Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2012

Για την Ταυτότητα από την διδασκαλία της Ουσίας


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΟΙ ΟΥΣΙΟΤΗΤΕΣ Ή ΟΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΊ ΤΗΣ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗΣ

Η ανασκόπηση είναι το εμφαίνεσθαι της ουσίας μέσα στον εαυτό της. Η ουσία είναι μια κίνηση μέσα από διαφορετικές βαθμίδες(ταυτότητα,διαφορά,αντίφαση) ,ως απόλυτη διαμεσολάβηση με τον εαυτό της.


Παρατήρηση

Οι προσδιορισμοί της ανασκόπησης είχαν την ισχύ καθολικών νόμων της νόησης, οι οποίοι αποτελούν το θεμέλιο κάθε νόησης και έχουν τρία βασικά χαρακτηριστικά: είναι «απόλυτοι στον εαυτό τους», «μη αποδείξιμοι» και αποδεκτοί άμεσα και αναντίρρητα από κάθε νόηση, ανεξάρτητα από τον τρόπο με τον οποίο αυτή τους συλλαμβάνει.
Η πρώτη πρόταση είναι η αρχή της ταυτότητας: «καθετί είναι ίσο προς τον εαυτό του ή Α=Α.» Η πρόταση αυτή για την τυπική λογική μπορεί να λάβει και την ακόλουθη διατύπωση ως αρχή πλέον της «μη αντίφασης» δίχως να αλλάζει διόλου το νόημα της: «Α δεν μπορεί ταυτόχρονα να είναι και να μην είναι Α». Θα δούμε στη συνέχεια ότι για τον Χέγκελ ανάμεσα στις δύο προτάσεις υπάρχει μία κλιμάκωση, που προετοιμάζει την μετάβαση στην επόμενη αρχή, αυτή της διαφοράς.


Ο Χέγκελ αναρωτιέται γιατί δεν θα μπορούσαν να ισχύουν ως απόλυτοι νόμοι της νόησης οι προσδιοριστικότητες της σφαίρας του Είναι(«καθετί είναι, καθετί έχει ένα προσδιορισμένο είναι κτλ). Την απάντηση τη δίνει ο ίδιος λέγοντας ότι «μια προσδιοριστικότητα του Είναι ουσιαστικά είναι μια μετάβαση στο αντί-θετο∙ η αρνητική [προσδιοριστικότητα] κάθε προσδιοριστικότητας είναι τόσο αναγκαία όσο η τελευταία τούτη∙ Καθόσον άμεσες προσδιοριστικότητες η καθεμία φέρεται αντιμέτωπη άμεσα προς την άλλη…Αμφότερες παρουσιάζονται με την ίδια αναγκαιότητα και ως άμεσες καταφάσεις είναι τουλάχιστον εξίσου ορθές.»97,98 Το καθαρό Είναι είναι Μηδέν, η πραγματικότητα(Realitat), άρνηση κ.ο. Έτσι λόγω της ιδιοτυπίας του Είναι ,δεν μπορούμε να εξάγουμε καθολικά εφαρμοζόμενες, αναμφισβήτητες και απόλυτα αληθείς προτάσεις, διότι «αν προσπαθούσαμε να βασίσουμε ένα καθολικό νόμο σε κάθε κατηγορία , αυτοί οι νόμοι ευθέως θα αντέφασκαν μεταξύ τους»(104, mctaggart, υπογρ. δική μου) .
«Οι προσδιορισμοί-ανασκόπησης ,απεναντίας ,δεν είναι ποιοτικού τύπου»98. Η ιδιαιτερότητά τους σε σχέση με τους αντίστοιχους του Είναι έγκειται στο ότι αυτοί δεν αναφέρονται σε άλλο αλλά στον ίδιο τον εαυτό τους. Είναι ανασκόπηση εντός εαυτού.
Στο σημείο αυτό ο Χέγκελ κάνει μία σύγκριση ανάμεσα στην πρόταση και την κρίση ,την οποία θα βρούμε και στην Διδασκαλία περί της Έννοιας στο κεφάλαιο για την «κρίση». Αναφέρει λοιπόν  ότι «με το να είναι προσδιοριστικότητες, που είναι στον εαυτό τους σχέσεις, περιέχουν ήδη μέσα τους αναλογικά(insofern) τη μορφή της πρότασης. Γιατί η διαφορά της πρότασης από την κρίση έγκειται κυρίως στο γεγονός ότι στην πρώτη το περιεχόμενο αποτελεί την ίδια τη σχέση ή ότι αυτό είναι μια ειδική σχέση(bestimmte, προσδιορισμένηΣε μια πρόταση του τύπου «τά παιδία παίζει ζατρίκιον» , το περιεχόμενο βρίσκεται στο ρήμα, στην σχέση ,στην σύνδεση ανάμεσα στο υποκείμενο και το αντικείμενο. «Η κρίση, αντίθετα, μεταθέτει το περιεχόμενο στο κατηγόρημα ως μια καθολική προσδιοριστικότητα, η οποία είναι για τον εαυτό της και είναι διαφορετική από τη σχέση της, από το απλό συνδετικό(Kopula)». Σε μια κρίση το ρήμα είναι  κάτι ουδέτερο και αδιάφορο και όλοι προσδοκούν το κατηγορούμενο που θα ακολουθήσει. Το υποκείμενο είναι κάτι «ήρεμο» που λειτουργεί ως «στήριγμα» στα εκάστοτε κατηγορούμενα. Η κρίση χωρίζει «τον προσδιορισμό τον ίδιο και την αναφορά του σε ένα υποκείμενο». Αν λοιπόν η βασική διαφορά ανάμεσα στην πρόταση και στην κρίση έγκειται στο ότι στην πρώτη «το περιεχόμενο αποτελεί την ίδια τη σχέση», τότε μπορούμε να αντιληφθούμε γιατί μια πρόταση του τύπου Α είναι Α, μια ανασκοπική πρόταση ,δεν περιέχει ένα «ήρεμο» υποκείμενο και ένα καθολικό κατηγορούμενο αλλά πρόκειται για αυτοαναφορά ή το περιεχόμενο είναι η σχέση τους.

1η παρέκβαση
Κρίση-Πρόταση στην «Διδασκαλία περί της Έννοιας»

Στην Φαινομελογία δεν προσδιορίζεται η τεχνική(ποιοτική) διαφορά ανάμεσα στην πρόταση και την κρίση. Ο Χέγκελ εκεί εξέτασε απλώς την πρόταση ως πιο γενική μορφή από την κρίση(Φ. 185). Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι γραμματικά η πρόταση έχει όπως και η κρίση υποκείμενο και κατηγορούμενο(Έννοια, 229).  «Για να είναι κρίση χρειάζεται το κατηγορούμενο να σχετίζεται με το υποκείμενο, έτσι όπως σχετίζονται οι προσδιορισμοί-έννοιας, δηλαδή ως ένα καθολικό με ένα μερικό ή ενικό.»(Έννοια 229). Στην πρόταση υπάρχει ο συνδυασμός 2 εννοιών∙ αυτό που της λείπει και είναι το ουσιώδες γνώρισμα της κρίσης είναι η διαφορά των προσδιορισμών της(230). Η σύνδεση δίχως τη διαφορά είναι εξωτερική. Η σχέση της πρότασης με την κρίση μας θυμίζει την διαφορά ανάμεσα στην ταυτότητα που έχει επιστρέψει στον εαυτό της από τη διαφορά και στην ταυτότητα της τυπικής λογικής που είναι μια «απόλυτη φλυαρία»(108 Ουσία). Η πρόταση είναι ταυτολογική, ενώ η κρίση φέρει την διαφορά των προσδιοριστικοτήτων εντός της ενότητας. «Εάν ό,τι λέγεται για ένα ενικό υποκείμενο δεν εκφράζει το ίδιο παρά κάτι το ενικό, τότε αυτό είναι μια σκέτη πρόταση. Για παράδειγμα , ««ο Αριστοτέλης πέθανε σε ηλικία 73 ετών, στο 40 έτος της 115ης Ολυμπιάδας», είναι σκέτη πρόταση και καμία κρίση.»(229). Ουσιαστικά το κατηγορούμενο είναι «φωτογραφικό» του υποκειμένου και επομένως κατά βάση δεν διαφέρει από μια πρόταση του τύπου 2Α = Α+Α. Αντίθετα αν το ενικό-υποκείμενο συνοδευόταν από ένα αβέβαιο κατηγορούμενο, τότε λόγω της διαφοράς προσδιορισμών θα ανερχόμασταν στο επίπεδο της κρίσης. Όπως επισημαίνει ο Τζωρτζόπουλος «Η κρίση εμπεριέχει τη θεμελιακή σκέψη προς κατανόηση της θεωρησιακής ή φιλοσοφικής πρότασης ως της εννοιακά αυτοκινούμενης σκέψης».


Παρατηρούμε πως η αναφορά του Χέγκελ στην «Διδασκαλία περί της Ουσίας» παρότι από διαφορετική σκοπιά, καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα. Η πρόταση είναι ταυτολογική ,ενώ η κρίση εμπεριέχει στη φύση της την διαφορά. Στη διαλεκτική του Χέγκελ κομβικό ρόλο διαδραματίζουν οι μεταβάσεις. Από αυτή την άποψη όπως θα διαπιστώσουμε αμέσως παρακάτω η πρόταση καταλύεται όταν απολυτοποιεί την στιγμή της ταυτότητας(και αφήνει εκτός την διαφορά).
Η ανάδειξη των προτάσεων αυτών σε καθολικούς νόμους, τους προσδίδει μια «σφαλερή πλευρά» και τις υποβαθμίζει στη σφαίρα του Είναι. Η κατευθυντήρια φράση της εγελιανής κριτικής είναι ότι «οι προσδιορισμοί-ανασκόπησης πρέπει να εξεταστούν καθεαυτές και δια εαυτές». Το σφάλμα έγκειται στην απολυτοποίηση από την τυπική λογική(διάνοια) της «αναφοράς στον εαυτό», η οποία[αναφορά] απομονωμένη από το «έτερο» μετατρέπει τον προσδιορισμό-ανασκόπησης σε ποιοτικό προσδιορισμό, δηλ. σε εννοιακό-προσδιορισμό[1] που ανήκει στο Είναι. Στο σημείο αυτό ανακύπτουν τα δύο πρώτα δίπολα: παραδοσιακή πρόταση-θεωρησιακή πρόταση, διατήρηση-μετάβαση.


2η παρέκβαση: Θεωρησιακή πρόταση-παραδοσιακή πρόταση

Φαινομενολογία σελ 185
Στην Φαινομενολογία ο Χέγκελ εισάγει τον όρο «θεωρησιακή πρόταση»(που λίγες γραμμές παρακάτω την αναφέρει και ως «φιλοσοφική πρόταση»). Η τελευταία όπως ισχυρίζεται «καταστρέφει» την φύση της κρίσης ή της πρότασης εν γένει. Σε αυτό το στάδιο τον Χέγκελ δεν τον ενδιαφέρει η διαφορά της κρίσης από την πρόταση και αρκείται στην κοινή δομή τους(υποκειμένο-κατηγορούμενο). Μάλιστα επιλέγει να χρησιμοποιήσει την λέξη «πρόταση» αντί της «κρίσης».
Στην παραδοσιακή πρόταση «το υποκείμενο λαμβάνεται ως σταθερό σημείο, στο οποίο προσδέθηκαν , σαν στο στήριγμά τους, τα κατηγορούμενα, με μια κίνηση, που ανήκει στον έχοντα γνώση αυτού του υποκειμένου και η οποία[γνώση] ως εκ τούτου δεν θεωρείται ότι ανήκει στο ίδιο το σημείο[2](145) Η θεωρησιακή πρόταση είναι η πρόταση της ταυτότητας(Α=Α) ,η οποία από την φύση της αντιτίθεται προς την διάκριση σε υποκείμενο και κατηγορούμενο. Όμως δεν πρόκειται για μια ταυτολογική, τυπική πρόταση, αλλά για την ταυτότητα εντός της «ενότητας της έννοιας». Επομένως «η ταυτότητα του υποκειμένου και του κατηγορουμένου δε σημαίνει ότι εκμηδενίζει τη μεταξύ τους διαφορά, την οποία εκφράζει η μορφή της πρότασης ∙ απεναντίας η ενότητά τους οφείλει να ανακύπτει ως μια αρμονία»(185, υπογράμμ. δική μου). Ο Χέγκελ θα εμπλουτίσει την παραπάνω διατύπωση μερικά χρόνια αργότερα λέγοντας ότι μια πρόταση «Για να είναι κρίση χρειάζεται το κατηγορούμενο να σχετίζεται με το υποκείμενο, έτσι όπως σχετίζονται οι προσδιορισμοί-έννοιας, δηλαδή ως ένα καθολικό με ένα μερικό ή ενικό.»(Έννοια 229). Το κατηγορούμενο «έχει υποστασιακή σημασία, μέσα στην οποία το υποκείμενο διαλύεται»(186). Το κατηγορούμενο υπέχει θέση ουσίας. Το υποκείμενο έχει την ουσία του στο κατηγορούμενο και παύει πλέον να είναι ήρεμο και σταθερό. Ουσιαστικά η θεωρησιακή πρόταση είναι μια ανασκόπηση εντός εαυτού, ο στοχασμός όντας στο κατηγορούμενο ρίχνεται μέσα στο υποκείμενο και όντας στο κατηγορούμενο δεν επανέρχεται στον εαυτό του, αλλά στο υποκείμενο του περιεχομένου. Το περιεχόμενο(δηλ. το κατηγορούμενο) είναι η ουσία του υποκειμένου και άρα το υποκείμενο ερχόμενο στο κατηγορούμενο βρίσκει τον εαυτό του. Φυσικά δεν είναι όλες οι προτάσεις θεωρησιακές. «Στην πράξη ο μη-θεωρησιακός στοχασμός έχει και αυτός το δίκιο του, που είναι νόμιμο, αλλά δεν υπολογίζεται στον τρόπο της θεωρησιακής πρότασης»(188).Η θεωρησιακή πρόταση δεν είναι κάποιο συγκεκριμένο είδος πρότασης ,αλλά είναι η πρόταση που ανήκει στο φιλοσοφείν. Είναι πρόταση που ανήκει στο επίπεδο του λόγου, έχοντας άρει τις απολυτοποιήσεις και αφαιρέσεις(ταυτότητα-διαφορά) της διάνοιας. Η θεωρησιακή πρόταση είναι μια άλλη διατύπωση για την οριακή στιγμή της Aufhebung ,όπου το προηγούμενο στάδιο διατηρείται αρνούμενο τον εαυτό του.
Από τα παραπάνω νομίζω ότι μπορεί να εξαχθεί ερμηνευτικά ότι η θεωρησιακή πρόταση είναι η άρση της «πρότασης»(ταυτότητα) και της κρίσης(διαφορά), όπως αυτοί οι όροι έχουν ανακύψει με την τεχνική τους έννοια στην «Ουσία» και στην «Έννοια».




Η τυπική λογική εκμεταλλευόμενη τη μορφή των προσδιορισμών-ανασκόπησης που είναι αυτοαναφορική, τους παρέθετε τον ένα δίπλα στον άλλο δίχως να τους συσχετίζει, αποδίδοντας σε έκαστο απόλυτη ισχύ. Όμως, όπως γίνεται «άμεσα φανερό», αν τους σχετίσει κανείς ,τότε οδηγούνται σε αντίφαση μεταξύ τους ή για την ακρίβεια ο ένας μεταβαίνει στον άλλο.




Α. Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ

1(100,101). «Η ουσία είναι η απλή αμεσότητα ως ανηρημένη αμεσότητα…η ετερότητα και η αναφορά σε άλλο έχει απόλυτα εξαφανισθεί αυτή καθεαυτήν στην καθαρή αυτό-ισότητα.» Το «απόλυτα»(schlechthin)  ως διατύπωση ισοδυναμεί με το καθεαυτό και δια εαυτό ή με την άρνηση της άρνησης. Επομένως η απόλυτη εξαφάνιση του ετέρου ,σημαίνει συνάμα και διατήρησή του ως ανηρημένου. Ήδη λοιπόν από την αρχή ο Χέγκελ μας δείχνει τι είδους είναι η δική του «ταυτότητα». Δεν πρόκειται για αφηρημένη ταυτότητα που προήλθε από μια σχετική(relativ) αρνητική διαδικασία αλλά για αναίρεση αυτή καθαυτή(an sich selbst), η οποία αίρει και το ίδιο το διαφοροποιημένο(Unterschiedene).


Παρατήρηση 1(101,102)

Η παρατήρηση αυτή δεν δίνει επιπλέον πληροφορίες αλλά κυρίως επεξηγεί ό,τι έχει ήδη ειπωθεί για την ταυτότητα.
Η διάνοια ή η νόηση που κρατείται μέσα στην εξωτερική ανασκόπηση «έχει πάντα εμπρός της μόνο την αφηρημένη ταυτότητα και έξω από τούτη και παράπλευρα τούτης έχει τη διαφορά». Ουσιαστικά αποδίδεται στον Λόγο ένας ρόλος ο οποίος δεν τον καθιστά τίποτε άλλο από «έναν υφαντικό ιστό ,επί του οποίου αυτός συνδέει και συνυφαίνει εξωτερικά μεταξύ τους το στημόνι, δηλ. την ταυτότητα και μετά το υφάδι, τη διαφορά». Τέτοιου είδους «διαβεβαιώσεις και γνώμες» για το τι κάνει ο λόγος τις χαρακτηρίζει «ιστοριογραφικές» καθότι περιγράφουν σαν τρίτοι, σαν ιστοριογράφοι γεγονότα που συμβαίνουν έξω από αυτούς. Αντίθετα εδώ πρόκειται για την ίδια την κίνηση του πράγματος, για το «γίγνεσθαι μέσα στην ουσία»79.



2(102-104). «Αρχικά»(Zunachst) η ταυτότητα είναι ένα με την ουσία και δεν έχει καταστεί «ακόμα» ένας προσδιορισμός αυτής. Μια ισοδύναμη διατύπωση που δίνει ο Χέγκελ είναι ότι η ταυτότητα είναι «η ανασκόπηση στην ολότητά της»(die ganze Reflexion) και όχι ένα διαφοροποιημένο στάδιο της ανασκόπησης. Άρα 2 ζεύγη: ουσία=ανασκόπηση στην ολότητά της, προσδιορισμός ουσίας=διαφοροποιημένο στάδιο της ανασκόπησης. Το «αρχικά» συνδέει το δεύτερο μέρος με το πρώτο. Ουσιαστικά ο Χέγκελ επαναλαμβάνει ότι η ταυτότητα «αρχικά» ήταν ένας απόλυτος νόμος της σκέψης, ενώ στην Λογική θα μετατραπεί σε έναν ακόμα προσδιορισμό της Ουσίας.
Στη Λογική του η ταυτότητα είναι απόλυτη άρνηση, είναι δηλαδή εκείνη που εμπεριέχει τη διαφορά, «η οποία εξαφανίζεται στην γένεσή της». Αμέσως παρακάτω μας εξηγεί που έγκειται η άρνηση της άρνησης και γιατί η διαφορά εξαφανίζεται εν τη γενέσει της.«Το διαφοροποιείν είναι το θέτειν του μη-Είναι ως [θέτειν] του μη-Είναι του άλλου»(1η άρνηση). Η διαφορά θέτει στο άλλο(που μόνο συμβατικά μπορεί να ονομαστεί Είναι) ένα μη-Είναι. «Αλλά το μη-Είναι του άλλου είναι αναίρεση του άλλου και επομένως του ίδιου του διαφοροποιείν.»(2η άρνηση) Με το να θέτει λοιπόν η διαφορά το μη-Είναι ,το Είναι αναιρείται και μαζί με αυτό παρασέρνει και το μη-Είναι ,καθώς το τελευταίο δεν έχει πλέον κάτι για να το αρνηθεί. Το διαφοροποιείν καταλύεται μέσα στην ίδια την κίνησή του.
Ήδη η Λογική έχει αρχίσει να ρίχνει τα θεμέλια για την ανάβαση στην επόμενη κατηγορία, αυτήν της «απόλυτης διαφοράς». Η αυτό-κατάλυση του μη-Είναι(της διαφοράς) είναι στην πραγματικότητα το μη-Είναι του μη-Είναι(η διαφορά της διαφοράς ή απόλυτη διαφορά)∙ ή με την διατύπωση του Χέγκελ «το διαφοροποιείν εδώ είναι παρόν ως αυτό-σχετιζόμενη αρνητικότητα, ως ένα μη-Είναι, που είναι μη-Είναι του ίδιου του εαυτού του, ένα μη-Είναι ,το οποίο έχει το μη-Είναι του όχι σε ένα άλλο, αλλά στον ίδιο του τον εαυτό.»
 Η ταυτότητα είναι ταυτότητα μόνο ως απώθηση(abstossen),δηλ. διαφορά ∙ ενώ «η απώθηση είναι απώθηση»(δηλ. η διαφορά είναι διαφορά)  μόνο ως «η ταυτή με τον εαυτό της διαφορά»(η διαφορά της διαφοράς). Η διαφορά αρνούμενη την ταυτότητα και μετά τον ίδιο τον εαυτό της επανασυγκροτεί την ταυτότητα. Η φράση του Χέγκελ επιβεβαιώνει το προηγούμενο συμπέρασμα «Sie ist somit die Identität als der mit sich identische Unterschied». Το παραθέσαμε στα γερμανικά γιατί μόνο εκεί διακρίνεται ότι το Sie  είναι η ταυτότητα ,με άλλα λόγια «η ταυτότητα είναι λοιπόν ταυτότητα, ως η ταυτή με τον εαυτό της διαφορά». Στα ελληνικά το «αυτή» μπορεί να αναφέρεται τόσο στην ταυτότητα όσο και στην διαφορά, αλλά στα γερμανικά η διαφορά είναι αρσενικό και αποφεύγουμε το μπέρδεμα. 
Από την άλλη η διαφορά της διαφοράς είναι «απόλυτη μη-ταυτότητα». Αλλά ακριβώς επειδή είναι απόλυτη δεν περιέχει τίποτε από το άλλο της, αλλά μόνο τον ίδιο τον εαυτό της. Η ταυτότητα έχει μετατραπεί σε προσδιορισμό της ταυτότητας που αντίκειται στην μη-ταυτότητα. 


Παρατήρηση 2

Η παρατήρηση 2 είναι σαφώς πιο εκτεταμένη και πλούσια από την πρώτη. Σε αυτήν ο Χέγκελ θα επιχειρήσει να αποδομήσει την πρόταση της τυπικής λογικής έξω από το καθαρό σύστημα της διαλεκτικής ανάπτυξης.

Το πρώτο του επιχείρημα έγκειται στο εξής: η πρόταση της ταυτότητας έχει τη μορφή ότι Α=Α. Όσοι δέχονται την πρόταση της ταυτότητας διατείνονται συγχρόνως ότι «δεν είναι διαφορετικότητα, αλλά πως η ταυτότητα και η διαφορετικότητα είναι διαφορετικά πράγματα». Παραθέτω και την πρόταση της διαφοράς όπως τουλάχιστον την διατυπώνει ο ίδιος ο Χέγκελ(σελ.121): «όλα τα πράγματα είναι διαφορετικά ή δεν υπάρχουν δύο πράγματα τα οποία είναι όμοια μεταξύ τους». Έτσι η ταυτότητα υποδηλώνει με όχι εξωτερικό τρόπο ότι ανήκει στη φύση της να είναι διαφορετική.

Δεύτερο επιχείρημα: Η ταυτότητα σε διάκριση από την διαφορά είναι μια αφαίρεση που ανήκει στο προδιαλεκτικό στάδιο της διάνοιας. Πρόκειται για μια «αφηρημένη και ατελή αλήθεια». Στον Χέγκελ όμως δεν υπάρχουν κάθετες τομές, που διαγράφουν το προηγούμενο στάδιο της νόησης και έτσι «η ταυτότητα, ως αφηρημένη ,είναι ουσιώδης και ως τέτοια είναι εξίσου ατελής». Απλώς «Η αλήθεια είναι ολοκληρωμένη μόνο μέσα στην ενότητα της ταυτότητας με τη διαφορετικότητα».

Τρίτο επιχείρημα: Ήδη στην παρατήρηση της σελίδας 97 ο Χέγκελ είχε αναφέρει ότι οι προσδιορισμοί-ανασκόπησης είναι «μη αποδείξιμοι». Πράγματι ο Αριστοτέλης στο Γ΄ των «μετά τα Φυσικά» διατύπωσε την άποψη ότι για την αρχή της μη αντίφασης μόνο ελεγκτική απόδειξη χωρεί, δηλ. μία εκ των υστέρων απόδειξη. Η απόδειξη έγκειται στο ότι αλλιώς αν δεν ίσχυε η αρχή της ταυτότητας δεν θα μπορούσαμε να συνεννοηθούμε ,καθώς όποιος άρθρωνε μία κουβέντα ,θα εννοούσε ταυτόχρονα ότι ισχύει και το αντίθετο. Αν όμως η απόδειξη είναι εκ των υστέρων είναι μια εμπειρική απόδειξη. Η εμπειρία από τη φύση της εγκαλεί τους ανθρώπους ως άτομα(μεμονωμένα). Άρα για να θεμελιωθεί η πρόταση της ταυτότητας «γίνεται επίκληση της εμπειρίας κάθε συνείδησης». Εφόσον λοιπόν ο καθένας αποδέχεται άμεσα μια πρόταση του τύπου «ένα δέντρο είναι ένα δέντρο», τότε η πρόταση της ταυτότητας «δεν χρήζει περαιτέρω αιτιολόγησης και απόδειξης».  
Όμως επειδή ο παραπάνω έλεγχος δεν μπορεί να γίνει σε κάθε συνείδηση ,η ελεγκτική «απόδειξη» είναι απλός τρόπος του λέγειν. Έτσι μπορούμε να μιλάμε όχι για «απόδειξη» αλλά για «διαβεβαίωση πως, αν κανείς αποκτούσε την εμπειρία, θα προέκυπτε ως αποτέλεσμα η καθολική αναγνώριση». Παραφράζοντας τον Χιουμ και θέλοντας να δώσουμε έμφαση στο εμπειρικό χαρακτήρα της ελεγκτικής απόδειξης θα λέγαμε ότι «ποιός μου εγγυάται ότι αύριο δεν θα υπάρχουν άνθρωποι, καθόλα νοήμονες, που δεν θα λένε ότι τίποτα δεν μένει ίδιο και ότι ‘’τα πάντα ρει’’ή  που θα λένε ότι ούτε μία φορά δεν μπορείς να μπεις στο ίδιο ποτάμι;». Αν λοιπόν μιλήσουμε εντός ενός αυστηρού φιλοσοφικού πλαισίου μπορούμε να πούμε ότι ακόμα και αν  στους μέχρι τώρα εμπειρικούς ελέγχους η πρόταση της ταυτότητας επιβεβαιώθηκε, δεν παύει εφόσον εμπειρική να είναι αβέβαιη για το μέλλον και σίγουρα πάντως δεν μπορεί να θεωρείται ως «απόλυτος και καθολικός νόμος της σκέψης». 

Τέταρτο επιχείρημα: Το τέταρτο επιχείρημα συνδέεται οργανικά με το τρίτο και συμβάλλει ακόμα περισσότερο στην αποδόμηση της πρότασης της ταυτότητας ως καθολικού νόμου της σκέψης. Αν λοιπόν σύμφωνα με την ελεγκτική απόδειξη δεν γίνεται να αρθρώσουμε λέξη(με πρόθεση συνεννόησης με κάποιον) χωρίς να έχουμε θέσει ως θεμέλιο την αρχή της ταυτότητας, τότε αυτή υπόκειται σε κάθε «συγκεκριμένη εφαρμογή». Αλλά κάθε συγκεκριμένη πρόταση είναι εμπειρική και συνθετική ∙ άρα έχουμε «την αναφορά του απλού ταυτόσημου σε ένα διαφορετικό από αυτό πολλαπλό». Όμως ο ικανός αναλυτικός μπορεί με αφαίρεση «να εξαγάγει δι’ αναλύσεως την πρόταση της ταυτότητας» κάτω από το συνθετικό πέπλο. Όμως έχοντας δεχτεί ότι η εμπειρία είναι η ενότητα της ταυτότητας με την διαφορετικότητα, αφαιρώντας την ταυτότητα αλλοιώνουμε την εμπειρία. Είναι απότοκο της μονομέρειας της διάνοιας, όταν κανείς επικαλείται την εμπειρία ,η οποία είναι η ενότητα της ταυτότητας με την διαφορετικότητα και άρα πάντα συναντάται σε αυτήν την μορφή, και στη συνέχεια εξάγει μόνο το ένα μέρος της(την ταυτότητα) ή το άλλο μέρος της(τη διαφορά) και το ανακηρύσσει σε απόλυτο νόμο της σκέψης ξέχωρα από το άλλο.


Πέμπτο επιχείρημα: Οι μόνες προτάσεις που διαφεύγουν από την ισχύ του τέταρτου επιχειρήματος είναι οι καθαρά ταυτολογικές προτάσεις. Εδώ αυτό που έχει σημασία δεν είναι πλέον το περιεχόμενο αλλά ο τρόπος. Μια πρόταση του τύπου «ο Θεός είναι Θεός» παρότι είναι αληθινή είναι «απόλυτη φλυαρία» και «χαίρει πολύ ελάχιστης εκτίμησης». Ο Χέγκελ θεωρεί ότι «στην μορφή της πρότασης ,με την οποία εκφράζεται η ταυτότητα, βρίσκεται κάτι περισσότερο από την απλή, αφηρημένη ταυτότητα». Η ίδια η πρόταση που σύγκειται από το υποκείμενο και το κατηγορούμενο ετοιμάζεται να κινηθεί προς ένα διαφορετικό από το υποκείμενο κατηγορούμενο. Αυτό συμβαίνει σε κάθε πρόταση και άρα και στην πρόταση της ταυτότητας καθώς «η προτασιακή μορφή μπορεί να θεωρηθεί ως η λανθάνουσα αναγκαιότητα να προστεθεί ακόμη στην αφηρημένη ταυτότητα το περισσότερο εκείνης της κίνησης». Επομένως στην πρόταση της ταυτότητας το Άλλο είναι μια εμφάνεια ,ένας εξαφανισμός και η κίνηση επανέρχεται εντέλει στον εαυτό της. Από μια ταυτολογική πρόταση «δεν έχει προκύψει τίποτα(nichts)» και άρα «τούτη η ταυτότητα είναι το μηδέν(Nichts, εδώ χρησιμοποιεί κεφαλαίο ,οπότε έχει τεχνική χρήση)…είναι η αρνητικότητα, η απόλυτη διαφορά ως προς τον εαυτό της».

Στις επόμενες αναρτήσεις θα αναπτύξουμε το έκτο και τελευταίο επιχείρημα, στο οποίο δείχνεται ότι ο νόμος της μη αντίφασης είναι η αναπτυγμένη μορφή του νόμου της ταυτότητας.


[1] Είναι χρήσιμο να αναφέρουμε, ακόμα και αν δεν είναι απαραίτητο να την τηρούμε στο βαθμό που είναι συνήθως προφανές σε ποια από τις τρεις σφαίρες αναφερόμαστε,   την διάκριση ανάμεσα σε εννοιακό-προσδιορισμό(Begriffbestimmung)  και σε προσδιορισμό της έννοιας(Bestimmung des Begriffs). Ο πρώτος ανήκει στην σφαίρα του είναι και της ουσίας ,ενώ ο δεύτερος στην ίδια την έννοια. Σελ. 194 διδασκαλία περί της Έννοιας.
[2] Το παρατεθέν απόσπασμα είναι μια ρητή κριτική στην θεολογία ,που απέδιδε κατηγορήματα στον θεό(αιώνιας, άπειρος, παντοδύναμος κτλ.) ,τα οποία μέσω της διάκρισης υποκειμένου-κατηγορουμένου, που ταλανίζει την (μη θεωρησιακή) κρίση, ήταν εξωτερικά προς το υποκείμενο, θέτοντας το ως ένα ήρεμο σημείο, «ενώ αυτή η πραγματικότητα είναι η αυτοκίνηση»(144) 

Λίγα λόγια για την κλειστότητα του εγελιανού συστήματος



Από την λογική ,μέχρι την φιλοσοφία του Δικαίου και της ιστορίας το σύστημα του Χέγκελ παρουσιάζεται ως ολοκληρωμένο. Η λογική στο επίπεδο της μεθόδου έχει φθάσει στην απόλυτη ταυτότητα Υ-Α. Η φιλοσοφία του Δικαίου ολοκληρώνεται με το κράτος. Τέλος η παγκόσμια ιστορία ,της οποίας η ουσία είναι η συνειδητοποίηση της ελευθερίας από την ανθρωπότητα ολοκληρώνεται  «This new discovery is the unity of the divine and the human. By means of it objective truth is reconciled with freedom, and that, too, inside of self-consciousness and subjectivity…Although it is in this form still abstract, it is the reconciliation and solution of all contradiction…The true atonement and reconciliation has become objective, and unfolds the state as the image and reality of reason. In the state, self-consciousness finds the organic development of its real substantive knowing and will, in religion it finds in the form of ideal essence the feeling and the vision of this its truth, and in science it finds the free conceived knowledge of this truth, seeing it to be one and the same in all its mutually completing manifestations, namely, the state, nature, and the ideal world.» Πρόκειται για αποσπάσματα από τις τελευταίες παραγράφους της Φιλοσοφίας του Δικαίου ,όπου ο Χέγκελ μιλά για την συμφιλίωση της ελευθερίας με την αντικειμενική αλήθεια. Μάλιστα κάνει αναλογίες ότι το στάδιο στην φιλοσοφίας του δικαίου ,αντιστοιχεί στο στάδιο της θρησκείας και στο στάδιο της επιστήμης(εννοώντας την φιλοσοφία) . Προσθέτουμε εμείς ότι όσο γίνεται λόγος μόνο για  το «Λογικό στοιχείο» της Απόλυτης Ιδέας, το οποίο είναι «ο καθολικός τρόπος μέσα στον οποίο είναι ανηρημένοι και συμπεριλαμβανόμενοι όλοι οι μερικοί τρόποι»(Διδ. Εννοιας 622), τότε το ανώτερο τμήμα αυτού είναι η μέθοδος, ως ταυτότητα Υποκειμένου – Αντικειμένου. Παρατηρούμε ότι πρόκειται για ένα κλειστό σύστημα. Φυσικά μπορεί να βρει ο καθένας στο γιγάντιο έργο του Χέγκελ αποσπάσματα που να λένε το αντίθετο, όπως πχ. όταν ο Χέγκελ κάνει λόγο στην φιλοσοφία της Ιστορίας για την Αμερική. Αλλά στα βασικά του έργα και ιδίως στη Λογική του με πολύ αυστηρότητα αποδεικνύει και το θεωρεί και πλεονέκτημα ότι το σύστημά του είναι κλειστό και άρα απόλυτο. Για να είμαστε βέβαια όσο πιο δίκαιοι απέναντι στον Χέγκελ μπορούμε ,πρέπει εδώ να πούμε ότι η κλειστότητα του συστήματός του δεν υφίσταται με απόλυτο και χοντροκομμένο τρόπο. Έτσι εξηγείται πχ. και η μετάβαση από την απόλυτη Ιδέα που είναι αμεσότητα προς την φύση. Σε ένα απόλυτα κλειστό σύστημα αυτή η μετάβαση θα ήταν αδύνατη. «…γιατί κάθε ενικό μέλος ,καθόσον εμψυχωμένο από τη μέθοδο, είναι η ανασκόπηση εντός εαυτού ,η οποία ,με το να επιστρέφει στο ξεκίνημα ,είναι συγχρόνως το ξεκίνημα ενός νέου μέλους» Έννοια 453,454, πρόκειται για κύκλο κύκλων ή ακόμα καλύτερα για σπείρα.

Ο Πατέλης κάνει λόγο για «νομοτελή υπερβολή-αμετροέπεια και τάση άνευ όρων προεκβολής του κεκτημένου που χαρακτηρίζει το χειρισμό κάθε μεγάλης ανακάλυψης από τον ερευνητή που την επέτυχε.», ο Ένγκελς λέει ότι την εποχή του Χέγκελ όλα τα συστήματα που δημιουργούνταν έπρεπε να είναι κατά κάποιο τρόπο κλειστά ή απόλυτα. Εγώ θα προσθέσω 2 ακόμη επιχειρήματα στα 2 προηγούμενα ορθά. 1. Η κοινωνική θεωρία που βρήκε ο Χέγκελ ως κληροδότητα δεν είχε καν ανέλθει στο επίπεδο της συνειδητής διαλεκτικής. Κατά τη γνώμη μας όσο πιο ανώριμη είναι μια θεωρία ,τόσο μεγαλύτερες αξιώσεις έχει για απολυτότητα.Δεν είναι τυχαίο ότι ο Χέγκελ ασχολήθηκε με όλες τις πλευρές του επιστητού με τρόπο σαν να είναι όλες στο ίδιο επίπεδο ανάπτυξης και άρα στο ανώτατό τους επίπεδο. Έτσι έφτιαξε μία θεωρία για όλα. Αντίθετα ο Μαρξ τα 3 αντικείμενα με τα οποία καταπιάστηκε(Πολιτική Οικονομία, θεωρία της Ιστορίας, Θεωρία για τον Κομμουνισμό)  τα ανέπτυξε ανισομερώς, κάτι που αντανακλούσε όμως και την ίδια την ανάπτυξη του αντικειμένου. Όσο αναπτύσσεται η κοινωνική θεωρία τόσο λιγότερo αμετροεπής γίνεται, τόσο περισσότερο ανακαλύπτει ιδιαιτέροτητες και εξειδικεύεται. To να υπάρξει στη συνέχεια μία σύνθεση αυτών των επιμέρους αναλύσεων είναι αναγκαίο και νομοτελές.2. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί κομμουνιστές στοχαστές αντιλαμβάνονται τον κομμουνισμό ως το τέλος της ιστορίας. Ο κομμουνισμός είναι μία κοινωνία χωρίς αντιφάσεις κτλ. Κατά τη γνώμη μας κάπως έτσι την πάτησε και ο Χέγκελ. Ευρισκόμενος στα γενοφάσκια της νέας κοινωνίας ,παρότι ανακάλυψε τα προβλήματα της κοινωνίας των πολιτών(αστική κοινωνία) επιχείρησε να τα συμφιλιώσει και όχι να τα εξαλείψει. Η ίδια η αστική κοινωνία δεν είχε αναπτυχθεί ακόμα επαρκώς για να αποκαλύψει τις αντιφάσεις της σε ώριμη και καθαρή μορφή και έτσι ο Χέγκελ την είδε ως όριο και τέλος της ιστορίας. Επιστρέφοντας στον κομμουνισμό θα παραθέσω πολύ σύντομα την άποψη του Βαζιούλιν, που ακριβώς δείχνει τις προσπάθειες της πλέον ώριμης εκδοχής της κοινωνικής θεωρίας να υπερβεί τουλάχιστον σε επίπεδο εικασιών ακριβώς την αντίληψη ενός κλειστού και κομμουνισμού ες αεί. Ο Βαζιούλιν από τη μία κάνει λόγο για μετάβαση σε έναν διαστημικό πολιτισμό(μεταφορά σε άλλο πλανήτη). Αλλά το πιο ενδιαφέρον είναι μία παραπομπή του Πατέλη από ένα άλλο κείμενο του Βαζιούλιν που λέει το εξής: «Η βιοτεχνολογία ήδη συνιστά έναν από  τους τομείς της επιστήμης και της παραγωγής με τις μεγαλύτερες προοπτικές. Η μετάβαση όμως  στη βιοπαραγωγή θα σημάνει ότι θα περιέλθει στην κυριότητα των ανθρώπων η φύση  ολόκληρου του έμβιου κόσμου (συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου ως βιολογικού όντος). Ως εκ τούτου, ανακύπτουν δύο εναλλακτικές δυνατότητες: 1. Η δυνατότητα κατάκτησης των  βιολογικών νομοτελειών (αναφορικά με τον άνθρωπο: η δυνατότητα εξάλειψης νοσημάτων και παράτασης της ζωής του ανθρώπου, εναρμόνισής του ως βιολογικού όντος) και, ταυτοχρόνως, 2. η δυνατότητα υπονόμευσης των όρων ύπαρξης [του είναι] της ανθρωπότητας ως συνόλου βιολογικών όντων. Η παρέμβαση στη βιολογική φύση του ανθρώπου εγκυμονεί μια προοπτική αυτοκτονίας για την ανθρωπότητα. Εδώ παρατηρείται επίσης μια σπείρα της έλικος: από τη  "δημιουργία" του ανθρώπου (ως βιολογικού όντος) από τη φύση προς τη βιολογική αυτοδημιουργία (που εμπεριέχει την ικανότητα αυτοκαταστροφής) του ανθρώπου». Αν δηλαδή η ιστορία της ανθρωπότητας είναι ένα μετασχηματισμός του βιολογικού από το κοινωνικό. Με τις βιοτεχνολογίες ,όπως θα αναπτυχθούν στην κομμουνιστική κοινωνία(γιατί στην αστική κοινωνία πιο πιθανό είναι να οδηγήσουν σε καταστροφή την ανθρωπότητα) μπορεί να αλλάξει η σχέση του βιολογικού με το κοινωνικό· και το κοινωνικό να φθάσει σε ένα τέτοιο σημείο ανάπτυξης που αλλάζοντας το βιολογικό(αλλάζοντας την βιολογική φύση του ανθρώπου) να μιλάμε πλέον για μία αφετηρία για μία νέα ανάπτυξη της ανθρωπότητας. Αυτό το παραθέτω ως παράδειγμα για να δείξω από την μία ότι και πολλοί μαρξιστές αυθόρμητα δεν μπορούν παρά να αντιμετωπίζουν τον κομμουνισμό ως το τέλος της ιστορίας και από την άλλη ότι ένας συνεπής στοχαστής θα πρέπει να αναζητά όρια ακόμα και στην κοινωνία του μέλλοντος έστω και ως εικασία.

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2012

Σκέψεις και προβληματισμοί πάνω στην Διαλεκτική Λογική



Τα αποσπάσματα είναι παρμένα από το τρίτο κεφάλαιο του τρίτου μέρους της διδασκαλίας περί την Έννοια και έχει τίτλο "Η απόλυτη Ιδέα". 

Η Μέθοδος "έχει αναδυθεί στην ύπαρξη ως η έννοια που έχει αυτογνωσία, που έχει για αντικείμενο τον εαυτό της, ως το απόλυτο, τόσο το υποκειμενικό όσο και το αντικειμενικό, κατ' επέκταση ως το καθαρό αντιστοιχείν της έννοιας και της ρεαλιστικής της πραγματικότητας, ως μία ύπαρξη ,που είναι η ίδια η έννοια"(624). "Η μέθοδος είναι λοιπόν η ψυχή και η υπόσταση και καθετί δεν μπορεί να συλλαμβάνεται στην έννοιά του και να γιγνώσκεται στην αλήθειά του παρά όταν είναι τελείως υποταγμένο στη μέθοδο"(625)

Η κίνηση της μεθόδου είναι από το καθολικό και απροσδιόριστο προς το μερικό και προσδιορισμένο και από εκεί ξανά προς την αμεσότητα του ενικού αλλά ως άρνηση της άρνησης. Μάλιστα στην νέα αυτή βάση «η αμεσότητα είναι μόνο μορφή, επειδή αυτή ήταν συνάμα αποτέλεσμα· επομένως ,η προσδιοριστικότητά της ως περιεχόμενο δεν είναι πλέον κάτι που έχει προσληφθεί , αλλά κάτι που έχει παραχθεί και αποδειχτεί»(645).

Η πρώτη σχέση μετάβασης από το καθολικό στο μερικό είναι το αναλυτικό στάδιο, «αν και αυτή η αναφορά ,είναι επίσης συνθετική, ακριβώς επειδή εκείνο, στο οποίο αυτή μεταβαίνει ,είναι το άλλο της»
Η δεύτερη σχέση μετάβασης από το μερικό στο ενικό είναι το συνθετικό στάδιο «επειδή είναι η αναφορά του διαφοροποιημένου όρου ως τέτοιου στον όρο από τον οποίο είναι διαφοροποιημένος» Εδώ έχουμε το στάδιο της ενικότητας. Οι προσδιορισμοί λαμβάνονται «ως απόλυτη αρνητικότητα αυτό είναι το αρνητικό στάδιο της απόλυτης διαμεσολάβησης , η ενότητα ,η οποία είναι η υποκειμενικότητα και η ψυχή»(642)

«Η μέθοδος της αλήθειας όμως, η οποία συλλαμβάνει κατανοητικά το αντι-κείμενο, είναι βέβαια η ίδια, όπως δείξαμε ,αναλυτική, επειδή παραμένει πάντοτε μέσα στην έννοια, αλλά είναι όχι λιγότερο συνθετική, γιατί μέσω της έννοιας το αντικείμενο γίνεται διαλεκτικό και προσδιορίζεται ως άλλο» (645)

Να πούμε εδώ ότι το συγκεκριμένο κεφάλαιο είναι πολύ κρίσιμο για να κατανοήσει κανείς την εγελιανή λογική συνολικά, καθώς μας παρέχει πληροφορίες περί της διαλεκτικής μεθόδου και για την ακρίβεια το κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στην διαλεκτική μέθοδο.

Εμείς θέλουμε πολύ σύντομα να δείξουμε μία κομβική διαφορά ανάμεσα στην μαρξιστική μέθοδο και στην εγελιανή.

Στην εγελιανή λογική η σύνθεση γίνεται με "μετάβαση" στο άλλο της έννοιας αλλά εντός της έννοιας. Άλλωστε αν βγει κανείς από την έννοια δεν κάνει πλέον λογική. Από την σκοπιά της παραδοσιακής διάκρισης της Λογικής από τις άλλες επιστήμες ο Χέγκελ είναι άψογος(άσχετα αν αυτή η διάκριση ως απόλυτη είναι αντιδιαλεκτική). Ο Χέγκελ επίσης ορθά αντιλαμβάνεται ότι στο στάδιο που κυριαρχεί η ανάλυση ενυπάρχει και η σύνθεση και το αντίστροφο. Όμως πρόκειται για μία σύνθεση ευνουχισμένη, καθώς είναι εντός της έννοιας.  
Αντίθετα η μαρξική λογική είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την γνωστική διαδικασία. Η κίνηση από κατηγορία σε κατηγορία ,που είναι η κίνηση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο(σύνθεση) φέρει εντός της την αντίστροφη κίνηση(ανάλυση) από το εμπειρικό προς το αφηρημένο. Με άλλα λόγια για να μεταβεί ο Μαρξ από την μία κατηγορία σε μία άλλη ,αναγκαστικά κινείται προς το πραγματικό αντι-κείμενο προεκβάλλοντας την ήδη κεκτημένη γνώση και αναζητώντας σε αυτό την επόμενη κατηγορία. Πρόκειται για μία κίνηση από το γνωστό στο άγνωστο και πάλι στο γνωστό. Εδώ η ανάλυση και η σύνθεση διαφέρουν πραγματικά καθώς η πρώτη έρχεται σε επαφή με το πραγματικό αντικείμενο.

Έτσι η μετάβαση από το Είναι στην Ουσία στο Κεφάλαιο δεν γίνεται μέσω της μονοδιάστατης μετάβασης από την έννοια του Είναι στην έννοια της Ουσίας. Αντίθετα μέσω της ανακάλυψης του γενικού τύπου της κεφαλαιοκρατικής κυκλοφορίας Χ-Ε-Χ΄ αναζητούμε στα πραγματικά εμπορεύματα ένα εμπόρευμα που να μπορεί να υλοποιήσει αυτή την αύξηση του χρήματος μέσα από μία πράξη ανταλλαγής. Μαρξ«Η μετατροπή του χρήματος σε κεφάλαιο πρέπει να εξηγηθεί με βάση τους εσώτερους νόμους της ανταλλαγής εμπορευμάτων, έτσι που σαν αφετηρία να χρησιμεύει η ανταλλαγή ισοδυνάμων…Η μεταμόρφωσή του σε πεταλούδα πρέπει να συντελεστεί μέσα στη σφαίρα της κυκλοφορίας και δεν πρέπει να συντελεστεί μέσα στη σφαίρα της κυκλοφορίας.»

 Έτσι έχουμε μία μετάβαση από τις κατηγορίες στο ίδιο το πραγματικό αντικείμενο. Η ανακάλυψη του εμπορεύματος εργασία που έχει ως χρήσιμη αξία του ,όταν καταναλώνεται να παράγει αξία, οδηγεί την σκέψη προς την εξέταση της ουσίας. Έτσι η εργασία δεν ανακαλύφθηκε ως προσδιορισμός της έννοιας του εμπορεύματος, αλλά ως πραγματικό εμπόρευμα. Άρα αν θέλει κανείς να αποτυπώσει ορθά την κίνηση της σκέψης και να συλλάβει τον πραγματικό συνδυασμό της σύνθεσης και της ανάλυσης ,τότε θα πρέπει να εξετάσει τη λογική σε σύνδεση με το πρώτο στάδιο της διαδικασίας της γνώσης. Ειδάλλως η αλληλοείσδυση της ανάλυση με τη σύνθεση είναι κενό γράμμα. 

Βέβαια το παράδειγμά μου αλλά και η συγκεκριμένη κριτική στον Χέγκελ ισχύουν υπό την εξής αίρεση. Ότι για να αναπτυχθεί η διαλεκτική λογική απαιτείται συγκεκριμένο αντικείμενο έρευνας. Με άλλα λόγια οι κατηγορίες της Λογικής για να αποκαλυφθούν πρέπει να συνδυασθούν με ένα συγκεκριμένο αντικείμενο.

Αλλά τότε υπάρχει διαλεκτική Λογική εν γένει; Και αν ναι ποιά είναι αυτή; Είναι η λογική του Κεφαλαίου; Αλλά τί σημαίνει εν γένει; Ότι μπορεί να εφαρμοστεί παντού; Αλλά τότε δεν πέφτουμε στον φορμαλισμό; Αλλά αν αλλάζει ανάλογα με το αντικείμενο ,τότε τί είδους εν γένει είναι; Μήπως ανάλογα με την συνθετότητα του αντικειμένου εμπλουτίζεται και η διαλεκτική εν γένει(πχ. η λογική της ιστορίας πιο σύνθετη από τη λογική του κεφαλαίου); Αλλά αυτό πρέπει μόνο συγκεκριμένα να το αποδείξει κάποιος.




Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

Chris Arthur "THE NEW DIALECTIC AND MARX’S CAPITAL"


Γενικά υπάρχει ένα ρεύμα τόσο στον Αγγλοσαξωνικό χώρο όσο και στη Γερμανία που μελετάει την σχέση της λογικής του Χέγκελ με την λογική του Κεφαλαίου. Παραθέτω εδώ ένα σχεδιάγραμμα από το βιβλίο του Chris Arthur με τίτλο "THE NEW DIALECTIC AND MARX’S CAPITAL" ,όπου παρουσιάζεται η σχέση των εγελιανών κατηγοριών με τις μαρξικές κατηγορίες. Ο Arthur κάνει το εξής ενδιαφέρον, προσπαθεί στο βιβλίο του να μελετήσει τις μαρξικές κατηγορίες στη συνάφειά τους με τις εγελιανές ως σύστημα και όχι εν είδη παραδείγματος. Αυτές οι προσπάθειες σίγουρα έχει μεγάλο ενδιαφέρον να μπουν σε ένα διάλογο με τη λογική του Κεφαλαίου του Β.Βαζιούλιν.



The Categories of Logic and the Forms of Value
Hegel Encyclopaedia §18
I Logic: the science of the Idea in and for itself
II The Philosophy of Nature: as the science of the Idea in its otherness
III The Philosophy of Spirit: as the Idea that returns to itself out of its otherness.
Arthur
I Circulation: the science of Capital in its general formula
II Production: Capital sunk into its otherness
III Accumulation: as the unity of Circulation and Production
Hegel Encyclopaedia §83
Logic falls into three parts:
I the Doctrine of Being
II the Doctrine of Essence
III the Doctrine of the Concept and Idea
In other words, into the Theory of Thought:
I In its immediacy: the Concept implicit and in germ.
II In its reflection and mediation: the being-for-self and show of the Concept.
III In its return into itself, and its developed abiding-with-itself: the Concept in
and for itself.

Arthur
The dialectic of the value form falls into three parts:
I Commodity
II Money
III Capital
In other words, into the theory of exchange
I In its immediacy: Value implicit and in germ .
II In its reflection and mediation: ‘value for-itself’, the showing forth of Value.
III In its return into itself, and its development of itself: Value in and for itself.

Hegel: Logic                                      Arthur: Dialectic of Value Form
I The Doctrine of Being                                       I Commodity
A. Quality                                       A. Exchangeability of commodities
B. Quantity                                     B. Quantity of commodities exchanged
C. Measure                                    C. Exchange Value of commodities

II The Doctrine of Essence                                      II Money
A. Ground                                                     A. Value in itself
B. Appearance                                              B. Forms of Value
C. Actuality                                                            C. Money

III The Doctrine of Concept                     III Capital (General Formula)
A. The Subjective Concept                                   A. Price List
B. The Objective Concept                 B. Metamorphoses of money and commodities
C. The Idea                                                         C. Self-Valorisation

Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2012

Στατιστική

Μία ενδιαφέρουσα στατιστική για τις οικογενειακές καταβολές(επάγγελμα ,εκπαίδευση γονέων) των φοιτητών των γερμανικών πανεπιστημίων. Επειδή την έχω σε φυλλάδιο απλά την αντιγράφω.

Το 1982 το 17% των φοιτητών προερχόταν από οικογένειες πολύ υψηλού επιπέδου, το 26% από οικογένειες υψηλού επιπέδου, το 34% από οικογένειες με μεσαίου επιπέδου και το το 23% από οικογένειες χαμηλού επιπέδου.

το 2003 το 37% προερχόταν από οικογένειες με πολύ υψηλού επιπέδου,  το 24% από οικογένειες  υψηλού επιπέδου, το 27% από οικογένειες μεσαίου επιπέδου και το 12% από οικογένειες χαμηλού επιπέδου.

Τα κριτήρια για την κατάταξη σε ένα επίπεδο ήταν το επάγγελμα και η εκπαίδευση των γονέων.
χαμηλό: εξειδικευμένοι εργάτες(Facharbeiter), πωλητές
μεσαίο: αρχιτεχνίτες, μεσαίοι υπάλληλοι
υψηλό: υπάλληλοι με απολυτήριο λυκείου
πολύ υψηλό: διευθύνοντες υπάλληλοι, επιχειρηματίες, καθηγητές

Φυσικά προσθέτω εγώ το επάγγελμα και η εκπαίδευση των γονέων αντανακλά και εισοδηματικές διαφορές. Έτσι παρατηρούμε ότι μέσα σε 21 χρόνια ,το χάσμα ανάμεσα σε φτωχούς και πλούσιους όσον αφορά τις δυνατότητες συμμετοχής στην ανώτατη εκπαίδευση μεγάλωσε αισθητά. Πρέπει να επισημάνουμε ότι για το 1982 η στατιστική αναφέρεται μόνο στην δυτική Γερμανία, ενώ για το 2003 αναφέρεται στο σύνολο της Γερμανίας, ό,τι και αν σημαίνει αυτό.


Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2012

Η «ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΗ ΤΟΜΗ» ΣΤΟ ΠΕΔΙΟ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ



Η «ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΗ ΤΟΜΗ» ΣΤΟ ΠΕΔΙΟ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ



ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στην παρούσα εργασία θα επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε την αλτουσεριανοί προσέγγιση της τομής του Μαρξ στην Πολιτική Οικονομία. Ποιες νέες έννοιες έφερε ο Μαρξ σε αυτό το πεδίο, που σηματοδοτούν μία τομή σε σχέση με την κλασσική Πολιτική Οικονομία. 

Ο Αλτουσέρ παίρνει κατά γράμμα τον τίτλο του Κεφαλαίου ως «Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας» και λέει ότι στις ρητές προθέσεις του Μαρξ βρισκόταν η κριτική της κλασσικής Πολιτικής Οικονομίας.  Όμως τι σημαίνει κριτική; Ο Αλτουσέρ απορρίπτει μια κριτική με τη στενή έννοια της «διόρθωσης» ανακριβειών ή κάλυψης κενών ενός διερευνητικού έργου που σε μεγάλο βαθμό έχει γίνει. Αντίθετα θεωρεί ότι κριτικάρω σημαίνει «αντιπαραθέτω μία νέα προβληματική και ένα νέο αντικείμενο: σημαίνει δηλαδή αμφισβητώ το ίδιο το αντικείμενο της Πολιτικής Οικονομίας».[1] Η «ριζοσπαστικότητα» αυτής της θέσης οδηγεί ευθέως στο συμπέρασμα ότι ανάμεσα στο Κεφάλαιο και στην κλασσική Πολιτική Οικονομία υπάρχει(προς το παρόν σε διακηρυκτικό επίπεδο, αλλά σταδιακά θα αρχίσει να διαφαίνεται) «επιστημολογική τομή».

Η μελέτη του αντικειμένου της μαρξιστικής Πολιτικής Οικονομίας και της κλασσικής Πολιτικής Οικονομίας ,μπορεί να χαρακτηριστεί ως σχέση ανάμεσα σε μια επιστήμη και την προϊστορία της. Σύμφωνα με τον Αλτουσέρ ένας τρόπος παραγωγής είναι περιοχική δομή εντός της ευρύτερης δομής του κοινωνικού σχηματισμού. Εντός ενός τρόπου παραγωγής κυριαρχεί σε τελική ανάλυση η περιοχική δομή του οικονομικού. Ο Μαρξ «διανοίγοντας την ήπειρο Ιστορία»(ευρύτερη τομή που αφορά την ιστορία των κοινωνικών σχηματισμών) διάνοιξε και την «ήπειρο»  της Πολιτικής Οικονομίας(ως επιμέρους πτυχή της ευρύτερης τομής) συγκροτώντας την έννοια του αντικειμένου της. Από αυτή τη σκοπιά μπορούμε να μιλάμε για τομή και στο πεδίο της θεωρίας του οικονομικού.
Για να κατανοήσουμε τη σχέση αυτή(Μαρξ-κλασσικών) επιστημολογικά θα πρέπει να παρουσιάσουμε εν συντομία τα στοιχεία που συνιστούν την τομή, όπως αυτά απομονώνονται θεωρητικά από τον Αλτουσέρ στην τομή του Ιστορικού Υλισμού.

Κάνοντας λόγο για την Γερμανική Ιδεολογία ,η οποία ήταν το πρώτο έργο του Μαρξ που σηματοδοτεί αυτή την τομή, ο Αλτουσέρ λέει: «Μπορούμε να διαπιστώσουμε την ύπαρξη ενός διατεταγμένου συνόλου βασικών θεωρητικών εννοιών, που μάταια θα αναζητούσαμε στα προγενέστερα κείμενα του Μαρξ ,και που παρουσιάζουν την ιδιομορφία να μπορούν να λειτουργούν με τελείως διαφορετικό τρόπο από ότι στην προϊστορία τους»[2]. Πρόκειται για «ένα νέο πεδίο» που συμβαδίζει «με τη θεωρητική απόρριψη των παλιών βασικών ιδεών και (ή) της διάταξής τους, που αναγνωρίζονται και απορρίπτονται σαν εσφαλμένες»[3]. Φυσικά «το ξεκαθάρισμα λογαριασμών σε μια επιστήμη δεν σταματάει ποτέ»[4]. Επομένως πρόκειται για μια μη καθαρή πορεία, αντιφατική, που παρόλα αυτά «άνοιξε ένα δρόμο» ,που ποτέ πριν δεν είχε υπάρξει. Ένας τρόπος παραγωγής είναι περιοχική δομή σε σχέση με κοινωνικό σχηματισμό. Εντός ενός τρόπου παραγωγής κυριαρχεί η περιοχική δομή του οικονομικού. Ο Μαρξ στο ιδρύοντας την «ήπειρο Ιστορία» ,ταυτόχρονα ως επιμέρους δομή της θεωρίας της Ιστορίας άνοιξε και την ήπειρο της Πολιτικής Οικονομίας, συγκροτώντας την έννοια του αντικειμένου της.

Στόχος μας είναι λοιπόν να βρούμε μέσα από την «ανάγνωση» του Αλτουσέρ στον Μαρξ τα στοιχεία εκείνα που συνιστούν «αλλαγή πεδίου» και δικαιολογούν την χρήση της εννοιας «επιστημολογική τομή» ανάμεσα στον Μαρξισμό και την κλασσική Πολιτική Οικονομία.

Α. Το αντικείμενο της Πολιτικής Οικονομίας

 «Η αξίωση της Πολιτικής Οικονομίας να υπάρχει είναι συνάρτηση της φύσης της ,δηλαδή του ορισμού του αντικειμένου της. Η Πολιτική Οικονομία έχει ως αντικείμενο την περιοχή των «οικονομικών φαινομένων», τα οποία εκλαμβάνει ως προφανή, ως γεγονότα: ως απόλυτα δεδομένα, τα οποία λαμβάνει όπως της «δίδονται», δίχως να τα εξετάζει»[5]. Συμπεραίνουμε ότι η κλασσική Πολιτική Οικονομία λειτουργεί εμπειριστικά καθώς το αντικείμενό της δεν προέρχεται από μία διαδικασία παραγωγής αλλά το προσλαμβάνει όπως είναι από την εμπειρία. «Όταν ο Μαρξ αμφισβητεί την αξίωση της Πολιτικής Οικονομίας, αυτό σημαίνει ότι αμφισβητεί τον αυτονόητο χαρακτήρα αυτού του «δεδομένου», που εκείνη «παίρνει» στην πραγματικότητα αυθαίρετα ως αντικείμενο, ισχυριζόμενη ότι το αντικείμενο αυτό της έχει δοθεί…Η αξίωση της Πολιτικής Οικονομίας είναι τελικά ο αντικατοπτρισμός της αξίωσης του αντικειμένου της να της δίδεται»[6]. Για να αποφύγει λοιπόν ο Μαρξ τον εμπειρισμό του δεδομένου «κατασκεύασε την αληθινή έννοια του νέου αντικειμένου»[7].

Ο Αλτουσέρ μας παρουσιάζει τον ορισμό της κλασσικής Πολιτικής Οικονομίας μέσα από το Λεξικό του Λαλάντ. Αυτό που ενδιαφέρει σε αυτόν τον ορισμό είναι ότι η εξεταζόμενη «επιστήμη» έχει ως αντικείμενο τη «γνώση φαινομένων» και τους νόμους που αφορούν «τη διανομή του πλούτου», που ως «πλούτο» εννοεί «ό,τι δύναται να χρησιμοποιηθεί». Αντίθετα ο ρόλος της κατανάλωσης και της παραγωγής εμφανίζεται συνειδητά υποβαθμισμένος καθότι πρόκειται για έννοιες που δεν έχουν «οικονομικό χαρακτήρα» και στην «ολότητά τους, περικλείουν μεγάλο αριθμό εννοιών ξένων προς την πολιτική οικονομία»[8]. Κατά συνέπεια η εξέταση της παραγωγής και της κατανάλωσης ως αντικείμενο της Πολιτικής Οικονομίας περιορίζεται «στο βαθμό που σχετίζονται με την διανομή ως αιτία ή ως αποτέλεσμα»[9].

Ο κλασσικός ορισμός της πολιτικής οικονομίας συνεπάγεται από θεωρητική σκοπιά
1) Ότι τα οικονομικά γεγονότα και φαινόμενα(δηλαδή προσιτά στο άμεσο βλέμμα και την παρατήρηση) ανήκουν σε ένα «ομοιογενές πεδίο». «Δυνάμει της ομοιογένειας του πεδίου ύπαρξής τους» μπορούν να συγκριθούν και να ποσοτικοποιηθούν. Αυτή ήταν όπως λέει ο Αλτουσέρ και η βασική αρχή της κλασσικής οικονομίας[10].
2) Η βάση τώρα πάνω στην οποία στηρίζεται αυτή η «εμπειριστική-θετικιστική αντίληψη των οικονομικών γεγονότων» ,είναι οι «ανάγκες των ανθρώπων υποκειμένων». Μάλιστα ,όπως παρατηρεί ο Αλτουσέρ, η Πολιτική Οικονομία «παρουσιάζει την τάση να ανάγει τις ανταλλακτικές αξίες στις αξίες χρήσης ,και τις αξίες χρήσης στις ανάγκες των ανθρώπων»[11]. Υποκρύπτεται έτσι μία « ‘απλοϊκή’ ανθρωπολογία, η οποία θεμελιώνει στα οικονομικά υποκείμενα και στις ανάγκες τους όλες τις πράξεις παραγωγής, διανομής ,λήψης και κατανάλωσης οικονομικών αντικειμένων»[12]. Η ενότητα της «απλοϊκής» ανθρωπολογίας και των οικονομικών δεδομένων βρίσκεται ήδη στην Φιλοσοφία του Δικαίου του Χέγκελ στις έννοιες της «σφαίρας των αναγκών» ή της «ιδιωτικής κοινωνίας» ,η οποία διακρίνεται από την πολιτική κοινωνία. «Με την έννοια της σφαίρας των αναγκών τα οικονομικά φαινόμενα νοούνται στην οικονομική τους ουσία ως στηριζόμενα στα ανθρώπινα υποκείμενα που μαστίζονται από την ‘ανάγκη’:με άλλα λόγια στον homo oeconomicus, που επίσης αποτελεί δεδομένο (ορατό ,παρατηρήσιμο)»[13].

Πώς λοιπόν διαμορφώνεται ο οικονομικός χαρακτήρας της οικονομίας; Από την ανάγκη του ανθρώπινου υποκειμένου ,δηλαδή του στοιχείου που καθιστά τον άνθρωπο υποκείμενο αναγκών(homo oeconomicus) ,πλάι στη φύση του ως όντος λογικού ,ομιλούντος ,γελώντος, πολιτικού, ηθικου και θρησκευτικού.

Η ‘ανθρωπολογία’ είναι μια ιδεολογία ,η οποία βρίσκεται στο παρασκήνιο «και από την οποία δεν μπορούμε να ζητήσουμε λογαριασμό…εξαφανίζεται στο δεδομένο»[14]. Αυτό συμβαίνει, όπως μας λέει λίγο παρακάτω, επειδή «όλα τα υποκείμενα είναι και υποκείμενα των αναγκών, μπορούμε να πραγματευτούμε τις εκφάνσεις τους βάζοντας σε παρένθεση το σύνολο αυτών των υποκειμένων…πράγμα που προσδίδει κατά τρόπο φυσικό στην Πολιτική Οικονομία τη ροπή προς τον ισχυρισμό ότι πραγματεύεται απολύτως τα οικονομικά φαινόμενα ,σε όλες τις μορφές κοινωνίας, παρελθούσες ,παρούσες και μέλλουσες»[15]. Με αυτή του την θέση ο Αλτουσέρ καθιστά ως βασική αιτία της μη ιστορικότητας των κατηγοριών της κλασσικής Πολιτικής Οικονομίας όχι την πολιτική στάση υπέρ της διαιώνισης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αλλά τη «σιωπηρή ανθρωπολογία» που ζει στο «χρόνο μιας άλλης ιστορίας» και επισφραγίζει τη δομή του αντικειμένου της Πολιτικής Οικονομίας. Άλλωστε ,όπως προσθέτει, ο Ρικάρντο είχε συνείδηση «ότι μια μέρα η αστική τάξη θα καταρρεύσει…αλλά συνέχιζε ,μεγαλοφώνως ,τον περί αιωνιότητας λόγο»[16].\

Πριν περάσουμε στην «Κριτική του Μαρξ», θα επιχειρήσουμε σύντομα να εξετάσουμε από μεθοδολογική σκοπιά τι είδους «φιλοσοφικές τάσεις»[17] περικλείει μία τέτοιου είδους «ανθρωπολογική» Πολιτική Οικονομία. Αναμφίβολα η μέθοδος «συγκρότησης» του αντικειμένου της κλασσικής Πολιτικής Οικονομίας είναι εμπειριστική· στην πραγματικότητα δεν πρόκειται καν για «συγκρότηση». Ο Αλτουσέρ προσδιορίζει με πρωτότυπο τρόπο τα στοιχεία που συνιστούν τον εμπειρισμό: «Η εμπειριστική διαδικασία της γνώσης έγκειται ,στην πραγματικότητα ,στη διεργασία του υποκειμένου που ονομάζεται αφαίρεση. Γνωρίζω σημαίνει αφαιρώ από το πραγματικό αντικείμενο την ουσία του»[18]το πραγματικό αντικείμενο περιέχει μέσα του δύο ξεχωριστά πραγματικά μέρη, το ουσιαστικό και το μη-ουσιαστικό…Η πράξη της αφαίρεσης και όλες οι διαδικασίες αποκάθαρσης, δεν είναι παρά διαδικασίες καθαρισμού και εξάλειψης ενός μέρους του πραγματικού ώστε να απομονωθεί το άλλο»[19]. Ο Αλτουσέρ(μέσω των κεκτημένων του Μαρξισμού) αντιπαρατίθεται στην εμπειριστική άποψη που θέλει τη Γενικότητα 1 να συγκροτείται «μέσω αυτής της σωστής αφαίρεσης», που νομίζει ότι «η επιστήμη εργάζεται πάνω σε ένα υπάρχον ,που θα είχε για ουσία του την καθαρή αμεσότητα και μοναδικότητα. Εργάζεται πάντα πάνω στο «γενικό», ακόμα και όταν το γενικό έχει τη μορφή του «γεγονότος»[20]. Εξ αυτού του λόγου στον Μαρξ υπάρχει διάκριση ανάμεσα στο πραγματικό αντικείμενο και στο αντικείμενο της γνώσης. Στο πεδίο της Πολιτικής Οικονομίας αυτό εξειδικεύεται ως εξής: Τα υποκείμενα έχουν ανάγκες και διαμορφώνουν τους σκοπούς τους βάσει αυτών. Το ανθρωπολογικό αυτό δεδομένο η Πολιτική Οικονομία λειτουργώντας εμπειριστικά το θεωρεί ως την ουσία του ανθρώπου όσον αφορά το πεδίου οικονομικού.

 Έχοντας τώρα προσδιορίσει την ουσία του ανθρώπου κατασκευάζει όλο το σύστημα των οικονομικών της κατηγοριών με βάση αυτήν την ουσία. Άρα η δεύτερη φιλοσοφική τάση είναι  ουσιοκρατική. Αν διενεργήσουμε στην Πολιτική Οικονομία μια τομή ουσίας θα δούμε ότι όλα τα στοιχεία του όλου δίδονται εν συμπαρουσία, «η οποία αποτελεί την άμεση παρουσία της ουσίας τους, που καθίσταται άμεσα αναγνώσιμη μέσα σε αυτά»[21]. Η ουσιοκρατία από την οποία πάσχει η Πολιτική Οικονομία οδηγεί «στην απόλυτη και ομοιογενή παρουσία όλων των καθορισμών του όλου στην παρούσα ουσία»[22]. Έτσι λοιπόν βλέπουμε πως διαπλέκονται φιλοσοφικά οι δύο άξονες(ανθρωπολογία και ομοιογενής χώρος) πάνω στους οποίους στηρίζεται η Πολιτική Οικονομία.


Β. Η κριτική του Μαρξ

Ο Μαρξ αρνείται την αντίληψη περί ομοιογενούς πεδίου δεδομένων οικονομικών φαινομένων ,αλλά και την ιδεολογική ανθρωπολογία του homo oeconomicus που τη στηρίζει. Ο Αλτουσέρ για να αποδείξει την τομή του Μαρξ σε σχέση με αυτούς τους δύο πυλώνες της κλασσικής Πολιτικής Οικονομίας, διατρέχει όλες τις μεγάλες περιοχές του οικονομικού «χώρου»: κατανάλωση ,διανομή, παραγωγή, όπως αυτές παρουσίαζονται κατά κύριο λόγο στην Εισαγωγή του ’57 και στο Κεφάλαιο. Όσο θα παρακαλουθούμε την ανάπτυξη των κατηγοριών αυτών, τόσο σαφέστερη θα καθίσταται η τομή ανάμεσα στον Μαρξ και τους κλασσικούς, καθώς οι προαναφερθέντες πυλώνες θα δέχονται διαρκή πυρά ,μέχρις ότου καταρρεύσουν όταν η ανάλυση φθάσει στο επίπεδο της παραγωγής.

Α) Κατανάλωση

«Στην Εισαγωγή του ’57 ,ο Μαρξ μας δείχνει ότι δεν μπορούμε να ορίσουμε μονοσήμαντα τις οικονομικές ανάγκες συσχετίζοντάς τις με την ‘ανθρώπινη φύση’ των οικονομικών υποκειμένων»[23]. Ο Μάρξ μας δίνει 3 σχέσεις οι οποίες βρίσκονται σε συνάφεια μεταξύ τους και αποτελούν το εννοιολογικό οπλοστάσιο της έννοιας του αντικειμένου της Πολιτικής Οικονομίας.  Χωρίζει λοιπόν την κατανάλωση σε ατομική και παραγωγική. Η πρώτη περιλαμβάνει τις ανθρώπινες ανάγκες και η δεύτερη τις πρώτες ύλες και τα μέσα παραγωγής που χρησιμοποιούνται στην παραγωγική διαδικασία.  Κατ’ επέκταση «η αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης» ως πρώτο είδος κατανάλωσης αντιστοιχεί στο μεταβλητό κεφάλαιο και οι πρώτες ύλες και τα μέσα παραγωγής στο σταθερό κεφάλαιο. Τέλος έχουμε τον Τομέα 1 της παραγωγής, «προοριζόμενο να αναπαράγει τους όρους της παραγωγής σε βάση απλή ή διευρυμένη» και τον Τομέα 2, «προοριζόμενο να παράγει αντικείμενα ατομικής κατανάλωσης»[24].

Ήδη λοιπόν αρχίζει να διαφαίνεται ότι οι ανάγκες για κατανάλωση είναι ιστορικά καθορισμένες και όχι απόλυτα δεδομένα. «Οι μόνες ανάγκες που παίζουν οικονομικό ρόλο είναι οι ανάγκες που μπορούν να ικανοποιηθούν οικονομικά: οι ανάγκες αυτές δεν ορίζονται από την ανθρώπινη φύση γενικά, αλλά από τη δυνατότητά τους να πληρωθούν, δηλαδή από το εισοδηματικό επίπεδο των ατόμων και από τη φύση των διαθέσιμων προϊόντων ,που είναι ,σε δεδομένη στιγμή, το αποτέλεσμα των τεχνικών δυνατοτήτων παραγωγής»[25]. Μάλιστα η διαπλοκή παραγωγής και κατανάλωσης είναι ακόμη πιο βαθιά διότι «η παραγωγή παράγει την κατανάλωση δημιουργώντας τον καθορισμένο τρόπο της κατανάλωσης ,κι ύστερα το ερέθισμα για κατανάλωση ,την ίδια την καταναλωτική ικανότητα σαν ανάγκη»[26]. Αντί λοιπόν η ατομική κατανάλωση να καθορίζεται από την βιολογική ανάγκη του ανθρώπου να συντηρηθεί, όπως πίστευε η ανθρωπολικώς ορμώμενη Πολιτική Οικονομία, αυτή μας «παραπέμπει αφενός στις τεχνικές δυνατότητες παραγωγής και αφετέρου στις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής που καθορίζουν την διανομή εισοδημάτων»[27].

Στην πραγματικότητα στους κοινωνικούς σχηματισμούς τα «αληθινά ‘υποκείμενα’» είναι οι κοινωνικές τάξεις. Το θεμέλιο του οικονομικού δεν είναι λοιπόν ανθρωπολογικό αλλά υπόκειται στον διττό δομικό καθορισμό που χωρίζει τα προϊόντα του Τομέα 1 και του Τομέα 2.  Εντέλει «εάν είναι νοητή η ιδέα μιας ανθρωπολογίας ,θα περνά πρώτα από τον οικονομικό (και όχι τον ανθρωπολογικό) ορισμό αυτών των αναγκών»[28]. Ήδη λοιπόν ο «ανθρωπολογικός» πυλώνες κλονίζεται σημαντικά.

Β) Η Διανομή

Ο Μαρξ διακρίνει 3 επίπεδα στη διανομή:
α)διανομή εισοδημάτων
β) διανομή αξιών χρήσης(μέσα παραγωγής και μέσα κατανάλωσης ή αλλιώς Τομέας 1 και Τομέας 2). Τα αγαθά του Τομέα 2 ανταλλάσσονται με εισόδημα. Τα αγαθά του Τομέα 1 με κεφάλαιο, και κατ’ επέκταση «μεταξύ των μελών της καπιταλιστικής τάξης που κατέχουν το μονοπώλιο των μέσων παραγωγής»[29].
γ) Οι δύο πρώτες περιπτώσεις διανομής υπόκεινται όμως σε μία τρίτη, στη «διανομή των οργάνων της παραγωγής, δηλ. στη σχέση που αποκτάνε τα άτομα σε σχέση με τα μέσα παραγωγής»[30]. Με τα λόγια του Μαρξ: «ο καθορισμένος τρόπος συμμετοχής στην παραγωγή καθορίζει τις ιδιαίτερες μορφές της διανομής, τη μορφή συμμετοχής στη διανομή»[31].

Οι αστοί οικονομολόγοι χτίζουν «ροβινσονιάδες» εκκινώντας από το μεμονωμένο άτομο και όχι από την «κοινωνικά καθορισμένη παραγωγή των ατόμων»[32]. Έτσι η διανομή από την σκοπιά του ξεχωριστού ατόμου «καθορίζει τη θέση του ατόμου μέσα στην παραγωγή…θέση που προηγείται λοιπόν από την παραγωγή»[33].

Μέσα από την μαρξική ανάλυση ο Αλτουσέρ αντλεί δύο συμπεράσματα που ήδη είχαν αρχίσει να καθίστανται φανερά: 1) την εξαφάνιση της ανθρωπολογίας και 2) την αναγωγή της κατανάλωσης και της διανομής στον τόπο όπου καθορίζεται πραγματικά το οικονομικό: την παραγωγή.  Έτσι και ο δεύτερο πυλώνας που στήριζε την κλασσική Πολιτική Οικονομία καταρρέει και «τη θέση του ομοιογενούς ‘επίπεδου χώρου’ καταλαμβάνει ένα νέο σχήμα, κατά το οποίο τα οικονομικά ‘φαινόμενα’ νοούνται υπό την κυριαρχία των ‘σχέσεων παραγωγής’ που τα καθορίζουν»[34].

Όμως η ανακάλυψη του καθοριστικού ρόλο της παραγωγής χρονολογείται ήδη από τους Φυσιοκράτες, ενώ ο Ρικάρντο χαρακτηρίζεται από τον ίδιο τον Μαρξ ως «κατ’ εξοχήν οικονομολόγος της παραγωγής». Από την άλλη όμως ο Ρικάρντο έλεγε ότι καθαυτό αντικείμενο της Πολιτικής Οικονομίας είναι η διανομή ,όμως όχι οποιαδήποτε διανομή αλλά αυτή «των φορέων της παραγωγής σε κοινωνικές τάξεις»[35].

Στην πραγματικότητα αυτό που συμβαίνει είναι ότι ο Ρικάρντο ενώ μιλά για τις σχέσεις παραγωγής δεν παράγει την έννοια που τους αντιστοιχεί. Όμως όταν «έχουμε να κάνουμε με τις θεωρητικές συνέπειες αυτής της μεταμφίεσης, το ζήτημα γίνεται πολύ δυσχερέστερο»[36] και αυτό γιατί η απουσία μιας λέξης σημαίνει την παρουσία μιας άλλης έννοιας και άρα μια αλυσίδα από θεωρητικές συνέπειες. Η επιλογή του Ρικάρντο να καθορίσει ως αντικείμενο της Πολιτικής Οικονομίας την διανομή δείχνει ότι «από ένστικτο κατανοούσαν(ο Μαρξ εκτός από το Ρικάρντο αναφέρεται και σε άλλους οικονομολόγους,τους οποίους δεν κατονομάζει, Θ.Λ.) τις μορφές διανομής σαν την πιο συγκεκριμένη έκφραση των συντελεστών παραγωγής σε μια δοσμένη κοινωνία»[37].

Συνεπώς η βασική συνεισφορά του Μαρξ δεν είναι ότι αποκαλύπτει την πρωταρχικότητα της παραγωγής ,αλλά, όπως θα δούμε παρακάτω, ότι μετασχηματίζει την έννοιά της.

Γ) Η Παραγωγή

Η παραγωγή σύμφωνα με τον Μαρξ επιμερίζεται σε διαδικασία εργασίας και σε κοινωνικές σχέσεις παραγωγής.

α) Η διαδικασία εργασίας

Σύμφωνα με τον ορισμό του Μαρξ που τον παραθέτει και ο Αλτουσέρ τα στοιχεία της εργασιακής δραστηριότητας είναι 3:
1)Σκόπιμη δραστηριότητα
2)Αντικείμενο-πρώτη ύλη
3)Μέσα παραγωγής

Το πρώτο χαρακτηριστικό της εργασιακής διαδικασίας είναι η «υλική υφή των όρων της διαδικασίας εργασίας». Στόχος του Αλτουσέρ είναι να αντιμετωπίσει την «ανθρωπιστική σύλληψη της ανθρώπινης εργασίας ως αμιγούς δημιουργίας». Μάλιστα η θέση ότι η «εργασία είναι πηγή κάθε πλούτου» είχε εκφραστεί και στο πρόγραμμα του 1875 του Γερμανικού Εργατικού Κόμματος και της είχε ασκήσει σκληρή κριτική ο Μαρξ λέγοντας ότι «η φύση είναι επίσης η πηγή των αξιών χρήσης (και από τέτοιες αξίες αποτελείται βέβαια ο υλικός πλούτος)όπως και η εργασία ,που και αυτή δεν είναι παρά η έκφραση μιας φυσικής δύναμης ,της εργατικής δύναμης του ανθρώπου»[38]. Πρόκειται για έναν ιδεαλισμό που δεν λαμβάνει υπόψη του ότι η διαδικασία της εργασίας «κυριαρχείται από φυσικούς νόμους της φύσης και της τεχνολογίας»[39].

Αυτό από το οποίο έκανε αφαίρεση η κλασσική Πολιτική Οικονομία είναι «η παρούσα υλικότητα των παραγωγικών δυνάμεων(αντικειμένων εργασίας, υλικών οργάνων εργασίας) που εμπεριέχονται σε κάθε διαδικασία παραγωγής»[40]. Ουσιαστικά όπως παρατηρεί ο Αλτουσέρ πρόκειται για την «θεωρητική ένωση του Σμιθ και του Χέγκελ : ο πρώτος ανήγαγε την πολιτική οικονομία συνολικά στην υποκειμενικότητα της εργασίας, και ο δεύτερος συνέλαβε ‘την εργασία ως ουσία του ανθρώπου’».
Ο Μαρξ λοιπόν παράγει την έννοια του αντικειμένου του, δηλ. την έννοια της παραγωγής. Το πρώτο σκέλος αυτής είναι οι υλικοί όροι της διαδικασίας εργασίας, δηλ. το σταθερό και μεταβλητό κεφάλαιο και ο Τομέας 1 και 2. «Η έννοια του αντικειμένου υπάρχει άμεσα με τη μορφή ευθέως δραστικών οικονομικών εννοιών»[41].

Το δεύτερο χαρακτηριστικό είναι η ίδια η ανάλυση της διαδικασίας εργασίας που αναδεικνύει τον κυρίαρχο ρόλο των «μέσων εργασίας». Τα μέσα εργασίας είναι όπως είδαμε ένα από τα τρία συστατικά στοιχεία της εργασίας. Σε όσα θα ακολουθήσουν θα δείξουμε ότι αυτά είναι το κυρίαρχο από τα τρία.

Όπως αναφέρει ο Μαρξ στο Κεφάλαιο τα εργαλεία είναι αυτά που διαφοροποιούν εποχές, είναι το «μέτρο της βαθμίδας εξέλιξης της ανθρώπινης εργασιακής δύναμης» και «δείκτης κοινωνικών σχέσεων». Τα μέσα εργασίας καθορίζουν τον τρόπο παραγωγής και κατασκευάζουν την έννοια της ιστορίας, δηλ. «η έννοια του τρόπου παραγωγής θεμελιώνεται, από τη σκοπιά που εξετάζουμε εδώ ,στις ποιοτικές διαφορές των μέσων εργασίας, δηλαδή στην παραγωγικότητά τους»[42]. Η ιστορική εξέλιξη των εργαλείων εκφράζει τον «διαφοροποιητικό τρόπο με τον οποίο υφίσταται η ενότητα ‘ανθρώπου και φύσης’». Ταυτόχρονα όμως και σύμφωνα με τον Μαρξ τα εργαλεία είναι και «δείκτης των κοινωνικών σχέσεων υπό τις οποίες διεξαγόταν η εργασία»[43]. Συνεπώς η έννοια του τρόπου παραγωγής περιλαμβάνει από την μία την σχέση ανθρώπου-φύσης ως προς τον μετασχηματισμό της δεύτερης από τον πρώτο και από την άλλη τις παραγωγικές σχέσεις, τις σχέσεις δηλαδή των ανθρώπων μεταξύ τους και προς τα αντικείμενα και τα μέσα παραγωγής.

β) Οι σχέσεις παραγωγής

Ο νέος αυτός όρος της διαδικασίας παραγωγής αφορά «τον ειδικό τύπο των σχέσεων ανάμεσα στους φορείς παραγωγής ανάλογα με τις σχέσεις ανάμεσα σε αυτούς και στα υλικά μέσα παραγωγής»[44]. Άρα από την μία πλευρά έχουμε τα μέσα παραγωγής και από την άλλη τους φορείς της παραγωγής. Ο Αλτουσέρ παραθέτει διάφορα αποσπάσματα του Μαρξ και καταλήγει στα εξής στοιχεία ,τα οποία στο συνδυασμό(Verbindung) τους συνιστούν τις σχέσεις παραγωγής των συγκεκριμένων τρόπων παραγωγής. Τα στοιχεία αυτά είναι: η εργασιακή δύναμη, οι άμεσα εργαζόμενοι, τα αφεντικά ως μη άμεσα εργαζόμενοι, το αντικείμενο της παραγωγής, τα εργαλεία παραγωγής κτλ.

Θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι μπορούμε να «παίξουμε» με όλους τους συνδυασμούς των παραπάνω στοιχείων και έτσι να βρούμε όλους τους τρόπους παραγωγής. Όμως μια τέτοια θέση παραβλέπει ότι οι ειδικοί τρόποι συνδυασμού «αποκτούν νόημα μόνο στο πλαίσιο της ιδιάζουσας φύσης του αποτελέσματος της συνδυαστικής»[45]. Ήδη εδώ από αυτή την αλτουσεριανή θέση διαφαίνεται η έννοια της «δομικής αιτιότητας», δηλ. της δομής(τρόπος παραγωγής) ,η οποία δεν έχει ύπαρξη πέραν των αποτελεσμάτων της και των στοιχείων της, «δεν συντίθεται από αυτά κατά μια ατομιστική ,μηχανιστικής και μεταβατικής αιτιότητας ,διαδικασία που βαίνει από τα μέρη προς το όλο»[46]. Τα στοιχεία δεν προϋπάρχουν της δομής(ούτε και η δομή των στοιχείων) αλλά είναι εμμενή σε αυτήν και άρα συν-συγκροτούνται εντός της δομής και συν-συγκροτούν την δομή.

Όμως η αναπαραγωγή ενός τρόπου παραγωγής συντελείται τόσο μέσω της ίδιας της οικονομίας όσο και μέσω μιας υπερδομής. Η υπερδομή αυτή δεν είναι το φαινόμενο μιας ουσίας-υποδομής, μιας απλής σχέσης ,που παράγει τη συνθετότητα· ένας τρόπος παραγωγής είναι ένα σύνθετο όλο προ-δεδομένο. «Οι τύποι αυτοί σχέσεων, ανάλογα με τη διαφοροποίηση ή μη των φορέων παραγωγής σε άμεσους εργαζόμενους και αφεντικά, καθιστούν είτε αναγκαία(ταξικές κοινωνίες) είτε περιττή (αταξικές κοινωνίες)  την ύπαρξη μιας πολιτικής οργάνωσης προοριζόμενης να επιβάλλει και να διατηρεί τους ορισμένους αυτούς τύπους σχέσεων με τη βοήθεια της υλικής δύναμης-βίας (του κράτους) ή της ηθικής δύναμης-βίας(των ιδεολογιών)»[47]. Η σχέση δραστικότητας ανάμεσα στην υποδομή(οικονομικό) και την υπερδομή-εποικοδόμημα προσδιορίζεται από τον Αλτουσέρ ως εξής: «αν η δομή των σχέσεων παραγωγής ορίζει το οικονομικό ως οικονομικό ,ο ορισμός της έννοιας των σχέσεων παραγωγής ορισμένου τρόπου παραγωγής περνά αναγκαία από τον ορισμό της έννοιας της ολότητας των διαφόρων επιπέδων της κοινωνίας και του τύπου συνάρθρωσής τους(δηλαδή δραστικότητάς τους)»[48].

Το οικονομικό δεν είναι άμεσα ορατό και «ο εντοπισμός του περνά από την κατασκευή της έννοιάς του, η οποία προϋποθέτει τον ορισμό της ιδιαίτερης ύπαρξης και συνάρθρωσης των διαφόρων επιπέδων της δομής του όλου»[49]. Κατασκευάζω την έννοια του οικονομικού σημαίνει «ορίζω τον τόπο του, την έκτασή του και τα όριά του σε αυτή τη δομή»[50].

Εντός της «περιοχικής δομής» του οικονομικού τα πραγματικά υποκείμενα δεν είναι οι «πραγματικοί άνθρωποι» ,ως κάτοχοι και λειτουργοί, αλλά «οι προσδιορίζοντες και διανέμοντες: οι σχέσεις παραγωγής(και οι ιδεολογικές και πολιτικές κοινωνικές σχέσεις)»[51].

Σύμφωνα με τον Μαρξ «η ειδική οικονομική μορφή με την οποία αποσπάται απλήρωτη υπερεργασία από τους άμεσους παραγωγούς καθορίζει τη σχέση κυριαρχίας-υποδούλωσης»[52]. Στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής «η ενότητα των υλικών και κοινωνικών όρων της καπιταλιστικής παραγωγής εκφράζεται στην υφιστάμενη άμεση σχέση μεταξύ μεταβλητού κεφαλαίου και παραγωγής της υπεραξίας»[53]. Η υπεραξία δεν μπορεί να μετρηθεί γιατί δεν είναι μέγεθος αλλά «η έννοια μιας σχέσης», της οποίας η ύπαρξη είναι ορατή και μετρήσιμη μόνο στις «επιπτώσεις» της, άρα είναι παρούσα εν τη «καθορισμένη απουσία της». Στην πραγματικότητα η υπεραξία είναι «μια σχέση παραγωγής μεταξύ των φορέων της διαδικασίας παραγωγής και των μέσων παραγωγής, δηλαδή η ίδια η δομή που διέπει τη διαδικασία στην ολότητα της ανάπτυξης και ύπαρξής της»[54]. Οι Σμιθ και Ρικάρντο με τις έννοιες του κέρδους και της γαιοπροσόδου κατέγραφαν στην πραγματικότητα το εμπειρικό γεγονός της εκμετάλλευσης της μάζας των ανθρώπων από μια μειοψηφία· όμως επρόκειτο κατά το χαρακτηρισμό του Αλτουσέρ για το «γεγονός» της υπεραξίας και όχι για την «έννοια» του «γεγονότοτος». Η καινοτομία του Μαρξ έγκειται στο ότι είδε το «γεγονός» της υπεραξίας όχι εντός ομοιογενούς χώρου αλλά σε μια υπαρκτή σχέση «συνδυασμού», μια σχέση συνθετότητας εντός ενός «σύνθετου χώρου με βάθος».

Σύμφωνα με τον ορισμό του Αλτουσέρ για την τομή ,αυτή απαιτεί την ύπαρξη ενός ριζικά νέου διατεταγμένου συνόλου βασικών θεωρητικών εννοιών. Έχοντας παρουσιάσει το αντικείμενο της κλασσικής Πολιτικής Οικονομίας καθώς και την μαρξική κριτική αυτού, η οποία αντιπαραθέτει ευθέως την έννοια ενός άλλου αντικειμένου, μη εμπειριστικού, μη ανθρωπολογικού και μη ομοιογενούς, μπορούμε  να συμπεράνουμε γιατί ο Αλτουσέρ θεωρεί ότι ανάμεσα στους δύο υπάρχει τομή. Κλείνοντας παραθέτουμε τις έννοιες που με βάση την ανάλυση του Αλτουσέρ φέρνει στο προσκήνιο ο Μαρξ: είναι οι έννοιες της αφηρημένης και συγκεκριμένης εργασίας, του μεταβλητού και σταθερού κεφαλαίου, της ατομικής και παραγωγικής κατανάλωσης, του Τομέα 1 και 2 της παραγωγής, της κυριαρχίας των οικονομικών φαινομένων από τις σχέσεις παραγωγής που σπάει το επίπεδο του χώρου, της υλικής υφής της διαδικασίας της εργασίας, του κυρίαρχου ρόλου των μέσων εργασίας και βέβαια η κεντρικότερη έννοια στο μαρξιστικό έργο, αυτή της υπεραξίας.








Βιβλιογραφία



Althusser, L. - Balibar, E. - Establet, R. - Macherey, Pierre - Ranciere, J.: Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο. Μετάφρ. Δημήτρης Δημούλης - Χρήστος Βαλλιάνος - Βίκυ Παπαοικονόμου, Επιμ. Δημ. Δημούλης. "Ελληνικά Γράμματα", Αθ. 2003
Λ. Αλτουσέρ «Στοιχεία Αυτοκριτικής» μτφ. Τάκης Καφετζής. "Πολύτυπο", Αθ. 1983
Λ. Αλτουσέρ «Για τον Μαρξ», εκδ. Γράμματα ,Αθ. 1978
Κ. Μαρξ «Βασικές γραμμές της κριτικής της πολιτικής οικονομίας», μτφ. Δ.Διβάρης, εκδ. Στοχαστής,Αθ. 1990
Κριτική των προγραμμάτων Γκότα και Ερφούρτης, μτφ. Κ.Σκλάβος,  Εκδ. Μαρη και Κοροντζή, Αθ. 1946
Γ.Φουρτούνης, «Εμμένεια και Δομή»,σελ. 210, περιοδικό Αξιολογικά




[1] Λ. Αλτουσέρ «Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο», σελ. 398
[2] Λ. Αλτουσέρ «Στοιχεία αυτοκριτικής», σελ. 19
[3] Λ. Αλτουσέρ «Στοιχεία αυτοκριτικής», σελ. 21
[4] Λ. Αλτουσέρ «Στοιχεία αυτοκριτικής», σελ. 24
[5] Λ. Αλτουσέρ «Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο», σελ. 398,399
[6]  Στο ίδιο σελ. 399
[7] Στο ίδιο, σελ. 400
[8] Στο ίδιο, σελ. 401
[9] Παρατίθεται στο[9] Λ. Αλτουσέρ «Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο», σελ. 402
[10] Στο ίδιο , σελ. 402
[11] Στο ίδιο, σελ. 402
[12] Στο ίδιο, σελ. 402
[13] Στο ίδιο, σελ. 404
[14] Στο ίδιο, σελ. 406
[15] Στο ίδιο, σελ. 406
[16] Στο ίδιο, σελ. 407
[17] Έννοια που χρησιμοποιεί ο Αλτουσέρ στα «Στοιχεία Αυτοκριτικής»
[18] «Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο», σελ 46,47
[19] «Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο», σελ 48
[20] «Για τον Μαρξ» ,σελ. 184
[21] Στο ίδιο, σελ. 308
[22] Στο ίδιο, σελ. 308
[23] Στο ίδιο, σελ. 408
[24] Στο ίδιο, σελ. 408
[25] Στο ίδιο, σελ. 409
[26] Κ.Μαρξ «Βασικές γραμμές της κριτικής της πολιτικής οικονομίας», σελ.61
[27] Λ. Αλτουσέρ «Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο», σελ. 410
[28] Στο ίδιο, σελ. 410
[29] Στο ίδιο, σελ. 411
[30] Στο ίδιο, σελ. 411
[31] Κ.Μαρξ «Βασικές γραμμές της κριτικής της πολιτικής οικονομίας», σελ.62
[32] Κ.Μαρξ «Βασικές γραμμές της κριτικής της πολιτικής οικονομίας», σελ.53
[33] Στο ίδιο, σελ 62
[34] Λ. Αλτουσέρ «Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο», σελ. 411,412
[35] Στο ίδιο, σελ 412
[36] Στο ίδιο,σελ. 412
[37] Κ.Μαρξ «Βασικές γραμμές της κριτικής της πολιτικής οικονομίας», σελ.62
[38] Κριτική των προγραμμάτων Γκότα και Ερφούρτης, σελ. 15, Εκδ. Μαρη και Κοροντζή, μτφ. Κ.Σκλάβος, Αθ. 1946
[39] Λ. Αλτουσέρ «Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο», σελ. 415
[40] Στο ίδιο, σελ 416
[41] Στο ίδιο, σελ. 416
[42] Στο ίδιο, σελ. 419
[43] Στο ίδιο, σελ. 420
[44] Στο ίδιο σελ. 420
[45] Στο ίδιο ,σελ. 423
[46] Γ.Φουρτούνης, «Εμμένεια και Δομή»,σελ. 210, περιοδικό Αξιολογικά
[47] Λ. Αλτουσέρ «Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο», σελ. 425
[48] Στο ίδιο, σελ. 425
[49] Στο ίδιο, σελ. 426
[50] Στο ίδιο, σελ. 426
[51] Στο ίδιο, σελ. 428
[52] Στο ίδιο, σελ. 422
[53] Στο ίδιο, σελ. 429
[54] Στο ίδιο, σελ. 430