία. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον(και συνδέεται και με την προηγούμενη ανάρτηση περί άυλης εργασίας) το πώς βλέπει ο Μαρξ την παραγωγικότητα της εργασίας. Κατά βάση σε αυτήν(στην παραγωγικότητα της εργασίας) θα δώσω την μεγαλύτερη έμφαση καθώς είναι το κλειδί για να κατανοήσει κανείς την σχετική υπεραξία.
Ο Μαρξ διακρίνει 2 είδη απόσπασης σχετικής υπεραξίας, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με μία σχέση αιτίας αποτελέσματος.
Μέτρο της αξίας ενός εμπορεύματος: είναι ο (μέσος)κοινωνικός χρόνος εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή του συγκεκριμένου εμπορεύματος.
Αξία εργατικής δύναμης: δεν είναι η αξία των αγαθών που παράγει αλλά το κόστος αναπαραγωγής της· με άλλα λόγια ο καπιταλιστής πληρώνει στον εργάτη(ανεξαρτήτως με το πόσο δούλεψε και με το πόση αξία παρήγαγε ο τελευταίος) μόνο εκείνη την αξία που του χρειάζεται για να μπορέσει να αγοράσει καταναλωτικά αγαθά για να επιβιώσει αυτός και η οικογένειά του. Η αξία αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, όπως λέει ο Μαρξ, καθορίζεται από κοινωνικούς, ηθικούς, τοπικούς και πολιτικούς παράγοντες, οπότε ποικίλει από χώρα σε χώρα.
Αξία εμπορεύματος: η «πραγματική» αξία ενός εμπορεύματος δεν είναι η εργασία που ενσωματώνεται σε αυτό από τον μεμονωμένο παραγωγό αλλά η μέση κοινωνική εργασία που απαιτείται.
Τώρα έχουμε τους ορισμούς που μας χρειάζονται και μπορούμε να προχωρήσουμε στον πρώτο τρόπο απόσπασης σχετικής υπεραξίας:

1ος τρόπος απόσπασης σχετικής υπεραξίας

Χαρακτηριστικό: αύξηση του ποσοστού της υπεραξίας λόγω της αύξησης της παραγόμενης αξίας και παράλληλα της μη αύξησης του μισθού του εργάτη
Αύξηση της παραγωγικής δύναμης της εργασίας: Η εργασία που ενσωματώνεται σε ένα εμπόρευμα παραμένει ίδια, δηλ. ο εργάτης συνεχίζει να δουλεύει 10 ώρες, αλλά σε αυτές τις 10 ώρες παράγει πλέον 20 παπούτσια ,ενώ πριν την αύξηση της παραγωγικής δύναμης της εργασίας του παρήγαγε 10 παπούτσια. Άρα η αξία του μεμονωμένου παπουτσιού αντιστοιχεί πλέον σε μισή ώρα εργασίας ,ενώ πριν αντιστοιχούσε σε 1 ώρα. Άρα μειώθηκε η αξία του μεμονωμένου παπουτσιού. Στην μεμονωμένη αξία χρήσης αποκρυσταλλώνεται μικρότερο κβάντο ζωντανής εργασίας.
Πώς όμως πετύχαμε να αυξήσουμε την παραγωγική δύναμη της εργασίας; Υπάρχουν πολλοί τρόποι(συνεργατική παραγωγή, καταμερισμός όπως στην Μανουφακτούρα, επιστημονικοτεχνική οργάνωση της εργασίας-φορντισμός,ταιηλορισμός) όμως αυτός που αντιστοιχεί κατ’ εξοχήν στις αστικές σχέσεις παραγωγής και επίσης αυτός που φαινομενικά(δηλ. για όποιον δεν διακρίνει τις εγγενείς αντιφάσεις που εγκυμονεί για τον ΚΤΠ η κοινωνικόποιηση της εργασίας και η μείωση του ποσοστού της ζωντανής εργασίας σε σχέση με την νεκρή· άρα για τον μεμονωμένο καπιταλιστή και τους αστούς πολιτικάντιδες) δεν έχει όριο στην ανάπτυξή του είναι η χρήση όλο και πιο σύγχρονων μηχανών.
Τι πετυχαίνει λοιπόν ο μεμονωμένος καπιταλιστής; Να μειώσει την αξία των εμπορευμάτων που παράγει αφού πλέον σε αυτά ενσωματώνεται μικρότερο κβάντο εργασίας. Τι έχει πετύχει λοιπόν ο αστός μας σε σχέση με τα ταξικά του αδέλφια; Να μπορεί να είναι πιο «ανταγωνιστικός». Δηλ. ρίχνοντας στην αγορά τα παπούτσια του να μπορεί να τα πουλάει σε μία τιμή η οποία είναι μεγαλύτερη από το κόστος παραγωγής τους και συνάμα μικρότερη(επιλέγει να το πουλάει πιο κάτω από την μέση τιμή ,για να ενισχύσει το συγκριτικό του πλεονέκτημα) από το κόστος παραγωγής των παπουτσιών(εννοείται ίδιας ποιότητας κτλ.) των ανταγωνιστών του. Έτσι έχει μεγαλύτερο κέρδος από τους υπόλοιπους. Ας το εξετάσουμε τώρα από πιο κοντά με την βοήθεια ενός συγκεκριμένου παραδείγματος για να δούμε που κρύβεται η αύξηση της σχετικής υπεραξίας.
Το ερώτημα που πρέπει να απαντήσουμε είναι το γιατί αυξάνεται η σχετική εκμετάλλευση του εργάτη εφόσον αυτός πριν και μετά την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας συνεχίζει να παράγει την ίδια αξία;
Α. Χωρίς αύξηση της παραγωγικής δύναμης της εργασίας 10 παπούτσια κοστίζουν 10 ευρώ. Τα 10 ευρώ αναλύονται σε 5 ευρώ σταθερό κεφάλαιο(μηχανές, πρώτες ύλες) ,3 ευρώ μεταβλητό κεφάλαιο(αξία αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης) και 2 ευρώ υπεραξία. Άρα το μέρος της υπεραξίας σε σχέση με την αξία της εργατικής δύναμης είναι είναι 2 προς 3 ή στο σύνολο της παραχθείσης αξίας 2/10=20%.
Β. Με αύξηση της παραγωγικής δύναμης της εργασίας 20 παπούτσια κοστίζουν 15 ευρώ. Τα 15 ευρώ αναλύονται σε 10 ευρώ σταθερό κεφάλαιο(νέες μηχανές και 2πλάσιες πρώτες ύλες) και 3 ευρώ μεταβλητό κεφάλαιο(αξία αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης) και 2 ευρώ υπεραξίας. Άρα τα 10 παπούτσια κοστίζουν πλέον στον μεμονωμένο αστό 7,5 ευρώ. Αν τα παπούτσια αυτά πωληθούν στην αγορά στην τιμή των 7,5 ευρώ δεν υπάρχει καμία αύξηση της υπεραξίας(παραβλέπουμε εδώ το γεγονός ότι ενίοτε ο κεφαλαιοκράτης επιλέγει να πουλήσει πολύ χαμηλά για να εξαφανίσει τους ανταγωνιστές του).
Εδώ φθάνουμε στην ουσία και στην απάντηση στο ερώτημα που θέσαμε. Ο Μαρξ λέει ότι «η   πραγματική(wirkliche) αξία ενός εμπορεύματος όμως δεν είναι η ατομική του ,αλλά η κοινωνική του αξία ,δηλ. δε μετριέται με το χρόνο εργaσίας που στοιχίζει πραγματικά στον παραγωγή στην κάθε περίπτωση χωριστά ,αλλά με το χρόνο εργασίας που απαιτείται κοινωνικά για την παραγωγή του»(Το Κεφάλαιο, σελ. 332)[1]. Έτσι όσον αφορά το μεμονωμένο καπιταλιστή η «πραγματική» αξία του εμπορεύματος που παράγει είναι η κοινωνική του αξία και όχι αυτή που κόστισε σε αυτόν. Με άλλα λόγια δεν ενδιαφέρεται η ανταλλαγή για το πόσο κόστισε το εμπόρευμα στον μεμονωμένο κεφαλαιοκράτη, παρά μόνο για τη μέση κοινωνική του αξία. Κατ’ επέκταση ο εργάτης του καινοτόμου αστού παράγει στην ίδια ώρα μεγαλύτερη αξία ή όπως λέει ο Μαρξ η εργασία του είναι υψωμένη σε δύναμη(σελ. 333) «Η εργασία εξαιρετικής παραγωγικής δύναμης δρα σαν εργασία υψωμένη σε δύναμη ή δημιουργεί σε ίσα χρονικά διαστήματα μεγαλύτερη αξία από την κοινωνικά μέση εργασία του ίδιου είδους»). Άρα η «πραγματική»(δηλ. η μέση κοινωνική) αξία των 20 παπουτσιών είναι 20 ευρώ ,η οποία αναλύεται ως εξής: 10 ευρώ σταθερό κεφάλαιο, 3 ευρώ αξία εργατικής δύναμης και 7 ευρώ υπεραξία. Άρα η αναλογία αξίας (αναπαραγωγής)εργατικής δύναμης–υπεραξίας είναι 3/7 ή στο σύνολο της παραχθείσης αξίας 7/10=70%. Με άλλα λόγια έχουμε αλλαγή στην αναλογία αναγκαίου χρόνου και χρόνου υπερεργασίας καθώς παρότι ο εργάτης θα μπορούσε να παράγει την αξία που του χρειάζεται για την αναπαραγωγή στο ήμισυ του παλιού χρόνου, αυτός συνεχίζει να δουλεύει το ίδιο και μάλιστα ο μισθός παραμένει σταθερός.
Γ. Ο αστός μας σκέφτεται βέβαια «αν πουλήσω με 9 ευρώ τα 10 μου παπούτσια και θα έχω κέρδος αφού μου κόστισαν 7,5 ευρώ και θα μπορέσω εφόσον έχω στις αποθήκες μου πλέον 20 παπούτσια να αυξήσω το συνολικό μου μερίδιο στην αγορά των παπουτσιών». Πουλάει λοιπόν με 9 ευρώ τα 10 παπούτσια και του μένει κέρδος 1,5 ευρώ. Εδώ απλά μειώνεται το ποσοστό της υπεραξίας, αλλά φυσικά το γεγονός ότι η απόσπαση σχετικής υπεραξίας αυξάνεται ή με άλλα λόγια αυξάνεται η υπερεργασία παραμένει.

Δ. Η διπλή συμβολή των μηχανών στην παραγωγή
Οκ θα πει κάποιος, «ακόμα και αν αυξάνεται ο χρόνος υπερεργασίας με ποιο δικαίωμα ο εργάτης θα καρπωθεί τις ευεργετικές επιδράσεις της μηχανής όταν ο κεφαλαιοκράτης έχει πληρώσει για να αγοράσει αυτή τη μηχανή
Αν δεν κατανοήσουμε αυτή τη διπλή συμβολή των μηχανών στην παραγωγή ,τότε δεν μπορούμε να κατανοήσουμε ολόπλευρα την παραγωγή σχετικής υπεραξίας.
1) Η μηχανή δεν παράγει νέα αξία παρά μόνο μεταβιβάζει την ενσωματωμένη σε αυτήν αξία στο προϊόν με τη μορφή της φθοράς που υφίσταται συμμετέχοντας στο παραγωγικό προτσές. Εδώ δεν γίνεται λόγος για φυσική φθορά αλλά για παραγωγική φθορά(μεταφορά ύλης από το ένα αντικείμενο στο άλλο). Αυτή η παραγωγική φθορά είναι σταδιακή και έτσι «η μηχανή μπαίνει πάντα ολόκληρη στο προτσές εργασίας αλλά πάντα εν μέρει μόνο στο προτσές αξιοποίησης»(Το Κεφάλαιο, σελ. 402). Αυτό σημαίνει ότι η αξία της μηχανής μεταβιβάζεται στο προϊόν και έτσι αν ο κεφαλαιοκράτης αγοράσει μία ακριβή μηχανή της οποίας η ημερήσια φθορά είναι μεγαλύτερη(μετρούμενη σε αξία) από την παλιά μηχανή ,τότε το εμπόρευμα τουλάχιστον ως προς το σταθερό κεφάλαιο θα είναι πιο ακριβό. Βέβαια οι πιο σύγχρονες μηχανές μπορεί να είναι πιο ακριβές αλλά συνήθως η παραγωγική φθορά τους είναι επίσης εξαιρετικά χαμηλή.
Ας δούμε ένα παράδειγμα: για την παραγωγή μιας αξίας 100 ευρώ τεμαχισμένου ξύλου κάθε μέρα απαιτούνται 2 εργάτες και 2 πριόνια. Μία μηχανή λοιπόν που τεμαχίζει κορμούς και έχει αξία ίση με 1000 ευρώ ,κάθε μέρα θα φθείρεται όλο και περισσότερο και κάποια στιγμή το μέταλλό της θα είναι πλέον άχρηστο. Αν το μέταλλο αχρηστευτεί σε 1000 μέρες, τότε αυτό σημαίνει ότι κάθε μέρα μεταβίβαζε στα προϊόντα που τεμάχιζε αξία ίση με 1 ευρώ. Άρα αν η ημερήσια παραγωγή είχε αξία χ πριν την χρήση της μηχανής ,τώρα έχει αξία χ+1 ευρώ. Αν τώρα πριν την χρήση της μηχανής είχαμε δύο εργάτες και 2 πριόνια άρα το χ=2ε(ργασία) και 2π(ριόνια) ,τώρα έχουμε αντί για πριόνια μία εργαλειομηχανή η οποία από την μία κοστίζει περισσότερο από τα πριόνια  από την άλλη οι δύο εργάτες μπορούν πλέον να κόβουν πολύ περισσότερα ξύλα στον  ίδιο χρόνο εργασίας. Αν ο μεμωνομένος κορμός χρειαζόταν το 1/10 της εργάσιμης μέρας(=αξία αναπαραγωγής εργατικής δύναμης= 10 ευρώ) ενός εργάτη ,τότε κόστιζε στον κεφαλαιοκράτη 1 ευρώ και μαζί με την πρώτη ύλη(0,25 λ.) και το εργαλείο(0,25λ.) 1,5 ευρώ. Τώρα για τον ίδιο κορμό ο εργάτης χρειάζεται 1/50 της εργάσιμης μέρας άρα στο 1/10 έχει τεμαχίσει 5πλάσια ποσότητας ξυλείας. Άρα το κόστος του ενός κορμού είναι πλέον 1/50Χ10=0,25λ+1/50Χ1ευρώ(ημερήσια φθορά μηχανής)=50λ. Παρατηρούμε λοιπόν ότι η αξία της μηχανής που αγόρασε ο καπιταλιστής επιστρέφεται σε αυτόν με την πώληση του προϊόντος του και επομένως ό,τι βάζει σε σταθερό κεφάλαιο υπό κανονικές συνθήκες προσφοράς και ζήτησης του επιστρέφεται μέχρι και την τελευταία δραχμή(αν και θέλω να πιστεύω ότι στο μέλλον δραχμή και κεφάλαιο θα είναι ασύμβατες έννοιες!!).
Όπως είπε ο Μαρξ η εργασία υψηλής παραγωγικότητας είναι εργασία υψωμένη σε δύναμη. Όμως ποιά είναι αυτή η μαγική δύναμη που πολλαπλασιάζει την εργασία και συνάμα δεν ανήκει και στο σταθερό κεφάλαιο; Εδώ περνάμε στη δεύτερη όψη της συμβολής των μηχανών.

2) Για να απαντήσουμε σε αυτό το ουσιώδες ερώτημα, πρέπει να δούμε από πού προέρχεται αυτή η διαφορά, δηλ. αυτή η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Αν αφαιρέσουμε από το εργαλείο ή τη μηχανή «το μέσο καθημερινό τους κόστος, ή το συστατικό της αξίας που προσθέτουν στο προϊόν με τη μέση καθημερινή φθορά τους και με την κατανάλωση βοηθητικών υλών ,λ.χ. λαδιού, κάρβουνου κλπ. θα δούμε ότι λειτουργούν δωρεάν, ακριβώς όπως οι φυσικές δυνάμεις που υπάρχουν χωρίς τη συμβολή του ανθρώπου»(στο ίδιο, σελ. 403). Η τελευταία αυτή φράση είναι το κλειδί για να κατανοήσουμε την απόσπαση σχετικής υπεραξίας. Χρειάζεται όμως επεξήγηση.
 Αν ένας κορμός ζυγίζει 200 κιλά ο εργάτης όσες ώρες και να παιδεύεται δεν θα καταφέρει να τον σηκώσει. Αν όμως έρθουν άλλοι 2 γεροδεμένοι εργάτες τότε ο ο κορμός ως δια μαγείας μπορεί να σηκωθεί. Εννοείται πως ο κάθε εργάτης θα αμειφθεί για το κομμάτι που παρήγαγε σαν να σήκωνε 200 κιλά δια του 3. Όμως είδαμε ότι αν οι εργάτες αυτοί δούλευαν ξεχωριστά ο κορμός θα παρέμενε στη θέση του. Παρόλα αυτά «δε στοιχίζουν τίποτα στο κεφάλαιο οι παραγωγικές δυνάμεις που απορέουν από τη συνεργασία και τον καταμερισμό της εργασίας», τις οποίες μπορεί να χαρακτηρίσει κανείς ως «φυσικές δυνάμεις της κοινωνικής εργασίας»(σελ. 401). Η επιστήμη τώρα εκμεταλλεύται ,αξιοποιεί τις δυνάμεις της φύσης προς όφελος της παραγωγής. Οι ίδιες οι ιδιότητες των φυσικών δυνάμεων παρέχονται απλόχερα και δεν κοστίζουν τίποτα. Επιπλέον  «ό,τι γίνεται με τις φυσικές δυνάμεις ,το ίδιο γίνεται και με την επιστήμη. Όταν έχει πια ανακαλυφθεί ,δε στοιχίζει ούτε πεντάρα ο νόμος για την παρέκκλιση της μαγνητικής βελόνας στο πεδίο δράσης ενός ηλεκτρικού ρεύματος ή για την παραγωγή μαγνητισμού στο σίδερο που γύρω του κυκλοφορεί ηλεκτρικό ρεύμα»(σελ. 401). Επομένως η αυξημένη παραγωγικότητα της εργασίας δεν προέρχεται παρά μέσα από την συνεισφορά της επιστήμης ,την οποία το κεφάλαιο θέτει υπό την κυριαρχία του για να κερδοφορήσει από αυτή. Όλος ο σύγχρονος τεχνολογικός εξοπλισμός των εργοστασίων στηρίζεται όχι μόνο στην εφαρμοσμένη έρευνα που χρηματοδοτεί η εκάστοτε επιχείρηση αλλά στη βασική έρευνα ,η οποία διεξάγεται από τους επιστήμονες εδώ και τουλάχιστον 3 αιώνες. Επομένως δεν στέκει το επιχείρημα ότι το κεφάλαιο χρηματοδοτεί την έρευνα και ένα πολύ απλό παράδειγμα είναι ότι ο Νεύτωνας διατύπωσε τους νόμους της βαρύτητας ,όμως καμία αεροπορική εταιρία δεν καταβάλει στον Νεύτωνα το αντίτιμο της εργασίας ακριβώς γιατί η επιστημονική γνώση έχει γίνει πλέον κτήμα της ανθρωπότητας. Είναι εδώ που αγγίζουμε τα όρια της εφαρμογής του νόμου της αξίας αλλά όχι από την σκοπιά ότι δεν μπορεί μπορεί να εξηγήσει την νέα κατάσταση αλλά από τη σκοπιά ότι ο ΚΤΠ και οι μέθοδοί του συναντούν στην ίδια τους την ανάπτυξη όλο και μεγαλύτερα εμπόδια που τους καθιστούν όλο και πιο παρασιτικούς για την ανθρωπότητα[2].  Επιπλέον παρατηρούμε εδώ μία αντιφατική χρησιμοποίηση της γνώσης ,από την μία ο κεφαλαιοκράτης ευνοείται ακριβώς από το γεγονός ότι η γνώση είναι κοινό κτήμα και η πρόσβαση σε αυτήν είναι ελεύθερη και από την άλλη ο ίδιος προσπαθεί να χειραγωγήσει τα εκάστοτε ερευνητικά αποτελέσματα που παράγονται υπό την χρηματοδότησή του ,έτσι ώστε να έχει μόνο αυτός το εκάστοτε τεχνολογικό πλεονέκτημα στον ανταγωνισμό  με τους υπόλοιπους. 
Επομένως το κεφάλαιο οικειοποιείται την δυνατότητα της φύσης για δωρεάν υπηρεσίες ,την οποία δυνατότητα μετατρέπει σε πραγματικότητα(και μάλιστα σε τελική ανάλυση δωρεάν) η επιστήμη. Προσοχή! Δεν είναι η επιστήμη που αυξάνει την παραγωγικότητα της εργασίας· αυτή είναι ιδιότητα των μηχανών· η επιστήμη απλά διαμορφώνει τις προϋποθέσεις για να μπορέσουμε να αξιοποιήσουμε αυτή τη δυνατότητα της φύσης.
Τέλος πρέπει να πούμε σε σύνδεση και με το θεμα του προηγούμενου κειμένου μας για την άυλη εργασία ότι παρατηρούμε την εξής αντίφαση: Από την μία, η μεμονωμένη επιστημονική εργασία μετριέται με βάση το νόμο της αξίας και άρα αμείβεται με μεταβλητό κεφάλαιο και από την άλλη, η «νεκρή» επιστημονική εργασία, δηλ. η ήδη γνωστή σε όλους επιστημονική γνώση παρέχεται δωρεάν όπως μία φυσική δύναμη. Αυτή η αντίφαση είναι κάτι που δεν ισχύει για την «νεκρή» εργασία στην υλική παραγωγή, καθώς το μηχάνημα στο οποίο αποκρυσταλλώνεται νεκρή εργασία πωλείται στην αξία του. Έτσι η ατομική διανοητική εργασία από την μία αποτιμάται με βάση το νόμο  της αξίας και από την αλλή όταν πια γίνεται κτήμα της ανθρωπότητας γίνεται δωρεάν παραγωγική δύναμη για το κεφάλαιο. Είναι μία αντίφαση που δεν μπορεί να λυθεί παρά μόνο σε έναν ανώτερο τρόπο παραγωγής.

2ος τρόπος απόσπασης σχετικής υπεραξίας

Χαρακτηριστικό: αύξηση του ποσοστού σχετικής υπεραξίας λόγω της μείωσης αξίας αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης διαμέσου της αύξησης της παραγωγικής δύναμης της μέσης κοινωνικής εργασίας στα είδη κατανάλωσης.
Είδαμε λοιπόν με ποιο τρόπο ο μεμονωμένος κεφαλαιοκράτης τοποθετεί την επιχείρησή του σε πλεονεκτική θέση σε σχέση με τους υπόλοιπους. Όμως οι ανταγωνιστές αφενός για να μην τους εξαφανίσει αφετέρου γιατί θέλουν μεγαλύτερο μερίδιο στην αγορά ,αλλάζουν με την σειρά τους τα μηχανήματά τους και αυξάνουν την παραγωγικότητα της εργασίας. Για λόγους ευκολίας ας πούμε ότι την αυξάνουν εξίσου με τον πρώτο. Άρα πλέον η μέση κοινωνική αξία του προϊόντος πέφτει και ο πρώτος χάνει το συγκριτικό του πλεονέκτημα. Ας υποθέσουμε επίσης ότι αυτό δεν ισχύει μόνο στον κλάδο των παπουτσιών αλλά σε όλους τους κλάδους της παραγωγής. Αυτό σημαίνει ότι πλέον το κόστος παραγωγής των παπουτσιών(αλλά κατ’ αναλογία και των παλτών ,των φυτοφαρμάκων κτλ.) έπεσε από το 1 ευρώ το τεμάχιο στο 0,75 ευρώ.
Ο δεύτερος αυτός τρόπος δεν αφορά πλέον τον μεμονωμένο καπιταλιστή αλλά το σύνολο σχεδόν της αστικής τάξης, η οποία μέσω του ανταγωνισμού οδηγείται χωρίς να το επιδιώκει και να το συνειδητοποιεί στην ελάττωση του αναγκαίου χρόνο εργασίας. Στην αρχή ορίσαμε τον αναγκαίο χρόνο εργασίας ως τον χρόνο που χρειάζεται να δουλέψει ο εργάτης ,άρα ως την αξία που πρέπει να παράξει ώστε να μπορεί να αγοράσει την ποσότητα των μέσων επιβίωσης αυτού και της οικογένειάς του. Φυσικά ο εργάτης δεν αγοράζει χαλιά πολυτελείας και πορσελάνες. Όταν λοιπόν με απλά λόγια φθηναίνουν τα αγαθά που καταναλώνει ο εργάτης, ο τελευταίος θεωρητικά μπορεί να δουλεύει λιγότερο και να παίρνει κατ’ αναλογία μικρότερο μισθό και παρ’ όλα αυτά να έχει την ίδια καταναλωτική δύναμη με πριν. Όμως αυτό που συμβαίνει στην κεφαλαιοκρατία είναι να μειώνεται ο μισθός του εργάτη μιας και έχει μειωθεί το κόστος αναπαραγωγής του και οι ώρες εργασίας να παραμένουν ίδιες.







[1] ή στο πρώτο κεφάλαιο λέει «…το μέγεθος της αξίας μιας ορισμένης αξίας χρήσης καθορίζεται μόνο από την ποσότητα της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας ή από το χρόνο εργασίας που είναι κοινωνικά ανακαίος για την παραγωγή της»(σελ. 53)
[2] Εδώ αναφύεται ένα πρόβλημα που μόνο η διαλεκτική λογική μπορεί να λύσει. Επειδή είναι κομβικής σημασίας θα το αναλύσω αυτόνομα στο επόμενο ποστ που θα κάνω.

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012

Σκέψεις πάνω το ζήτημα του προσδιορισμού της σημερινής εργατικής τάξης


ο τίτλος είναι "σκέψεις" και όχι απαραίτητα απαντήσεις γιατί το ζήτημα είναι σύνθετο και δεν θεωρώ τον εαυτό μου έτοιμο για να ισχυρίζομαι ότι κατέχω βέβαιες απαντήσεις. Με αυτό το κείμενο θέλω να συμβάλλω κυρίως στην χάραξη κατεύθυνσης που θα σέβεται την συστηματικότητα της επιστημονικής σκέψης του Μαρξ και την κατανόηση της κεφαλαιοκρατίας ως οργανικό όλο. Από εκεί και πέρα δεν μπόρεσα να αντισταθώ στον πειρασμό να διατυπώσω και κάποια κριτική στην περίφημη "άυλη εργασία". Το κείμενο γράφτηκε με αφορμή κάποιες ερωτήσεις ενός συντρόφου πάνω σε ένα άλλο ,παλιό κείμενό μου για τον Πουλαντζά.

Μέρος πρώτο
Το πρόβλημα ξεκινάει από το αν αντιλαμβάνεται κανείς την κεφαλαιοκρατία(ως τρόπο παραγωγής και ως κοινωνικό σχηματισμό) ως ολότητα ή αντίθετα ως μία δομή(με την έννοια της στίβας) από σχέσεις. Κατά τη γνώμη μου μόνο μία προσέγγιση του αντικειμένου ως οργανικού όλου μπορεί να προωθήσει την έρευνα. Εντός της ολότητας οι σχέσεις των πλευρών είναι ιεραρχημένες(Είναι-Ουσία-Φαινόμενο-Πραγματικότητα) και επομένως κάθε πλευρά επιτελεί ένα συγκεκριμένο ρόλο που προσδιορίζεται από το όλο και συνάμα προσδιορίζει το όλο.
Αν γίνουν δεκτές οι παραπάνω προκείμενες ,τότε μπορεί κανείς να πει ότι το βασικό κριτήριο για να ισχυριστεί κανείς ότι ένας μισθωτός ανήκει στην εργατική τάξη είναι αν συμβάλλει στην παραγωγή υπεραξίας «Η κεφ. παραγωγή δεν είναι μόνο παραγωγή εμπορευμάτων ,είναι στην ουσία παραγωγή υπεραξίας…δεν είναι πια αρκετό ότι γενικά παράγει.Πρέπει να παράγει υπεραξία. Παραγωγικός είναι μον΄χα ο εργάτης εκείνος ,που παράγει υπεραξία για τον κεφαλαιοκράτη ή που εξυπηρετεί την αυτοαξιοποίηση του κεφαλαίου»(Το Κεφάλαιο, σελ 525). Ο Βαζιούλιν χαρακτηρίζει την υπεραξία ως την ουσία του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, αφού μέσω αυτής γεννάται κεφάλαιο. Μόνο αν ξεκινήσουμε λοιπόν από αυτό που είναι ουσία του οργανικού όλου που λέγεται ΚΤΠ ,θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε το θέμα των τάξεων.
Το χειρόγραφο του τρίτου τόμου του Κεφαλαίου κόβεται όταν αρχίζει να μιλά ο Μαρξ για το θέμα των τάξεων. Αυτό δείχνει ότι στο σχεδιάγραμμα που είχε στο μυαλό του ο Μαρξ οι τάξεις δεν προσδιορίζονται απευθείας από την παραγωγή ή όχι υπεραξίας. Αυτό πήγε να κάνει ο Πουλαντζάς με το περί ου ο λόγος βιβλίο του, να πιάσει το νήμα από το σημείο που άφησε ο Μαρξ. Όμως αν δεν έχεις κατανοήσει σε βάθος όχι μόνο το οικονομικό περιεχόμενο του Κεφαλαίου αλλά και τη λογική δομή του(βλ. και τον αφορισμό του λένιν για όσους διάβασαν το κεφάλαιο χωρίς να ξέρουν χέγκελ) ,πόσο μάλλον αν εκκινείς κιόλας από  αντιεγελιανές ,δομιστικές φιλοσοφικές αφετηρίες ,τότε δεν μπορείς να συμβάλεις στην δημιουργική ανάπτυξη του μαρξισμού. Και αν το καταφέρεις ,τότε σίγουρα η συνεισφορά σου δεν θα είναι ως προς την κεντρική αρτηρία του μαρξισμού αλλά επιμέρους.
Έτσι έκανε και ο Πουλαντζάς ο οποίος θεωρεί σημαντικότερο κριτήριο το ότι ο μηχανικός κατέχει το μυστικό της γνώσης, ασκεί εποπτεία και κάνει διαν. εργ.  από το ότι παράγει υπεραξία. Κατά τη γνώμη μου όλα αυτά είναι της ίδιας κοπής με το επιχείρημα ότι ο δικηγόρος που δουλεύει σε δικηγορική εταιρεία δεν είναι εργατική τάξη επειδή ασχολείται με το δίκαιο και το δίκαιο είναι ταξικό. Αλλά τότε πως εξηγούν την ακόλουθη φράση του Μάρξ για το δάσκαλο( που ανήκει κατά τους αλτουσεριανός στον ΙΜΚ της εκπαίδευσης): «Αν έχουμε το δικαίωμα να διαλέξουμε ένα παράδειγμα έξω από την σφαίρα της υλικής παραγωγής, τότε ένας δάσκαλος είναι παραγωγικός εργάτης ,όταν όχι μόνο επεξεργάζεται παιδικά κεφάλια, μα τσακίζεται και ο ίδιος στη δουλειά για να πλουτίζει ο επιχειρηματίας…η έννοια λοιπόν του παραγωγικού εργάτη…περικλείνει και μια σχέση παραγωγής ειδικά κοινωνική, που έχει γεννηθεί ιστορικά και βάζει στον εργάτη τη σφραγίδα του άμεσου μέσου αξιοποίησης του κεφαλαίου»(Το Κεφάλαιο, 525). Κατά τη γνώμη μου ο παραγωγικός εργάτης είναι εργατική τάξη. Εφόσον αναπαράγει αυτό που είναι η ουσία της κεφαλαιοκρατίας ,άρα εφόσον αποσπάσται από αυτόν υπεραξία, με άλλα λόγια εφόσον τα κέρδη τους είναι η φτώχεια του ,τότε αυτός είναι ένας πόλος της αντίφασης κεφαλαίου εργασίας.
Φυσικά τα μυστικά της γνώσης ή τα μικροαστικά κατάλοιπα είναι υπαρκτά αλλά βρίσκονται στη σφαίρα του εποικοδομήματος και άρα παίζουν ρόλο στο «δια εαυτό»(ταξική συνείδηση) της εργατικής τάξης και όχι στο «καθ’ εαυτό». Για να είμαστε βέβαια ακριβείς εδώ πρέπει να πούμε ότι σε ορισμένες περιπτώσεις θα πρέπει να ορίσουμε τις τάξεις όχι στα πλαίσια του ΚΤΠ αλλά στα πλαίσια της καταπιλιστικής κοινωνίας. Έτσι ενδεχομένως κάποια επαγγέλματα παρότι μπορεί να παράγουν υπεραξία να μην ανήκουν εντέλει στην εργατική τάξη. Η εργατική τάξη προσδιορίζεται από τα κοινά αντικειμενικά συμφέροντα των μελών της. Χωρίς να είμαι βέβαιος στο μυαλό μου έρχεται το παράδειγμα των χρηματιστών ,των οποίων το επάγγελμα συνδέεται με το σκληρό πυρήνα της καπιταλιστικής οικονομίας. Το επάγγελμα αυτό μετά την επανάσταση δεν θα απονεκρωθεί όπως πχ. του δικηγόρου αλλά θα καταργηθεί μαζί με το χρηματιστήριο. Βέβαια αυτοί οι μισθωτοί στον καπιταλισμό μπορεί και να γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης. Ανεξαρτήτως συγκεκριμένου παραδείγματος η πραγμάτευση των τάξεων θα πρέπει να γίνει με συστηματικό τρόπο και όχι πετώντας στον αέρα αυθαίρετα κριτήρια. Αυτό καθίσταται εφικτό μόνο μέσα από το πρίσμα της θεώρησης της κεφαλαιοκρατίας ως οργανικού όλου.
Πιστεύω ότι ο μηχανικός σαφέστατα ανήκει στο συλλογικό εργάτη. Αλλά και να μην βρισκόταν στην οικοδομή δεν αλλάζει η ουσία του πράγματος. Το κεφάλαιο αρχικά χρησιμοποιεί την επιστήμη εξωτερικά χωρίς να την υποτάσσει. Σταδιακά όμως και όσο η ανάγκη για αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας γίνεται όλο και πιο επιτακτική, η επιστημονική εργασία γίνεται τμήμα της υλικής παραγωγής, με άλλα λόγια η εργασία του επιστήμονα-ερευνητή ανταλλάσσεται με μεταβλητό κεφάλαιο και όχι με εισόδημα. Από εδώ αρχίζει το πρώτο στάδιο της υπαγωγής της επιστήμης στο κεφάλαιο. Σε αυτό το πρώτο στάδιο η επιστήμη συνεπικουρεί την υλική παραγωγή(θα δείξουμε στην συνέχεια ότι υπάρχει και δεύτερο στάδιο). Αυτό μπορεί να το δει κανένας και εξ αντανακλάσεως στο εποικοδόμημα με την επιχειρηματικοποίηση-παραγωγικοποίηση του πανεπιστημίου. Αυτή η υπαγωγή που συντελέστηκε στην παραγωγή πριν ας πούμε 100 χρόνια(το νούμερο είναι εντελώς προσεγγιστικό) ,άρχισε να αντανακλάται τα τελευταία 20 χρόνια και στο πάντα πιο δυσκίνητο εποικοδόμημα.
Μέρος δεύτερο: Άυλη εργασία
Πολλοί ισχυρίζονται ότι ο γιατρός ,ο δικηγόρος και πολλοί άλλοι δεν είναι την σήμερον ημέρα εργατική τάξη ακόμα και αν δουλεύουν σε ιδιωτικές εταιρείες, επειδή δεν παράγουν αξία και άρα ούτε υπεραξία. Καταρχάς κάτι εμπειρικό. Ο κεφαλαιοκράτης που έχει την εταιρεία προφανώς βγάζει υπερκέρδος από την εργασία των υπαλλήλων του ,γιατί αλλιώς δεν θα είχε κίνητρο να την ανοίξει. Άρα υπάρχει σχέση εκμετάλλευσης(εργασιακή σχέση) και όχι σύμβαση έργου. Αυτό νομίζω είναι μια πρώτη ένδειξη. Βέβαια σε αυτό θα απαντήσουν ότι απλά η υπερεργασία του δικηγόρου παρεμβαίνει εδώ στην κατανομή της υπεράξιας μέσα στο κεφάλαιο προκαλώντας μεταφορές της υπεράξιας που προήλθε από την παραγωγική εργασία προς όφελος του κεφαλαίου που ιδιοποιείται την εργατική του δύναμη. Ποιο είδος λοιπόν εργασίας παράγει αξία;; Παράγει η άυλη εργασία υπεραξία;;
Πρώτα απ’ όλα στον Μαρξ υπάρχει η συγκεκριμένη εργασία που παράγει αξίες χρήσης και η αφηρημένη εργασία που είναι η υπόσταση της αξίας. Όσον αφορά την αξία χρήσης ήδη ο Μαρξ στην πρώτη σελίδα του Κεφαλαίου λέει ότι «η φύση  αυτών των αναγκών ,αν λ.χ. προέρχονται από το στομάχι ή από τη φαντασία, δεν αλλάζει σε τίποτα την υπόθεση. Δεν πρόκειται εδώ για το πώς το πράγμα ικανοποιεί την ανθρώπινη ανάγκη ,αν την ικανοποιεί άμεσα σαν μέσο συντήρησης ,δηλαδή σαν μέσο απόλαυσης ή έμμεσα σαν μέσο παραγωγής»(σελ. 49). Επομένως αρκεί ένα πράγμα να ικανοποιεί μία ανάγκη ,όποια και αν είναι αυτή· και δεν υπάρχει θα συμφωνήσουμε μεγαλύτερη από την προστασία της ελευθερίας, της ιδιοκτησίας(δικηγόρος) και της ζωής(γιατρός). Η αξία τώρα δεν είναι παρά η «αφαίρεση από την αξία χρήσης των προϊόντων εργασίας»(σελ. 52). Αν λοιπόν δεχτούμε ότι οι παραπάνω εργασίες ικανοποιούν ανάγκες ,τότε παράγουν αξίες χρήσης και συνάμα παράγουν αξία. Αν παράγουν αξία ,τότε είναι δυνατό να παράγουν και υπεραξία κτλ.
Φυσικά θα ρωτήσει κάποιος «ο δικηγόρος που δουλεύει μόνος του κάνει την ίδια δουλεία με τον έμμισθο και άρα παράγει και αυτός αξία;». Εδώ ακριβώς μπαίνει η ουσιαστική διάκριση που χαρακτηρίζει τον ΚΤΠ από όλους του υπόλοιπους τρόπους παραγωγής. Ο έμμισθος δικηγόρος πουλάει την εργατική του δύναμη όχι στον πελάτη αλλά στο αφεντικό, ενώ ο ελεύθερος δικηγόρος πουλάει το προϊόν της εργασίας του στον πελάτη. Έτσι στη μία περίπτωση η αξία της εργατικής δύναμης του δικηγόρου ανταλλάσσεται με το κόστος αναπαραγωγής του(μεταβλητό κεφάλαιο) ,ενώ στην άλλη περίπτωση ανταλλάσσεται με  το εισόδημα του πελάτη και μάλιστα ισοδύναμα με το ύψος της παρηγμένης αξίας. Έτσι η παραγωγή αξίας συνδέεται πάντα με την παραγωγή υπεραξίας ,μιλώντας με τις κατηγορίες της λογικής το Είναι(εμπόρευμα,αξία) δεν υπάρχει ως τέτοιο παρά μόνο στη σύνδεσή του με την Ουσία, το Είναι είναι πάντα προσδιορισμένο από την Ουσία. Παρόλα αυτά το Είναι ως εκφράζον την σπείρα του ανηρημένου παρελθόντος της Κεφαλαιοκρατίας μπορεί να εμπεριέχει και στοιχεία από προηγούμενους τρόπους παραγωγής. Εξού και ο αυταπασχολούμενος δικηγόρος παράγει αξία και επηρεάζει την μέση κοινωνική εργασία, αλλά δεν ανήκει στον ΚΤΠ.
Ας πάμε τώρα στον Νέγκρι…
Ο Νέγκρι λέει ότι στην άυλη εργασία καταργούνται τα σύνορα ανάμεσα στον χρόνο εργασίας και στον χρόνο ανάπαυσης. Η εργασία παραμένει κατά τα λεγόμενά του «η θεμελιώδης πηγή της αξίας στην καπιταλιστική παραγωγή» αλλά πρέπει να ερευνήσουμε το είδος αυτής της εργασίας και τις χρονικότητές της(the Multitude σελ. 145 αγγλ. μτφ). Ο εργαζόμενος μπορεί να παράγει ιδέες οποιαδήποτε στιγμή σε αντίθεση με το βιομηχανικό εργάτη. Έτσι παύει πλέον να είναι ο χρόνος εργασίας το μέτρο της αξίας και κατ’ επέκταση δεν μπορεί να ισχύει ούτε η υπεραξία ,καθώς αυτή σύμφωνα με τον Νέγκρι είναι η ποσοτική σχέση αναγκαίου χρόνου εργασίας-υπεργασίας, αξίας-υπεραξίας.  
Μία πρώτη παρατήρηση είναι η εξής: ο Μαρξ δεν είπε ποτέ ότι υπάρχει ένα οικονομικό όριο το οποίο απαγορεύει να επεκταθεί η εργάσιμη μέρα σε όλο το 24 της ζωής του εργάτη. Τα όρια είναι φυσικά(φυσική εξάντληση) και κοινωνικά(ταξική πάλη, νόμοι).Άλλωστε υπήρχαν εργάτες που δούλευαν και 16 ώρες το 24ώρο. Το γεγονός ότι δεν γίνεται να επεκταθεί η εργασία και στις 24 ώρες της ζωής του εργάτη δεν είναι αδυναμία του ΚΤΠ αλλά φυσικό όριο. Θεωρητικά αν ανακαλύψουμε τρόπο οι εργάτες να δουλεύουν 24 ώρες το 24ωρο το κεφάλαιο άνετα θα εφάρμοζε το 24ωρο. Στο βαθμό λοιπόν που αλλάζει ο τρόπος εργασίας και πλέον η εργασία είναι πνευματική και άρα στηρίζεται στην έμπνευση της στιγμής είναι πράγματι δυνατό ο εργαζόμενος να «εργάζεται» και στον «ελεύθερο» χρόνο του. Και έτσι να γίνονται δυσδιάκριτα τα όρια. Όμως αυτό δεν αναιρεί σε καμία περίπτωση το γεγονός ότι και πάλι το μέτρο της εργασίας είναι ο χρόνος. Το αν ο εφευρέτης βιντεοπαιχνιδιών ή ο μισθωτός αρχιτέκτονας σκεφτεί κάτι πρωτότυπο στη βόλτα του στο πάρκο με τη σύζυγο δεν αλλάζει το γεγονός ότι ο χρόνος εργασίας του μετριέται σε ώρες. Εξού και αν αναθέσεις σε κάποια αρχιτεκτονική εταιρεία ένα έργο πάρα πολύ σύνθετο και πρωτότυπο θα σου στοιχίσει πανάκριβα ακριβώς γιατί θα πρέπει να σπαταλήσουν πολύ περισσότερο χρόνο συνολικά, άσχετα αν αυτό δεν περιλαμβάνει μόνο τη δουλειά στο γραφείο αλλά και την ώρα που ανακατεύει το φαγητό που μαγειρεύει(και που όπως γίνεται στο χόλιγουντ τα αφήνει όλα και τρέχει να γράψει την ιδιοφυή ιδέα που του ήρθε) .Το μόνο που καταφέρνει η παρατήρηση του Νέγκρι είναι να εφιστήσει την προσοχή των μαρξιστών μελετητών για τις νέες δυσκολίες που έχει η μέτρηση του χρόνου εργασίας. Δεν αναιρείται όμως σε καμία περίπτωση η λειτουργία του χρόνου εργασίας ως μέτρου.
Πρέπει πάντως εδώ να πούμε και το εξής: ο χρόνος ως μέτρο της εργασίας δεν είναι κάτι που ο Μαρξ το εφηύρε για να δικαιολογήσει την εκμετάλλευση. Είναι ο τρόπος με τον οποίο ο ΚΤΠ μετράει την εργασία ,είναι το μέτρο όπως διαμορφώνεται στα πλαίσια του ΚΤΠ. Ο Μαρξ ανακάλυψε κάτι που υπήρχε απλώς δεν ήταν εμφανές εμπειρικά. Επομένως το γεγονός ότι η δ.ε. είναι γενικά ασύμβατη με την μέτρηση της από το χρόνο δεν σημαίνει πως το κεφάλαιο δεν εξακολουθεί να μετρά με βάση το χρόνο. Πράγματι πώς μπορεί κανείς αξιολογήσει ένα τραγούδι ή μια ζωγραφιά με βάση το χρόνο που δαπανήθηκε για να συλλάβει ο καλλιτέχνης την έμπνευση και στη συνέχεια να την υλοποιήσει; Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το κεφάλαιο δεν υπαγάγει υπό την εξουσία του αυτά τα πρώην μικροαστικά επαγγέλματα. Αυτό δεν σημαίνει ότι το κεφάλαιο δεν μετρά ακόμα και την διανοητική εργασία με σε ώρες. Άκριβώς το άβολο και ανόητο του να μετράει κανείς την δ.ε. με κριτήριο το χρόνο δείχνει πόσο εγκλωβίζεται το πνεύμα από τις κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής. Μάλιστα το γεγονός αυτό φαίνεται και στην εκπαίδευση όπου με τις ects και με όλη αυτή την αναδιάρθρωση ουσιαστικά εισάγονται κριτήρια αγοράς(ποσοτικά) εντελώς ασύμβατα με την ίδια την εκπαίδευση. Το μόνο που μπορούμε λοιπόν να απαντήσουμε στον Νέγκρι ευρισκόμενοι και εμείς οι ίδιοι πάνω από την πυρά του δημοσίου πανεπιστημίου και της επιστημονικής σκέψης είναι το τροποποιημένο γαλιλαιϊκό «και όμως ισχύει…».
Όμως αν πούμε ότι ο χρόνος εργασίας είναι ανεπαρκές μέτρο, τότε ποιό πράγμα είναι κατάλληλο για να μετρήσει την αξία και άρα την υπεραξία;
Η δεύτερη παρατήρηση είναι για αυτό το περίφημο «κοινό» που παράγει η άυλη εργασία. Ορθά ο Νέγκρι λέει ότι η παραγωγή εικόνων,ιδεών ,γνώσεων παράγεται σε συνεργασία με την παρελθούσα και παρούσα σκέψη άλλων (the Multitude ,σελ. 147). Πλέον «το κοινό έχει γίνει ο τόπος απόσπασης υπεραξίας…πρέπει να δούμε την εκμετάλλευση ως απαλλοτρίωση του κοινού»(σελ.150) .Επίσης ορθά παρατηρεί ο Νέγκρι σε κάποιο σημείο ότι στην συνεργατική παραγωγή της προ- και μανουφακτουρικής περιόδου η συνεργασία είναι υποκειμενική και εξωτερικά επιβεβλημένη από το κεφάλαιο. Αυτό είναι κάτι που το αναγνωρίζει και ο Μαρξ: «στην απλή συνεργασία ακόμα και στην συνεργασία την ειδικευμένη από  τον καταμερισμό της εργασίας, εξακολουθεί να φαίνεται ακόμα σαν τυχαίο γεγονός η εκτόπιση του μεμονωμένου εργάτη από τον κοινωνικοποιημένο εργάτη»(Το Κεφάλαιο σελ. 401) αντίθετα στην μεγάλη βιομηχανία «ο συνεργατικός χαρακτήρας του προτσές εργασίας γίνεται τώρα τεχνική ανάγκη, που υπαγορεύεται από τη φύση του ίδιου του μέσου εργασίας»(σελ. 401). Άρα αυτό «κοινό» δεν είναι καινούργιο ούτε για τον κλασσικό μαρξισμό ούτε για την κεφαλαιοκρατία. Πρόκειται για την επιστήμη, η οποία καθιστά την συνεργασία εγγενές στοιχείο του παραγωγικού προτσές και είναι το προτσές παραγωγής σχετικής υπεραξίας που μετατρέπει την επιστήμη σε παραγωγική δύναμη. Ο Μαρξ λέει μάλιστα πως οι μηχανές αν αφαιρέσεις κανείς την καθημερινή παραγωγική τους φθορά ,η οποία ισούται με την μεταβίβαση αξίας στα προϊόντα εργασίας, λειτουργούν δωρεάν σαν τις δυνάμεις της φύσης(σελ. 402,403). Αυτή η δωρεάν λειτουργία τους είναι που αυξάνει την παραγωγικότητα της εργασίας και συμβάλλει στην παραγωγή σχετικής υπεραξίας. Ως φυσική δύναμη λειτουργεί ο έστω και τεχνιτός καταμερισμός της εργασίας στην μανουφακτούρα: «είδαμε ότι δε στοιχίζουν τίποτα στο κεφάλαιο οι παραγωγικές δυνάμεις που απορέουν από τη συνεργασία και τον καταμερισμό της εργασίας. Είναι φυσικές δυνάμεις της κοινωνικής εργασίας»(401). Αυτό λοιπόν το «κοινό» που περιγράφει ο Νέγκρι είναι στην πραγματικότητα η φυσική δύναμη της κοινωνικής εργασίας που στην σημερινή εποχή, όπου η διανοητική εργασία στο δυτικό κόσμο  κατέχει «ηγεμονική» θέση, είναι πολλαπλάσια από την εποχή του Μαρξ.
Αρχικά να πούμε ότι σήμερα δεν πρέπει να γίνεται λόγος μόνο για επιστημονική αλλά και για καλλιτεχνική δραστηριότητα. Έτσι είναι ορθότερο να μιλάμε για διανοητική εργασία που περιλαμβάνει την επιστήμη και την καλλιτεχνική δραστηριότητα. Η διαφορά που παρατηρείται σήμερα είναι ότι πλέον η σχέση  διανοητικής εργασίας και υλικής παραγωγής έχει φθάσει σε ένα τρίτο στάδιο. Το πρώτο στάδιο ήταν η αδιαφορία(πριν την βιομηχανική επανάσταση και σε μια εποχή που παραγόταν κυρίως απόλυτη υπεραξία) ,το δεύτερο στάδιο η υπαγωγή της πρώτης στην δεύτερη και το τρίτο στάδιο είναι η σχετική αυτονόμηση της διανοητικής εργασίας από την υλική παραγωγή. Όμως η δ.ε. δεν αυτονομείται και από το ίδιο το κεφάλαιο παρά μόνο από την υλική παραγωγή. Αυτό το στάδιο το διακρίνει ορθά ο Νέγκρι αλλά το ερμηνεύει κατά τη γνώμη μου με ένα τρόπο που δεν σέβεται τις εσωτερικές νομοτέλειες που διέπουν την επιστήμη της πολιτικής οικονομίας. Διακρίνει με ευφυία το νέο αλλά δεν καταφέρνει να το κατανοήσει εννοιακά και μένει σε μία εμπειρική στην πραγματικότητα απεικόνισή του. Υπάρχουν 2 απευκταίοι τρόποι που μπορεί να κινηθεί ένας επιστήμονας που έρχεται αντιμέτωπος με μία νέα ανακάλυψη,ο δογματικός και ο ρεβιζιονιστικός. Ο δογματικός προσπαθεί να χωρέσει το νέο στα μέτρα του παλιού και ο ρεβιζιονιστικός προσπαθεί να εξαφανίσει το παλιό προς όφελος του νέου. Κανένας από τους δύο δεν αρμόζει σε ένα διαλεκτικά σκεπτόμενο στοχαστή.
Η αυτονόμηση της δ.ε. από την υλική παραγωγή στην πραγματικότητα δείχνει από την μία ότι ήδη  εντός της κεφαλαιοκρατίας αναπτύσσεται η δ.ε. ως αυτοσκοπός που καλύπτει πλέον όχι ανάγκες επιβίωσης(άρα που συνδέεται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο με την υλική παραγωγή) αλλά απόλαυσης, που παράγει(προσφέρει) αγαθά με βάση τις αρχές της ομορφιάς και ψυχαγωγίας. Έτσι η επιστήμη και η δ.ε. αναδεικνύουν τις νέες δυνατότητες για μια εργασία δημιουργική. Από την άλλη, αυτή η εργασία θα αναπτυχθεί πλήρως όταν θα καταργηθεί η ατομική ιδιοποίησή της και όταν θα εξαλειφθεί η χειρωνακτική εργασία. Γιατί η δ.ε. ενός εργαζόμενου που από τη φύση της ενώνεται με την εργασία των υπολοίπων ,ταυτόχρονα εντός της κεφαλαιοκρατίας διχοτομείται βαθιά από το κριτήριο της κερδοφορίας. Έρευνες επιστημονικές μένουν κρυφές, η πρόσβαση στην γνώση είναι δαπανηρή(πχ. επιστημονικά περιοδικά που πρέπει να πληρώσεις για να λαμβάνεις) ,η έρευνα δεν αναπτύσσεται με βάση τις εσωτερικές της νομοτέλειες αλλά με βάση την κερδοφορία κτλ.
Επομένως αυτό που θα έπρεπε να παρατηρήσουμε όσον αφορά την άυλη εργασία ενός της κεφαλαιοκρατίας είναι ότι διανοίγει αντιφατικές δυνατότητες και συνάμα δεν αίρει σε καμία περίπτωση την μαρξιστική θεωρία της αξίας απλώς θέτει τα ερωτήματα για μία πιο συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης.

Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2012

οι 3 αντιφάσεις


Οι 3 αντιφάσεις



Στο κεφάλαιο για την μεγάλη βιομηχανία παρατηρεί κανείς 3 αντιφάσεις όπου η κάθε μια συνδέεται με μία σπείρα του αντικειμένου(το αντικείμενο ,δηλ. η κεφαλαιοκρατία έχει 3 σπείρες, παρελθόν, παρόν ,μέλλον). Η σκέψη αυτή προέρχεται από τον Βαζιούλιν ο οποίος διακρίνοντας την αντίφαση στον Χέγκελ και στον Μαρξ λέει για την αντίφαση στον τελευταίο: «Επομένως είναι η ανάπτυξη των αντιφάσεων της ουσίας ταυτόχρονα τόσο μία αντίφαση της ουσίας στον ίδιο τον εαυτό της ,όσο και μία αντίφαση της ουσίας προς το περασμένο αντικείμενο, στη  βάση του οποίου αναπτύχθηκε αυτή, καθώς και τελικά επίσης μια αντίφαση της ουσίας του δοσμένου αντικειμένου προς εκείνο το αντικείμενο, το οποίο διαμορφώνεται στο αποτέλεσμα της απονέκρωσής του»(σελ. 204 γερμ. μτφ Λογ. του Κεφαλαίου).
1. Η σπείρα του παρελθόντος συνδέεται με το ότι η μεγάλη βιομηχανία συνιστά την προϋπόθεση και συνάμα την άρνηση της χειροτεχνικής εργασίας και της μανουφακτούρας, δηλ. αίρει τα θεμέλιά της και στηρίζεται στα δικά της πόδια μόνο στο επίπεδο της παραγωγής μηχανών από μηχανές. Άρα έχουμε άρση κατά ένα τρόπο του παρελθόντος. Βέβαια εδώ ως παρελθόν δεν νοείται το προκεφαλαιοκρατικό παρελθόν αλλά η ανώριμη κεφαλαιοκρατία, η οποία ακόμα στηρίζεται στην χειρωνακτική εργασία που είναι κληροδότητα του παρελθόντος της κεφαλαιοκρατίας. 
Χρήσιμη παρέκβαση
 Θυμίζουμε ότι κατά τον Βαζιούλιν η ταυτότητα είναι η παραγωγή απόλυτης υπεραξίας όπου οι τεχνικοί όροι της παραγωγής παραμένουν ίδιοι ,παρότι ήδη αναφύεται η διαφορά. Η διαφορά ως υπηγμένη στιγμή της ταυτότητας είναι το γεγονός ότι λόγω των φυσικών και νομικών ορίων της εργάσιμης μέρας ,δεν είναι δυνατόν η απόλυτη υπεραξία να εκτείνεται στο άπειρο. Έτσι το κεφάλαιο προσανατολίζεται στο να αλλάξει τους συσχετισμούς εντός της ημερήσιας εργασίας, δηλ. να μειώσει την αξία της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης ,δηλ. τον αναγκαίο χρόνο. Έτσι τώρα κυριαρχεί η διαφορά ,δηλ. η σχετική υπεραξία. Εδώ εμφανίζεται το στάδιο της συνεργασίας, όπου αυξάνεται η παραγωγικότητα της εργασίας ,αλλά ο χειρωνακτικός  της χαρακτήρας παραμένει ανέπαφος(αυτό το στάδιο ονομάζει ο Βαζιούλιν διαφορετικότητα). Η διαφορά της συνεργατικής παραγωγής από την προηγούμενη είναι καθαρά ποσοτική, δηλ. ο κεφαλαιοκράτης αντί να δουλεύουν οι τεχνίτες μόνοι τους μαζεύει σε ένα εργαστήριο. Όταν και αυτός ο τρόπος παραγωγής αγγίζει τα όρια του στην παραγωγή υπεραξίας και επειδή το κεφάλαιο αν δεν αναπαραχθεί διευρυμένα μαραζώνει, ωθείται στην αναζήτηση νέων τρόπων αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας. Έτσι πλέον εφευρίσκει αυθόρμητα στην αρχή και μετά πιο συνειδητά τoν καταμερισμό της εργασίας. Εδώ ανερχόμαστε στην κατηγορία της αντίθεσης. Από την μία προϋποτίθεται η χειροτεχνία ,από την άλλη ο καταμερισμός δημιουργεί πλέον τον μερικό εργάτη και έτσι έχουμε συνάμα και αποκλεισμό της παραδοσιακής χειροτεχνίας. Πρόκειται για ποιοτικό αποκλεισμό. Η μανουφακτούρα και είναι και δεν είναι ταυτόσημη με την χειροτεχνία. Παράλληλα η μανουφακτούρα εγκαινιάζει και την χρήση μηχανών. Ο μανουφακτουρικός τρόπος παραγωγής έχει διάφορα ελαττώματα:α) τα διάφορα παραγωγικά προτσές εντός του εργοστασίου είναι απομονωμένα και αυτό κοστίζει στο κεφάλαιο χρήμα, β) η ζωντανή εργασία δεν μπορεί να επεξεργαστεί ύλες όπως σίδερο ,οι οποίες χρησιμοποιούνται όλο και πιο συχνά, γ) ο εργάτης έχει φυσικά όρια ,τα οποία ο κεφαλαιοκράτης θέλει να υπερβεί ,δ) οι εργάτες επειδή λόγο του μονοπωλίου της γνώσης που διαθέτουν ,έχουν πιο ενισχυμένη θέση από αυτήν που τους επιτρέπει η κερδοφορία του αφεντικού τους. Έτσι μεταβαίνουμε στην μεγάλη βιομηχανία.
2. Σε σχέση με το παρόν. Αξία παράγει μόνο η ζωντανή εργασία ,άρα και υπεραξία. Η αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου ,δηλ. η αύξηση του ποσοστού του σταθερού κεφαλαίου σε σχέση με το μεταβλητό, η οποία πολλαπλασιάζεται στην μεγάλη βιομηχανία, παρουσιάζεται ως κερδοφόρα για τον μεμονωμένο κεφαλαιοκράτη. Συνολικά όμως για την αστική τάξη μειώνει το μέσο ποσοστό κέρδους. Λέει λοιπόν ο Μαρξ: «Επομένως στην χρησιμοποίηση των μηχανών για την παραγωγή υπεραξίας ενυπάρχει μία εσωτερική αντίφαση ,επειδή από τους δύο παράγοντες της υπεραξίας, που παράγει ένα κεφάλαιο δοσμένου μεγέθους, οι μηχανές δεν μεγαλώνουν τον ένα παράγοντα ,το ποσοστό της υπεραξίας παρά μόνο μικραίνοντας τον άλλο παράγοντα, τον αριθμό των εργατών. Αυτή η εσωτερική αντίφαση προβάλλει από τη στιγμή που με τη γενίκευση της χρήσης των μηχανών σε ένα βιομηχανικό κλάδιο η αξία του μηχανοποίητου εμπορεύματος γίνεται η ρυθμιστική κοινωνική αξία όλων των εμπορευμάτων του ίδιου είδους και είναι η ίδια αυτή αντίφαση που σπρώχνει μια φορά το κεφάλαιο –χωρίς ο κεφαλαιοκράτης να έχει επίγνωση αυτής της αντίφασης στην πιο βίαιη παράταση της εργάσιμης ημέρας για να ισοφαρίσει την μείωση του αντίστοιχου αριθμού εργατών,που εκμεταλλεύεται με την αύξηση όχι μόνο της σχετικής ,μα και της απόλυτης υπερεργασίας»(Το Κεφάλαιο, σελ.423). Στην παραπομπή που κάνει λέει ότι θα τα εξετάσει αυτά στο τρίτο βιβλίο υπονοώντας τον νόμο της πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους. Εδώ η ουσία αντιφάσκει με τον εαυτό της.
3. «Στην μανουφακτούρα η διάρθρωση του κοινωνικού προτσές εργασίας είναι καθαρά υποκειμενική ,είναι συνδυασμός μερικών εργατών· στο σύστημα των μηχανών η μεγάλη βιομηχανία έχει έναν απόλυτα αντικειμενικό παραγωγικό οργανισμό που ο εργάτης τον βρίσκει κιόλας να υπάρχει σαν έτοιμο υλικό όρο της παραγωγής. Στην απλή συνεργασία ,ακόμα και στη συνεργασία την ειδικευμένη από τον καταμερισμό της εργασίας,εξακολουθεί να φαίνεται ακόμα σαν τυχαίο γεγονός η εκτόπιση του μεμονωμένου εργάτη από τον κοινωνικοποιημένο εργάτη. Οι μηχανές ,εκτός από μερικές εξαιρέσεις που θα τις αναφέρουμε λειτουργούν μόνο στα χέρια άμεσα κοινωνικοποιημένης ή από κοινού εργασίας. Επομένως ο συνεργατικος χαρακτήρας του προτσές εργασίας γίνεται τώρα τεχνική ανάγκη ,που υπαγορεύεται από τη φύση του ίδιου του μέσου εργασίας»(Το Κεφάλαιο, σελ. 401).
Παρατηρούμε λοιπόν μία ακόμα αντίφαση ανάμεσα στο παρόν(που όμως παρουσιάζεται σαν εμπόδιο για την περαιτέρω ανάπτυξη) και στο νέο. Με άλλα λόγια ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της εργασίας και στην ατομική ιδιοκτησία-ιδιοποίηση.
Επαναλαμβάνουμε τις δύο πρώτες αντιφάσεις και στη συνέχεια εμβαθύνουμε στην τρίτη αντίφαση. Η πρώτη αντίφαση ανάμεσα σε παρελθόν και παρόν είναι η προοδευτική συνεισφορά της κεφαλαιοκρατίας στην ανθρωπότητα. Η δεύτερη αντίφαση ανάμεσα στο παρόν με τον εαυτό του αναδεικνύει τα κρισιακά φαινόμενα της κεφαλαιοκρατίας, τα οποία επιλύονται μέσω των κρίσεων και όσων έπονται αυτών…Εντός της αντίφασης υπάρχουν στάδια(πιο αναλυτικά βλ. εδώ http://dieaufhebung.blogspot.gr/2012/12/blog-post_10.html).Εν συντομία είναι η εμφάνιση του νέου επί αναντίστοιχης προς αυτό βάσης(πρωταρχική εμφάνιση), η διαμόρφωση της αντίστοιχης προς αυτό βάσης με την άρνηση της παλιάς και η ωριμότητα αυτού ,το οποίο πλέον πατάει στα πόδια του. Η μεγάλη βιομηχανία διήλθε αυτά τα στάδια στη σχέση της με την μανουφακτούρα και τώρα βρίσκεται στο τρίτο στάδιο(τις κατηγορίες αυτές τις δανείζομαι από την περιοδολόγηση του ιστορικού εκάστου οργανικού όλου που κάνει ο Βαζιούλιν).
Από το στάδιο της ωριμότητας(οπότε και έχουν επιλυθεί οι λογαριασμοί με το παρελθόν) και μετά ξεκινάει ουσιαστικά μία νέα αντίφαση αυτή ανάμεσα στο ίδιο το ώριμο αντικείμενο με τον εαυτό του. Κατά τη γνώμη μου η αντίφαση αυτή δεν μπορεί να φθάσει στην ωριμότητά της γιατί αυτό θα σήμαινε αυτοκατάρρευση του κεφαλαίου. Άλλωστε η πλήρης εξαφάνιση της ζωντανής εργασίας θα σήμαινε αυτοματοποίηση ,η οποία ακριβώς εμφανίζεται ως δυνατότητα αλλά είναι αναντίστοιχη τεχνική βάση για τις κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής. Εδώ φθάνουμε μέχρι το δεύτερο στάδιο της αντίφασης(διαμόρφωση), αυτό της διαμόρφωσης ,όπου μάλιστα υπάρχουν ήδη και στοιχεία πλήρους εξάλειψης της ζωντανής εργασίας και στοιχεία μεσαιωνικού τύπου χειρωνακτικές εργασίας στις παρυφές του αναπτυγμένου κόσμου και λίαν προσφάτως και στο εσωτερικό του. Η ανώριμη στα πλαίσια της κεφαλαιοκρατίας αντίφαση συνιστά ιστορική προϋπόθεση της κομμουνιστικής κοινωνίας καθότι μέσω αυτής διανοίχθηκε «η δυνατότητα δημιουργίας σταθερής αφθονίας υλικών αγαθών»(Λογική της Ιστορίας σελ. 399).
Στην τρίτη τώρα αντίφαση ανάμεσα στο παρόν και στο μέλλον. Αυτή εμφανίζεται για πρώτη φορά στην ωριμότητα της κεφαλαιοκρατίας γιατί μόνο τότε η φύση του μέσου εργασίας την καθιστά τεχνική αναγκαιότητα. Στο πρώτο στάδιο της εξεταζόμενης (τρίτης) αντίφασης ο κοινωνικός χαρακτήρας εμφανίζεται αναντίστοιχος προς την ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Αυτή η αναντιστοιχία όμως εντός της κεφαλαιοκρατίας παραμένει στο πρώτο της στάδιο και δεν φθάνει ούτε στο δεύτερο(διαμόρφωση) ούτε στην ωριμότητα. Η αντίφαση αυτή φθάνει στο δεύτερο στάδιο και έπειτα ωριμάζει μόνο όταν η εκμηχανισμένη(και αυτοματοποιημένη) παραγωγή θα αρχίσει να καταργεί την ζωντανή εργασία (άρα όταν θα έχει ωριμάσει η δεύτερη αντίφαση δηλ. η αντίφαση ανάμεσα σε σταθερό και μεταβλητό κεφάλαιο). «Η απουσία ενιαίου συστήματος μηχανών στην κλίμακα ολόκληρης της χώρας(και της ανθρωπότητας) δημιουργεί τους όρους της αναγκαιότητας μη παραγωγικού(με τη στενή έννοια του όρου) δεσμού, και κατ’ αυτόν τον τρόπο ,η απομόνωση των επιμέρους παραγωγικών διαδικασιών ,δημιουργεί την αναγκαιότητα των εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων»(ΛτΙ , σελ. 402).
 Προς το παρόν η αντίφαση αυτή(κοινωνικός χαρ. εργ.- ατομική ιδιοκτησία) συνιστά την ιστορική προϋπόθεση της κομμουνιστικής κοινωνίας. Η περαιτέρω ωρίμανση αυτής της αντίφασης απαιτεί ανατροπή της ουσίας στην οποία αυτή βρισκόταν εγκλωβισμένη. Εδώ βλέπουμε πως συνδέεται η παραγωγή με μία πολιτική πράξη όπως είναι η επανάσταση(η βάση με το εποικοδόμημα χοντρικά). Η φθορά που προκαλεί η δεύτερη αντίφαση στο καπιταλιστικό σύστημα διαμορφώνει τις προϋποθέσεις(κρίσεις) για να ξεσπάσει η επανάσταση. Η τελευταία διανοίγει το δρόμο για να ωριμάσει η αντίφαση μέσα πλέον σε μια νέα ουσία. Το στάδιο διαμόρφωσης αυτή της αντίφασης είναι το στάδιο διαμόρφωσης της ίδιας της κομμουνιστικής κοινωνίας. Όπως επισημαίνει ο Βαζιούλιν η βασική αντίφαση του σταδίου διαμόρφωσης της κομμουνιστικής κοινωνίας είναι αυτή «μεταξύ της κοινωνικής ιδιοκτησίας επί των μέσων παραγωγής και ανωριμότητας του κοινωνικού χαρακτήρα(άρα του εν μέρει ιδιωτικού χαρακτήρα ΘΛ) της παραγωγής»(Λογική της ιστορίας, σελ. 400). Πλέον στην σχέση των πλευρών της αντίφασης δηλ. της ατομικής ιδιοκτησίας και του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής έχουμε τον μετασχηματισμό της πρώτης από την δεύτερη. Η πολιτική επανάσταση διανοίγει ένα φάσμα δυνατοτήτων στην ίδια την παραγωγική διαδικασία. Αυτό σημαίνει ότι πλέον η αντίφαση μπορεί να αναπτυχθεί ελεύθερα χωρίς το όριο της ατομικής ιδιοκτησίας. Όπως επισημαίνει ο Βαζιούλιν όμως « η εγκαθίδρυση της κοινωνικής ιδιοκτησίας επί των μέσων παραγωγής οφείλει να προσανατολίζεται στον βαθμό ανάπτυξης του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας»(Η λογική της Ιστορίας, σελ. 399). Εδώ δεν εξετάζουμε τις πολιτικές αποφάσεις και τα συντάγματα που διακηρύσσουν την κοινωνική ιδιοκτησία αλλά το πώς η ίδια αναπτύσσεται αυθόρμητα και εγγενώς μέσα από τον κοινωνικό χαρακτήρα της εργασίας. Η ωριμότητα της αντίφασης αυτής σημαίνει πλήρη άρση της ατομικής ιδιοκτησίας ή με άλλα λόγια του μη-κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής. Στην ωριμότητά της λοιπόν, που συνιστά και την ώριμη κομμουνιστική κοινωνία, η αντίφαση αυτή σχετίζεται πλέον με τον εαυτό της καθώς έχει άρει όλο της το παρελθόν. Εδώ λοιπόν η αντίφαση αυτή θυμίζει την πρώτη αντίφαση επί κεφαλαιοκρατίας ,η οποία όταν ωρίμασε(παραγωγή μηχανών από μηχανές) έφθασε στο να σχετίζεται μόνο με τον εαυτό της. Πράγματι η ωριμότητα της κομμουνιστικής κοινωνίας είναι η «παραγωγή αυτομάτων μέσω αυτομάτων»(ΛτΙ ,σελ. 411). Εδώ πλέον αίρεται ο πόλος του μη κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής ,όπως είχε αρθεί επί κεφαλαιοκρατίας πλήρως η μανουφακτούρα. Η νέα ουσία σχετίζεται πλέον μόνο με τον εαυτό της.
Στην κεφαλαιοκρατία είδαμε ότι οι δύο αντιφάσεις που φθείρουν το κεφαλαιοκρατικό προτσές παραγωγής εμφανίζονται κατά βάση στην ωριμότητα αυτής. Το ίδιο θα ισχύει και με την κομμουνιστική κοινωνία. Το αν θα προκύψουν νέες αντιφάσεις που θα ωθούν προς άρση της κομμουνιστικής κοινωνίας είναι κάτι που θα γίνει φανερό μόνο στο στάδιο της ωριμότητας ή στο ανώτατο στάδιο της διαμόρφωσης της ουσίας αυτής.

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2012

Μεγάλη Βιομηχανία


Πρόκειται για ένα σχέδιο κειμένου. Επειδή θα κάνω μια εισήγηση(πάνω στην μεγάλη Βιομηχανία) σε ένα σεμινάριο που παρακολουθώ στο FU και αφορά το Κεφάλαιο του Μαρξ, κατέγραψε την βασική δομή του συγκεκριμένου κεφαλαίου. Η εισήγηση θα είναι στα γερμανικά ,γι' αυτό και τις σημειώσεις τις έχω επίσης στα γερμανικά. Τα αποσπάσματα είναι από τα MEW(http://www.mlwerke.de/me/me23/me23_000.htm). Ομολογώ ότι τα γερμανικά μου είναι πολύ κατώτερα για να κάνω εισήγηση σε γερμανικό ακροατήριο αλλά τέλος πάντων...
Αυτό που βρήκα εξαιρετικά ενδιαφέρον στην πραγμάτευση του Μαρξ είναι η σχέση Μανουφακτούρας-μεγάλης βιομηχανίας. Εδώ κατά τη γνώμη διακρίνονται αρκετά ξεκάθαρα οι κατηγορίες που έχει ο βαζιούλιν στο Ιστορικό. Δηλ. αρχικά η νέα ουσία εμφανίζεται πάνω σε μία βάση που δεν την ανήκει, στη συνέχεια διαμορφώνει την ουσία με το να μεταβάλλει την προηγούμενη  βάση και τέλος όταν έχει άρει πλήρως την παλιά βάση ,σημαίνει πως έχει διαμορφώσει συνάμα την δική βάση. Φθάνει άρα στην ωριμότητά της. Πλέον γίνεται λόγος για παραγωγή μηχανών από μηχανές. 
Το δεύτερο ενδιαφέρον σημείο είναι το εξής: στον Βαζιούλιν η μεγάλη βιομηχανία συνιστά την αντίφαση, ενώ η μανουφακτούρα την αντίθεση. Πράγματι η μανουφακτούρα παρότι προϋποθέτει την χειροτεχνία και παρότι την αρνείται ,δεν την εξαφανίζει αλλά την αναπαράγει. Οι μηχανές δεν είναι το χαρακτηριστικό της μανιφακτούρας αλλά αυτό που την χαρακτηρίζει είναι ο καταμερισμός της εργασίας. Αντίθετα αυτό που χαρακτηρίζει την μεγάλη βιομηχανία είναι ότι αίρει την κληροδοτημένη του βάση. Και μάλιστα η διαδικασία αυτή καθιστά ακριβώς την μεγάλη βιομηχανία κατ' εξοχήν επαναστατική . Παραθέτω και τα λόγια του Καρόλου:"Die moderne Industrie betrachtet und behandelt die vorhandne Form eines Produktionsprozesses nie als definitiv. Ihre technische Basis ist daher revolutionär, während die aller früheren Produktionsweisen wesentlich konservativ war.»(510,511). Μάλιστα ακριβώς αυτό είναι η αντίφαση η διαρκής άρση του εαυτού της. Οι δύο πλευρές αίρουν η μία την άλλη. Η κληροδοτηθείσα βάση αίρεται από την νέα βάση. Ένα ερώτημα που έχω είναι το εξής. Ο Βαζιούλιν λέει ότι η Μανουφακτούρα είναι η αντίθεση και η μεγάλη Βιομηχανία η αντίφαση. Όμως η μετάβαση από την πρώτη στην δεύτερη γίνεται μέσα από τα στάδια που προανέφερα(Αρχή ,διαμόρφωση ουσίας, ωριμότητα). Το ερώτημα είναι αυτά τα στάδια πως αποτυπώνονται εντός της αντίφασης. Είναι λάθος να αρκεστούμε στο ότι η ταυτότητα ,διαφορά και αντίθεση είναι στάδια της αντίφασης. Γιατί αυτό δεν είναι αρκετό. Τώρα βρισκόμαστε εντός της αντίφασης ,η οποία στον Χέγκελ έχει 3 στιγμές. Στην μεγ. Βιομ. αντιστοιχούν επίσης 3 στιγμές. Ενδεχομένως και μία 4 αυτή της σήψης διαμέσου της πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους. Αυτές οι στιγμές από λογική σκοπιά σε ποιές στιγμές της αντίφασης αντιστοιχούν; Και ποιές διαφορές έχουν με τον Χέγκελ όπου η ουσία εντός του θεμελίου «αποκαθίσταται μέσα από την άρση των ενδόμυχα αντιφατικών προσδιορισμών της ,με τον όρο όμως ότι αυτή είναι αποκλείουσα ενότητα της ανασκόπησης, -απλή ενότητα, που αυτό-προσδιορίζεται ως αρνητικό και η οποία ωστόστο μέσα σε τούτο το τεθειμένο Είναι είναι άμεσα όμοια με τον εαυτό της  και ενοποιημένη με αυτόν.»145(Ουσία); Στον Μαρξ αντίθετα η ώριμη αντίφαση οδηγεί στην καταστροφή του αντικειμένου. 
Βέβαια για να είμαστε ακριβείς σύμφωνα με τον Βαζιούλιν μετά την αντίφαση έρχεται το θεμέλιο ,δηλ. η σχέση απόλυτης και σχετικής υπεραξίας και η συσσώρευση. Δεν είναι λοιπόν ότι στην  Κεφαλαιοκρατία και άρα στην λογική του Κεφαλαίου δεν υπάρχει θεμέλιο. Απλώς το θεμέλιο δεν εξαφανίζει την αντίφαση αλλά απλώς διαμορφώνει την περαιτέρω μορφή για να κινηθεί αυτή. Άλλωστε αν θυμηθούμε, η αντίφαση υπάρχει ήδη μέσα στο εμπόρευμα ανάμεσα στην αξία και αξία χρήσης που λύνεται με την ανταλλαγή και ύστερα με το χρήμα.Το θέμα είναι όμως ότι η αντίφαση είναι αυτή που όταν ωριμάσει κλονίζει το όλο οικοδόμημα. Με άλλα λόγια όταν μειώνεται το μεταβλητό κεφάλαιο σε σχέση με το σταθερό, προκαλούνται κρίσεις. Έτσι μόνο κατανοούμε και ερμηνεύουμε την ακόλουθη κριτική του Πατέλη στον Χέγκελ ότι  "οι πλευρές της θεμελιώδους για την διαλεκτική αντίφασης συμβιβάζονται στο ''θεμέλιο" ώστε να επιτευχθεί η διαιώνιση της ουσίας". Δηλ. και στην Κεφαλαιοκρατία υπάρχει διαιώνιση της ουσίας ,χωρίς όμως να εξαλείφεται η αντίφαση ,η οποία όταν ωριμάσει συνιστά εύλεκτο ύλη στα θεμέλια του συστήματος. Πρέπει βέβαια κάποιος και να την πυροδοτήσει ,μην ξεχνιόμαστε...


1. ENTWICKLUNG DER MASCHINERIE

Das Kapital muß in seiner ständingen Bemuhung für Produktion von Mehrwert  „die technischen und gesellschaftlichen Bedingungen des Arbeitsprozesses, also die Produktionsweise selbst umwälzen, um die Produktivkraft der Arbeit zu erhöhen, durch die Erhöhung der Produktivkraft der Arbeit den Wert der Arbeitskraft zu senken und so den zur Reproduktion dieses Werts notwendigen Teil des Arbeitstags zu verkürzen“(334). Folglich ist der Triebskraft der Kapitalistischen Produktion die Suche nach Mehrwert. Sowohl Manufaktur als auch große Industrie sind zwei unterschiedliche Weisen für die Verkürzung des Werts der Arbeitskraft und folglich für die Produktion von relativem Mehrwert.
Trotzdem gibt es 2 grundlegende Unterschieden zwischen großen Industrie und Manufaktur:
a) „In der Manufaktur ist die Gliederung des gesellschaftlichen Arbeitsprozesses rein subjektiv, Kombination von Teilarbeitern“(407). Die Maschine hat in der Manufaktur eine „untergeordnete Rolle“ im Vergleich zur Teilung der Arbeit(369). Ebenfalls  „bedingt ihr eigentümliches Prinzip der Teilung der Arbeit eine Isolierung der verschiednen Produktionsphasen...vom Standpunkt der großen Industrie tritt dies[Arbeitsteilung] als eine charakteristische, kostspielige und dem Prinzip der Manufaktur immanente Beschränktheit hervor“(364). Diese Nachteil fördert den Ubergang zu großer Industrie.
b) „Zugleich konnte die Manufaktur die gesellschaftliche Produktion weder in ihrem ganzen Umfang ergreifen noch in ihrer Tiefe umwälzen. Sie gipfelte als ökonomisches Kunstwerk auf der breiten Grundlage des städtischen Handwerks und der ländlich häuslichen Industrie“(390). Die Vergangenheit(oder die Grundlage/die tradierte Basis) der Manufaktur war Handwerk. Die Manufaktur kann nicht das Handwerk(ihre Grundlage) aufheben. Auf der anderen Seite negiert große Industrie ihre Grundlage(Manufaktur) und wird auf der Herstellung von Maschinen durch Maschinen gegründete. «Die moderne Industrie betrachtet und behandelt die vorhandne Form eines Produktionsprozesses nie als definitiv. Ihre technische Basis ist daher revolutionär, während die aller früheren Produktionsweisen wesentlich konservativ war.»(510,511)

Historische Phasen der Beziehung Manufaktur-großer Industrie

Die große Industrie erscheint durch die Manufaktur. Sehen wir jetzt diese schrittweise Erscheinung:
1) Die Produktion der Maschinen erhob sich am Anfang auf einer ihm unanagemessenen materiellen Grundlage, nämhlich wurden die erste Maschinen von der Manufaktur produziert. Die Manufaktur war „die unmittelbare technische Grundlage der großen Industrie“(403). 3 Teilen jeder entwickelten Machinerie: a) die Bewegungsmaschine, b) den Transmissionsmechanismus, c) die Werkzeugmaschine oder Arbeitsmaschine. „Dieser Teil der Maschinerie, die Werkzeugmaschine, ist es, wovon die industrielle Revolution im 18. Jahrhundert ausgeht. Sie bildet noch jeden Tag von neuem den Ausgangspunkt, sooft Handwerksbetrieb oder Manufakturbetrieb in Maschinenbetrieb übergeht“. Somit fängt der Ubergang von Manufaktur zur Maschinerie mit der Ersetzung des Werkzeuges von der Maschine an.
2) Die Maschinerie umwälzt der vererbten Grundlage und schafft sich „eine seiner eignen Produktionsweise entsprechende neue Basis“(403).
Die Ursache für diese Umwälzung waren 2: a) je die Maschinerie expandete, desto notwendiger wurde die Ersetzung der lebendigen, manufakturischen Arbeit von Maschinen, so dass das Kapital so weit möglich aus den natürlichen Grenzen und Unfähigkeiten der menschlichen Arbeit  entledigt.
b) Technische Grunde. „Erst nach weitrer Entwicklung der Mechanik und gehäufter praktischer Erfahrung wird die Form die Form gänzlich durch das mechanische Prinzip bestimmt und daher gänzlich emanzipiert von der überlieferten Körperform des Werkzeugs, das sich zur Maschine entpuppt“ (404, Fußnote 103).
Am Anfang waren die Menschen die Triebkraft. „Es war vielmehr umgekehrt die Schöpfung der Werkzeugmaschinen, welche die revolutionierte Dampfmaschine notwendig machte. Sobald der Mensch, statt mit dem Werkzeug auf den Arbeitsgegenstand, nur noch als Triebkraft auf eine Werkzeugmaschine wirkt, wird die Verkleidung der Triebkraft in menschliche Muskel zufällig und kann Wind, Wasser, Dampf usw. an die Stelle treten. Dies schließt natürlich nicht aus, daß solcher Wechsel oft große technische Ändrungen des ursprünglich für menschliche Treibkraft allein konstruierten Mechanismus bedingt.“396. Also bemerken wir, dass die Werkzeugmaschinen die entscheidende oder die bestimmende Rolle  grundsätzlich haben.
3) Die Reife von große Industrie oder ihre „charakteristischen Produktionsmittel“ ist die Produktion Maschinen durch Maschinen. „ So erst schuf sie ihre adäquate technische Unterlage und stellte sich auf ihre eignen Füße“(405).
„Die wesentlichste Produktionsbedingung für die Fabrikation von Maschinen durch Maschinen war eine jeder Kraftpotenz fähige und doch zugleich ganz kontrollierbare Bewegungsmaschine“(405). Folglich die Kombination zwischen der Dampfmaschine und der slide rest.

Die Manufakturen und die Hausarbeit als untergeordnete Produktionsweise der großen Industrie beginnen auch Maschinen anzuwenden. „Die Exploitation wohlfeiler und unreifer Arbeitskräfte wird in der modernen Manufaktur schamloser als in der eigentlichen Fabrik, weil die hier existierende technische Grundlage, Ersatz der Muskelkraft durch Maschinen und Leichtigkeit der Arbeit“ und sie ist schlamloser in der Hausarbeit. „ weil die Widerstandsfähigkeit der Arbeiter mit ihrer Zersplitterung abnimmt“(479).
Die Umwälzung der gesellschaftlichen Betriebsweise, dies notwendige Produkt der Umwandlung des Produktionsmittels, vollzieht sich in einem bunten Wirrwarr von Übergangsformen...Die Buntheit der Übergangsformen versteckt jedoch nicht die Tendenz zur Verwandlung in eigentlichen Fabrikbetrieb“(497).
So erlebt England gegenwärtig in der kolossalen Produktionssphäre des "Wearing Apparel", wie in den meisten übrigen Gewerken, die Umwälzung der Manufaktur, des Handwerks und der Hausarbeit in Fabrikbetrieb, nachdem alle jene Formen, unter dem Einfluß der großen Industrie gänzlich verändert, zersetzt, entstellt, bereits längst alle Ungeheuerlichkeiten des Fabriksystems ohne seine positiven Entwicklungsmomente reproduziert und selbst übertrieben hatten“(498)
Der Übergang der modernen Manufaktur und Hausarbeit
zur großen Industrie wird durch Anwendung
der Fabrikgesetze(obligatorische, elementare Ausbildung,bestimmte Pausen usw.) auf jene Betriebsweisen
beschleunigt. „Wenn aber das Fabrikgesetz so die zur Verwandlung des Manufakturbetriebs in Fabrikbetrieb notwendigen materiellen Elemente treibhausmäßig reift, beschleunigt es zugleich durch die Notwendigkeit vergrößerter Kapitalauslage den Untergang der kleineren Meister und die Konzentration des Kapitals“(501).

2. Wertabgabe der Maschinerie an das Produkt


«Gleich jedem andren Bestandteil des konstanten Kapitals schafft die Maschinerie keinen Wert, gibt aber ihren eignen Wert an das Produkt ab, zu dessen Erzeugung sie dient»(408).
«die Maschinerie stets ganz in den Arbeitsprozeß und immer nur teilweis in den Verwertungsprozeß eingeht»(402).
Die Maschinerie geht immer ganz in den Arbeitsprozeß und stets nur stückweis, im Verhältnis zu seinem täglichen Durchschnittsverschleiß, in den Verwertungsprozeß ein.
Je weniger Wert abgebend, desto produktiver ist sie und desto mehr nähert sich ihr Dienst dem der Naturkräfte“(411)
 „...beim Maschinenprodukt der dem Arbeitsmittel geschuldete Wertbestandteil relativ wächst, aber absolut abnimmt. Das heißt, seine absolute Größe nimmt ab, aber seine Größe im Verhältnis zum Gesamtwert des Produkts, z.B. eines Pfundes Garns, nimmt zu“(411). Das bedeutet ,dass das Prozent der geronnenen Arbeit(konstantes Kapital) im Vergleich zur lebengigen Arbeit(variables Kapital) wächst.

2 „Grenze“(oder Gesetz) ,die der Gebrauch von Maschinen bestimmt.
a)  „ihre eigne Produktion weniger Arbeit kostet, als ihre Anwendung Arbeit ersetzt“(414)
b) Wenn es jedoch um die Kapitalistische Produktionsweise geht,da es nicht die angewandte Arbeit zahlt, sondern den Wert der angewandten Arbeitskraft, wird ihm der Maschinengebrauch begrenzt durch die Differenz zwischen dem Maschinenwert und dem Wert der von ihr ersetzten Arbeitskraft“(414).
Marx erwähnt Beispiele, wo die Kapitalisten Handwerkarbeit statt Maschinen zu gebrauchen bevorzugen, weil die Lohne sehr niedrig sind.


Die Maschine produziert relativen Mehrwert, nicht nur, indem sie die Arbeitskraft direkt entwertet und dieselbe indirekt durch Verwohlfeilerung der in ihre Reproduktion eingehenden Waren verwohlfeilert, sondern auch, indem sie bei ihrer ersten sporadischen Einführung die vom Maschinenbesitzer verwandte Arbeit in potenzierte Arbeit verwandelt, den gesellschaftlichen Wert des Maschinenprodukts über seinen individuellen Wert erhöht und den Kapitalisten so befähigt, mit geringrem Wertteil des Tagesprodukts den Tageswert der Arbeitskraft zu ersetzen“(428,429) Es geht um eine Ubergangsperiode. Die Verallgemeinerung der Maschinerie in einem Produktionszweig verkurtzt den gesellschaftlichen Wert des Maschinenprodukts.
Es ist nun klar, daß der Maschinenbetrieb, wie er immer durch Steigrung der Produktivkraft der Arbeit die Mehrarbeit auf Kosten der notwendigen Arbeit ausdehne, dies Resultat nur hervorbringt, indem er die Anzahl der von einem gegebnen Kapital beschäftigten Arbeiter vermindert“(429). Auf der anderen Seite „der Mehrwert entspringt nur aus dem variablen Teil des Kapitals, und wir sahen, daß die Masse des Mehrwerts durch zwei Faktoren bestimmt ist, die Rate des Mehrwerts und die Anzahl der gleichzeitig beschäftigten Arbeiter“(429). Es liegt also in der Anwendung der Maschinerie zur Produktion von Mehrwert ein immanenter Widerspruch, indem sie von den beiden Faktoren des Mehrwerts, den ein Kapital von gegebner Größe liefert, den einen Faktor, die Rate des Mehrwerts, nur dadurch vergrößert, daß sie den andren Faktor, die Arbeiterzahl, verkleinert. „Dieser immanente Widerspruch tritt hervor, sobald mit der Verallgemeinerung der Maschinerie in einem Industriezweig der Wert der maschinen- mäßig produzierten Ware zum regelnden gesellschaftlichen Wert aller Waren derselben Art wird, und es ist dieser Widerspruch, der wiederum das Kapital, ohne daß es sich dessen bewußt wäre, zur gewaltsamsten Verlängrung des Arbeitstags treibt, um die Abnahme in der verhältnismäßigen Anzahl der exploitierten Arbeiter durch Zunahme nicht nur der relativen, sondern auch absoluten Mehrarbeit zu kompensieren“(429,430).
Heutzutage ,wo die Proportion der Maschinerie im Vergleich zum variablen Kapital viel großer ist, bemerken wir die Verlängerung des Arbeitstags. Wie Marx hat in der dritten Band von Kapital erwähnt, die Erhöhung des Exploitationsgrads der Arbeit sei eine entgegenwirkende Ursache gegen das Gesetz des tendeziellen Falls der Profitrate.

-----------------------------

Wir erwähnen jetzt 2 Definitionen von Marx, die erklären, welche die Entwicklung und die Entwicklung der Widersprüchen. 
„Man sah, daß der Austauschprozeß der Waren widersprechende und einander ausschließende Beziehungen einschließt. Die Entwicklung der Ware hebt diese Widersprüche nicht auf, schafft aber die Form, worin sie sich bewegen können. Dies ist überhaupt die Methode, wodurch sich wirkliche Widersprüche lösen. Es ist z.B. ein Widerspruch, daß ein Körper beständig in einen andren fällt und ebenso beständig von ihm wegflieht. Die Ellipse ist eine der Bewegungsformen, worin dieser Widerspruch sich ebensosehr verwirklicht als löst“(118,119)
Die Entwicklung der Widersprüche einer geschichtlichen Produktionsform ist jedoch der einzig geschichtliche Weg ihrer Auflösung und Neugestaltung“ (512)
„Mit den materiellen Bedingungen und der gesellschaftlichen Kombination des Produktionsprozesses reift sie die Widersprüche und Antagonismen seiner kapitalistischen Form, daher gleichzeitig die Bildungselemente einer neuen und die Umwälzungsmomente der alten Gesellschaft“(526)
Meiner Meinung nach beweist Marx ,dass Kapitalismus trotz seiner immanenten Widersprüche sich selbst nicht zusammenbringt ,  sondern nur durch den Klassenkamf der Arbeiterklasse. Nur dadurch werden die reale Widersprüche aufgehoben. Aber fordert nicht nur die Existenz der Widerspruch ,sondern auch die Reifung deren. 

Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2012

Πρόλογος του Βαζιούλιν στη «Λογική του “Κεφαλαίου” του Κ. Μαρξ»


Βαζιούλιν Β. Α.
Μόσχα 1985
Πρόλογος
Προς τους Έλληνες αναγνώστες [της «Λογικής του “Κεφαλαίου” του Κ. Μαρξ»].

Η «Λογική του “Κεφαλαίου” του Κ. Μαρξ» είναι ένα έργο, στο οποίο, μέσω της λεπτομερούς σύγκρισης του συστήματος της λογικής του Χέγκελ και του «Κεφαλαίου» του Κ. Μαρξ, πραγματοποιείται η διάκριση του συστήματος της διαλεκτικής λογικής αυτού του μέγιστου έργου του μαρξισμού. Το «Κεφάλαιο» του Κ. Μαρξ παρέμεινε μέχρι σήμερα το μοναδικό υπόδειγμα λεπτομερούς συστηματικής εξέτασης μιας ολόκληρης συγκεκριμένης επιστήμης (της πολιτικής οικονομίας της κεφαλαιοκρατίας) εντός της εσωτερικής της συνάφειας, από τη θέση της συνειδητής χρησιμοποίησης της διαλεκτικής υλιστικής μεθόδου. Σε αυτό το έργο ο Κ. Μαρξ διερευνά την υλική παραγωγή σε ορισμένη ιστορική βαθμίδα της ανάπτυξής της. Μάλιστα, ουσιώδη σημασία έχει επίσης το γεγονός ότι αποδεικνύεται πως το αντικείμενο της έρευνας συνιστά «οργανικό όλο», δηλ. είναι τέτοιο αντικείμενο, στο οποίο όλες οι πλευρές, τα στοιχεία του είναι διασυνδεδεμένα μεταξύ τους όχι μόνον εξωτερικά, αλλά και εσωτερικά. Το «οργανικό όλο» μπορεί να αντιπαραβληθεί με το ζωντανό οργανισμό. Εάν υποθέσουμε ότι, κατά τη μελέτη ενός ζωντανού οργανισμού [ζώντος όντος], μπορούμε π.χ. να τον αποσυνθέσουμε αναλυτικά, ώστε να διακρίνουμε τα χημικά του στοιχεία και να προσδιορίσουμε ορισμένες ποσότητες [από αυτά], κατ' αυτό τον τρόπο θα έχουμε θανατώσει το ζωντανό. Εντός του ζωντανού οργανισμού αυτά τα χημικά στοιχεία ευρίσκονται εντός ενός ειδικού εσωτερικού αλληλένδετου δεσμού. Τέτοια είναι και η προσέγγιση του Μαρξ στην κεφαλαιοκρατική υλική παραγωγή: την [προσ-]λαμβάνει ως ένα «οργανικό όλο», η ουσία του οποίου έγκειται στουςεσωτερικούς ιδιαίτερους αλληλένδετους δεσμούς των πλευρών του. Το ζήτημα της συστηματικής απεικόνισης ενός αναπτυσσόμενου αντικειμένου, είναι το ζήτημα της της απεικόνισης των εσωτερικώναλληλένδετων δεσμών του, της ουσίας του. Η ουσία εξαφανίζεται από το οπτικό πεδίο του ανθρώπου που μελετά μιαν αναπτυξιακή διαδικασία, εάν την προσεγγίζει μόνον αναλυτικά. Συνεπώς, το πρόβλημα που αφορά το σύστημα των κατηγοριών της διαλεκτικής λογικής, είναι το πρόβλημα που αφορά την αναπαράσταση στη νόηση της ουσίας της διαδικασίας της ανάπτυξης.
Ο Χέγκελ είναι ο πρώτος που [αντελήφθη και] παρουσίασε μιαν επιστήμη (κατά κύριο λόγο τη λογική) εντός της εσωτερικής της συνάφειας, ωστόσο, κάνοντάς το αυτό μυστικοποίησε την εσωτερική συνάφεια, διότι εκκινούσε από τον ιδεαλισμό.
Ο Μαρξ όμως, είναι ο πρώτος που απεικόνισε μιαν επιστήμη (την πολιτική οικονομία της κεφαλαιοκρατίας) εντός της μη μυστικοποιημένης εσωτερικής της συνάφειας, δεδομένου ότι εκκινούσε από την υλιστική αντίληψη της διαλεκτικής. Κατ' αυτό τον τρόπο, ο Κ. Μαρξ αποκάλυψε και το σύστημα των κατηγοριών της διαλεκτικής λογικής σε μορφή που έχει απαλλαγεί από τη μυστικοποίηση. Ο Κ. Μαρξ,εγκαινίασε την εποχή της αυστηρά επιστημονικής απεικόνισης στη νόηση της ουσίας, των εσωτερικών δεσμών των αναπτυξιακών διαδικασιών, καθώς επίσης και την εποχή της αυστηρά επιστημονικής αντίληψης της ίδιας της νόησης, η οποία αναπαράγει την ουσία αναπτυξιακών διαδικασιών. Εγκαινίασε την εποχή εκείνη, κατά την οποία θα αρχίσει να γίνεται κυρίαρχη η συστηματική έρευνα.
Μέχρι και σήμερα, μόνο στο «Κεφάλαιο» έχει παρουσιαστεί ως κυρίαρχη η απεικόνιση της ουσίας της διαδικασίας της ανάπτυξης μιας ολόκληρης συγκεκριμένης γνωστικής περιοχής. Ο Κ. Μαρξ ξεπέρασε τις επιστήμες κατά πάρα πολλές δεκαετίες. Και σήμερα π.χ., στη βιολογία και στην ιατρική, ουσιαστικά δεσπόζει η ανάλυση, ο διαμελισμός, ενώ η εξέταση του ανθρώπου, η προσέγγισή του ως ολότητα, εάν έχει κάποια θέση, αυτή είναι στο πίσω πλάνο, ως κάτι το δευτερευούσης σημασίας.
Το σύστημα της διαλεκτικής λογικής στο «Κεφάλαιο» είναι ιστορικό. Συνιστά μιαν ενότητα καθολικών και ειδικών στιγμών της λογικής εντός της εσωτερικής τους συνάφειας. Και αυτό σημαίνει, από τη μία πλευρά, από την πλευρά της παρουσίας σε αυτήν του ειδικού [στοιχείου], ότι η χρησιμοποίηση του συστήματος της διαλεκτικής λογικής του «Κεφαλαίου» σε άλλο αντικείμενο δεν μπορεί να είναι πάντα και μόνον ένα πρότυπο-καλούπι, ότι στη διαδικασία χρησιμοποίησης αυτού του συστήματος σε άλλη διαδικασία ανάπτυξης, αυτό αναπόφευκτα τροποποιείται. Από την άλλη πλευρά, από την πλευρά της παρουσίας σε αυτό του καθολικού [στοιχείου], το σύστημα της διαλεκτικής λογικής κατά τη χρησιμοποίησή του σε άλλη αναπτυξιακή διαδικασία θα διατηρείται, αν και σε μετασχηματισμένη, σε «ανηρημένη» μορφή.
Η περαιτέρω συστηματική μελέτη άλλων αναπτυξιακών διαδικασιών είναι ανέφικτη χωρίς τη χρησιμοποίηση του συστήματος της διαλεκτικής λογικής του «Κεφαλαίου» του Κ. Μαρξ, καθώς είναι ανέφικτη η ανάπτυξη κάθε επιστήμης χωρίς τη δημιουργική αφομοίωση και χρησιμοποίηση του νοητικού υλικού που έχει συσσωρευθεί κατά το παρελθόν.
Ολοκληρώνοντας θέλω να πω, ότι το προτεινόμενο στον αναγνώστη έργο, είχε ως κίνητρο το εξής παράδοξο που διατύπωσε ο Β.Ι. Λένιν: «Είναι αδύνατο να κατανοηθεί καθ’ όλα το «Κεφάλαιο» του Μαρξ και ιδιαίτερα το 1ο κεφάλαιό του, χωρίς να έχει μελετηθεί και χωρίς να έχει κατανοηθεί ολόκληρη* η Λογική του Χέγκελ. Συνεπώς, κανένας από τους μαρξιστές δεν κατανόησε τον Μαρξ μετά από ½ αιώνα!!» (Β. Ι. Λένιν. Άπαντα. Τ. 29, σε. 162).
Ακριβώς η λεπτομερής σύγκριση-αντιπαραβολή του «Κεφαλαίου» με όλη τη λογική του Χέγκελ ήταν απαραίτητη, ώστε να διακριθεί στο συγκεκριμένο υλικό αυτού του έργου του Κ. Μαρξ η Λογική (με κεφαλαίο) του «Κεφαλαίου» ως σύστημα. Ωστόσο, αυτό το σύστημα, θα το υπογραμμίσω για άλλη μια φορά, συνιστά τέτοιο καθολικό, το οποίο είναι εσωτερικά ενιαίο με το ειδικό, γεγονός που σημαίνει, ότι είναι τέτοιο καθολικό, το οποίο είναι ιστορικό, μεταβλητό. Συνάμα, χωρίς ειδική διάκριση της Λογικής του «Κεφαλαίου», είναι ανέφικτη η χρησιμοποίηση του λογικού εξοπλισμού που εμπεριέχεται σε αυτό κατά τη διερεύνηση άλλων αναπτυξιακών διαδικασιών.

Post scriptum.
Η ανάγνωση κάθε βιβλίου πάντοτε δεν συνίσταται μόνο σε πρόσκτηση της σκέψης του συγγραφέα, αλλά και -κατά το μάλλον ή ήττον- ερμηνεία αυτής της σκέψης. Η φιλοσοφική ανάγνωση τέτοιου οικονομικού έργου όπως το «Κεφάλαιο» είναι αναπόφευκτα διερεύνησή του. Διερεύνηση ιδιόμορφη, η οποία εκκινεί από ορισμένες προϋποθέσεις.
Κάποιοι από τους Έλληνες αναγνώστες γνωρίζουν ήδη σειρά έργων του Ε. Β. Ιλιένκοφ – ενός εξαίρετου σοβιετικού ερευνητή του «Κεφαλαίου». Η προτεινόμενη στη «Λογική του “Κεφαλαίου” του Κ. Μαρξ» εννοιολογική αντίληψη, εκτός από κοινά στοιχεία, έχει και ουσιώδεις διαφορές από την αντίληψη του  Ε. Β. Ιλιένκοφ. Μία από αυτές τις διαφορές είναι η εξής δική μου θέση: ο κυρίαρχος στο «Κεφάλαιο» τρόπος του νοείν, που είναι ο τρόπος της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, μπορεί να δεσπόζει άμεσα μόνο κατά το στάδιο της ώριμης διαδικασίας, η οποία αναπτύσσεται επί της δικής της βάσης. Ενώ κατά το στάδιο της ανώριμης, της μη ανεπτυγμένης, της αναπτυσσόμενης επί ξένης εαυτής βάσης διαδικασίας, η ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο είναι παρούσα ως υπηγμένη στιγμή της κίνησης από τη χαώδη περί του όλου παράσταση, από το αισθητηριακό συγκεκριμένο στο αφηρημένο.
Στην αντίληψη του  Ε. Β. Ιλιένκοφ η διάκριση αυτή απουσιάζει. Κατά τη γνώμη του, ο τρόπος της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο κυριαρχεί πάντοτε. Το μόνο που χρειάζεται είναι να τον κατέχεις. Απ' εδώ έπεται -ρητά ή υπόρρητα- η αντίληψη, κατά την οποία ο τρόπος της [ως άνω] ανάβασης μπορεί να γίνει κυρίαρχος σε όλες τις σύγχρονες επιστήμες, αρκεί για αυτό μόνον η αφομοίωσή του.
Κατά τη δική μου αντίληψη, για τη χρησιμοποίηση του τρόπου της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο ως κυρίαρχου, προαπαιτούμενο δεν είναι μόνο ένα αρκούντως υψηλό στάδιο ανάπτυξης του ατόμου, το οποίο ασχολείται με την επιστήμη, αλλά και η μετάβαση της ίδιας της επιστήμης στην ανεπτυγμένη της βαθμίδα και η ύπαρξη ανεπτυγμένου, ώριμου γνωστικού αντικειμένου της επιστήμης. Η μεγαλοφυΐα του Κ. Μαρξ, μεταξύ άλλων συνδεόταν με το γεγονός ότι κατόρθωσε να επιλέξει ένα αντικείμενο, το οποίο είχε ωριμάσει, ώστε να το διερευνήσει κατά προτεραιότητα μέσω του τρόπου της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο και [έτσι] αναβάθμισε την επιστήμη (την πολιτική οικονομία της κεφαλαιοκρατίας)  στο στάδιο της ωριμότητάς της.
Η ανάπτυξη των αντικειμένων των επιστημών, όπως και η ανάπτυξη των ίδιων των επιστημών, είναι μια φυσικοϊστορική, νομοτελής διαδικασία. Η πλειονότητα των σύγχρονων επιστημών, κατά τη γνώμη μου, δεν έχουν επιτύχει ακόμα ανεπτυγμένη μορφή. Σε αυτές μάλλον κυριαρχεί η κίνηση από τη χαώδη περί του όλου αντίληψη, από το αισθητηριακά συγκεκριμένο στο αφηρημένο, η ανάλυση. Η ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, η σύνθεση, ενέχει [σε αυτές] υπηγμένη μορφή.
Εκκινώντας από αυτό, δεν βλέπω τον τρόπο της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο ως τρόπο διατύπωσης [των αποτελεσμάτων] των σύγχρονων επιστημών, ως έτοιμων ήδη για αυτό, αλλά ως τρόπο της μελλοντικής ανάπτυξης πολλών επιστημών, ως τρόπο έρευνας, ο οποίος τροποποιείται στην πορεία της [εκάστοτε] συγκεκριμένης έρευνας. Η λογική του «Κεφαλαίου» (η Λογική με κεφαλαίο) κατά τη δική μου άποψη, είναι η λογική η οποία -με ορισμένες, ενδεχομένως ουσιώδεις αλλαγές- μέλει να καταστεί η λογική της ανάπτυξης των επιστημών, στο βαθμό που αυτές θα περνούν στο στάδιο της ωριμότητάς τους κατά την αντανάκλαση του αναπτυσσόμενου αντικειμένου [τους]. Λόχου χάρη, στη βιολογία, μέχρι σήμερα με αναλυτικό τρόπο εξετάζεται κατά κύριο λόγο, μεταξύ άλλων, ο ανθρώπινος οργανισμός. [Εδώ] ωριμάζει, διανοίγει το δρόμο της η συνθετική προσέγγιση, αλλά δεν έχει καταστεί δεσπόζουσα. Αυτό είναι εμφανέστατο στη σύγχρονη ιατρική, η οποία εδράζεται στο σύγχρονο επίπεδο ανάπτυξης της βιολογίας. Ο άνθρωπος γίνεται αντικείμενο θεραπείας κατά μέρη: θεραπευτικές αγωγές ασκούνται στα ώτα, στα μάτια, στη ρίνα, στους νεφρούς κ.ο.κ., ενώ διαφεύγει της προσοχής των θεραπόντων ο άνθρωπος ως ολότητα. Οι απόπειρες χρησιμοποίησης της αρχαίας ιατρικής, ιδιαίτερα αυτής της Άπω Ανατολής, δεν μπορούν να διορθώσουν ριζικά την κατάσταση, διότι οι αρχαίοι είχαν μια κατ' εξοχήν χαώδη αντίληψη για τον άνθρωπο.
Στη βιολογία η χρησιμοποίηση του τρόπου της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, του τρόπου της συνθετικής εξέτασης του αντικειμένου ως κυρίαρχου, είναι έργο του μέλλοντος. Ένα έργο το οποίο κυοφορεί τεράστιες, ασύγκριτες με τις σύγχρονες, ευοίωνες δυνατότητες πρακτικής χρησιμοποίησής της.
Συναρπαστικές προοπτικές διανοίγονται και στο πεδίο της χρησιμοποίησης της Λογικής  του «Κεφαλαίου» κατά τη διερεύνηση ολόκληρης της ανάπτυξης της ανθρωπότητας, της κοινωνίας, και μάλιστα, -όπως είναι φυσικό- η λογική αυτή θα τροποποιείται σε αντιστοιχία με το υπό εξέταση αντικείμενο.
Η ιστορία της ανθρωπότητας, από την εμφάνισή της μέχρι και το ορατό μέλλον της, υποδιαιρείται σε δύο μέγιστα στάδια: της προϊστορίας και της αυθεντικά ανθρώπινης ιστορίας. Στην πορεία της προϊστορίας, η ανθρωπότητα ανακύπτει και διαμορφώνεται από τη βιολογική και την κοινωνική άποψη. Στη διαδικασία της διαμόρφωσής της, η κοινωνία διαιρείται σε ανταγωνιστικές τάξεις. Συνάμα, στα πλαίσια των ανταγωνισμών, ωριμάζουν οι προϋποθέσεις για τη μετατροπή της ανθρωπότητας σε ενιαίο όλο. Έτσι, επί κεφαλαιοκρατίας, με τη διαμόρφωση της παγκόσμιας αγοράς, διαμορφώνεται η ιστορία ως παγκόσμια. Ωστόσο, μόνο κατά το στάδιο της αυθεντικά ανθρώπινης ιστορίας οι άνθρωποι αίρονται υπεράνω της φύσης, όχι μόνον από βιολογικής, αλλά και από κοινωνικής απόψεως: εδώ το ανθρώπινο γένος αναπτύσσεται ως ενοποιημένο, ενιαίο, ως ενιαίο όλο. Ήδη, στο βαθμό του γίγνεσθαι της ανθρωπότητας ως ενιαίου όλου, αναβαθμίζεται η ανάγκη αντανάκλασης της κοινωνίας ως όλου και η σημασία τέτοιου είδους αντανάκλασης, δηλαδή, αντανάκλασής της με τον τρόπο της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο.
Το πεδίο χρησιμοποίησης του τρόπου της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο είναι ήδη πολύ μεγάλο. Ο τρόπος αυτός είναι ο τρόπος νοητικής αναπαραγωγής του αναπτυσσόμενου συστήματος. Εν τω μεταξύ, ο σύγχρονος κόσμος, ως προς το βασικό του περιεχόμενο, συνιστά την αλληλεπίδραση δύο παγκόσμιων συστημάτων: του σοσιαλιστικού και του κεφαλαιοκρατικού. Κανένα από αυτά, ούτε και η αλληλεπίδρασή τους δεν μπορούν να κατανοηθούν σε βάθος χωρίς τη χρησιμοποίηση του τρόπου της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο. Η κάθε μεμονωμένη χώρα, -είτε το θέλουμε είτε όχι- αντικειμενικά υφίσταται ως αναπόσπαστο μέρος, ως στιγμή της αναπτυσσόμενης ανθρωπότητας.
Ο τρόπος της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, θα εκδιπλώσει τις δυνατότητές του σε πλήρη βαθμό κατά τη διερεύνηση της αυθεντικής ιστορίας της ανθρωπότητας.     


* Υπογράμμιση του Β.Ι. Λένιν.