Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα άυλη εργασία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα άυλη εργασία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012

Απόσπαση σχετικής υπεραξίας


 Στο παρόν κείμενο θα παρουσιάσω τον τρόπο με τον οποίο αποσπάται σχετική υπεραξία. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον(και συνδέεται και με την προηγούμενη ανάρτηση περί άυλης εργασίας) το πώς βλέπει ο Μαρξ την παραγωγικότητα της εργασίας. Κατά βάση σε αυτήν(στην παραγωγικότητα της εργασίας) θα δώσω την μεγαλύτερη έμφαση καθώς είναι το κλειδί για να κατανοήσει κανείς την σχετική υπεραξία.
Ο Μαρξ διακρίνει 2 είδη απόσπασης σχετικής υπεραξίας, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με μία σχέση αιτίας αποτελέσματος.
Μέτρο της αξίας ενός εμπορεύματος: είναι ο (μέσος)κοινωνικός χρόνος εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή του συγκεκριμένου εμπορεύματος.
Αξία εργατικής δύναμης: δεν είναι η αξία των αγαθών που παράγει αλλά το κόστος αναπαραγωγής της· με άλλα λόγια ο καπιταλιστής πληρώνει στον εργάτη(ανεξαρτήτως με το πόσο δούλεψε και με το πόση αξία παρήγαγε ο τελευταίος) μόνο εκείνη την αξία που του χρειάζεται για να μπορέσει να αγοράσει καταναλωτικά αγαθά για να επιβιώσει αυτός και η οικογένειά του. Η αξία αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, όπως λέει ο Μαρξ, καθορίζεται από κοινωνικούς, ηθικούς, τοπικούς και πολιτικούς παράγοντες, οπότε ποικίλει από χώρα σε χώρα.
Αξία εμπορεύματος: η «πραγματική» αξία ενός εμπορεύματος δεν είναι η εργασία που ενσωματώνεται σε αυτό από τον μεμονωμένο παραγωγό αλλά η μέση κοινωνική εργασία που απαιτείται.
Τώρα έχουμε τους ορισμούς που μας χρειάζονται και μπορούμε να προχωρήσουμε στον πρώτο τρόπο απόσπασης σχετικής υπεραξίας:

1ος τρόπος απόσπασης σχετικής υπεραξίας

Χαρακτηριστικό: αύξηση του ποσοστού της υπεραξίας λόγω της αύξησης της παραγόμενης αξίας και παράλληλα της μη αύξησης του μισθού του εργάτη
Αύξηση της παραγωγικής δύναμης της εργασίας: Η εργασία που ενσωματώνεται σε ένα εμπόρευμα παραμένει ίδια, δηλ. ο εργάτης συνεχίζει να δουλεύει 10 ώρες, αλλά σε αυτές τις 10 ώρες παράγει πλέον 20 παπούτσια ,ενώ πριν την αύξηση της παραγωγικής δύναμης της εργασίας του παρήγαγε 10 παπούτσια. Άρα η αξία του μεμονωμένου παπουτσιού αντιστοιχεί πλέον σε μισή ώρα εργασίας ,ενώ πριν αντιστοιχούσε σε 1 ώρα. Άρα μειώθηκε η αξία του μεμονωμένου παπουτσιού. Στην μεμονωμένη αξία χρήσης αποκρυσταλλώνεται μικρότερο κβάντο ζωντανής εργασίας.
Πώς όμως πετύχαμε να αυξήσουμε την παραγωγική δύναμη της εργασίας; Υπάρχουν πολλοί τρόποι(συνεργατική παραγωγή, καταμερισμός όπως στην Μανουφακτούρα, επιστημονικοτεχνική οργάνωση της εργασίας-φορντισμός,ταιηλορισμός) όμως αυτός που αντιστοιχεί κατ’ εξοχήν στις αστικές σχέσεις παραγωγής και επίσης αυτός που φαινομενικά(δηλ. για όποιον δεν διακρίνει τις εγγενείς αντιφάσεις που εγκυμονεί για τον ΚΤΠ η κοινωνικόποιηση της εργασίας και η μείωση του ποσοστού της ζωντανής εργασίας σε σχέση με την νεκρή· άρα για τον μεμονωμένο καπιταλιστή και τους αστούς πολιτικάντιδες) δεν έχει όριο στην ανάπτυξή του είναι η χρήση όλο και πιο σύγχρονων μηχανών.
Τι πετυχαίνει λοιπόν ο μεμονωμένος καπιταλιστής; Να μειώσει την αξία των εμπορευμάτων που παράγει αφού πλέον σε αυτά ενσωματώνεται μικρότερο κβάντο εργασίας. Τι έχει πετύχει λοιπόν ο αστός μας σε σχέση με τα ταξικά του αδέλφια; Να μπορεί να είναι πιο «ανταγωνιστικός». Δηλ. ρίχνοντας στην αγορά τα παπούτσια του να μπορεί να τα πουλάει σε μία τιμή η οποία είναι μεγαλύτερη από το κόστος παραγωγής τους και συνάμα μικρότερη(επιλέγει να το πουλάει πιο κάτω από την μέση τιμή ,για να ενισχύσει το συγκριτικό του πλεονέκτημα) από το κόστος παραγωγής των παπουτσιών(εννοείται ίδιας ποιότητας κτλ.) των ανταγωνιστών του. Έτσι έχει μεγαλύτερο κέρδος από τους υπόλοιπους. Ας το εξετάσουμε τώρα από πιο κοντά με την βοήθεια ενός συγκεκριμένου παραδείγματος για να δούμε που κρύβεται η αύξηση της σχετικής υπεραξίας.
Το ερώτημα που πρέπει να απαντήσουμε είναι το γιατί αυξάνεται η σχετική εκμετάλλευση του εργάτη εφόσον αυτός πριν και μετά την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας συνεχίζει να παράγει την ίδια αξία;
Α. Χωρίς αύξηση της παραγωγικής δύναμης της εργασίας 10 παπούτσια κοστίζουν 10 ευρώ. Τα 10 ευρώ αναλύονται σε 5 ευρώ σταθερό κεφάλαιο(μηχανές, πρώτες ύλες) ,3 ευρώ μεταβλητό κεφάλαιο(αξία αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης) και 2 ευρώ υπεραξία. Άρα το μέρος της υπεραξίας σε σχέση με την αξία της εργατικής δύναμης είναι είναι 2 προς 3 ή στο σύνολο της παραχθείσης αξίας 2/10=20%.
Β. Με αύξηση της παραγωγικής δύναμης της εργασίας 20 παπούτσια κοστίζουν 15 ευρώ. Τα 15 ευρώ αναλύονται σε 10 ευρώ σταθερό κεφάλαιο(νέες μηχανές και 2πλάσιες πρώτες ύλες) και 3 ευρώ μεταβλητό κεφάλαιο(αξία αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης) και 2 ευρώ υπεραξίας. Άρα τα 10 παπούτσια κοστίζουν πλέον στον μεμονωμένο αστό 7,5 ευρώ. Αν τα παπούτσια αυτά πωληθούν στην αγορά στην τιμή των 7,5 ευρώ δεν υπάρχει καμία αύξηση της υπεραξίας(παραβλέπουμε εδώ το γεγονός ότι ενίοτε ο κεφαλαιοκράτης επιλέγει να πουλήσει πολύ χαμηλά για να εξαφανίσει τους ανταγωνιστές του).
Εδώ φθάνουμε στην ουσία και στην απάντηση στο ερώτημα που θέσαμε. Ο Μαρξ λέει ότι «η   πραγματική(wirkliche) αξία ενός εμπορεύματος όμως δεν είναι η ατομική του ,αλλά η κοινωνική του αξία ,δηλ. δε μετριέται με το χρόνο εργaσίας που στοιχίζει πραγματικά στον παραγωγή στην κάθε περίπτωση χωριστά ,αλλά με το χρόνο εργασίας που απαιτείται κοινωνικά για την παραγωγή του»(Το Κεφάλαιο, σελ. 332)[1]. Έτσι όσον αφορά το μεμονωμένο καπιταλιστή η «πραγματική» αξία του εμπορεύματος που παράγει είναι η κοινωνική του αξία και όχι αυτή που κόστισε σε αυτόν. Με άλλα λόγια δεν ενδιαφέρεται η ανταλλαγή για το πόσο κόστισε το εμπόρευμα στον μεμονωμένο κεφαλαιοκράτη, παρά μόνο για τη μέση κοινωνική του αξία. Κατ’ επέκταση ο εργάτης του καινοτόμου αστού παράγει στην ίδια ώρα μεγαλύτερη αξία ή όπως λέει ο Μαρξ η εργασία του είναι υψωμένη σε δύναμη(σελ. 333) «Η εργασία εξαιρετικής παραγωγικής δύναμης δρα σαν εργασία υψωμένη σε δύναμη ή δημιουργεί σε ίσα χρονικά διαστήματα μεγαλύτερη αξία από την κοινωνικά μέση εργασία του ίδιου είδους»). Άρα η «πραγματική»(δηλ. η μέση κοινωνική) αξία των 20 παπουτσιών είναι 20 ευρώ ,η οποία αναλύεται ως εξής: 10 ευρώ σταθερό κεφάλαιο, 3 ευρώ αξία εργατικής δύναμης και 7 ευρώ υπεραξία. Άρα η αναλογία αξίας (αναπαραγωγής)εργατικής δύναμης–υπεραξίας είναι 3/7 ή στο σύνολο της παραχθείσης αξίας 7/10=70%. Με άλλα λόγια έχουμε αλλαγή στην αναλογία αναγκαίου χρόνου και χρόνου υπερεργασίας καθώς παρότι ο εργάτης θα μπορούσε να παράγει την αξία που του χρειάζεται για την αναπαραγωγή στο ήμισυ του παλιού χρόνου, αυτός συνεχίζει να δουλεύει το ίδιο και μάλιστα ο μισθός παραμένει σταθερός.
Γ. Ο αστός μας σκέφτεται βέβαια «αν πουλήσω με 9 ευρώ τα 10 μου παπούτσια και θα έχω κέρδος αφού μου κόστισαν 7,5 ευρώ και θα μπορέσω εφόσον έχω στις αποθήκες μου πλέον 20 παπούτσια να αυξήσω το συνολικό μου μερίδιο στην αγορά των παπουτσιών». Πουλάει λοιπόν με 9 ευρώ τα 10 παπούτσια και του μένει κέρδος 1,5 ευρώ. Εδώ απλά μειώνεται το ποσοστό της υπεραξίας, αλλά φυσικά το γεγονός ότι η απόσπαση σχετικής υπεραξίας αυξάνεται ή με άλλα λόγια αυξάνεται η υπερεργασία παραμένει.

Δ. Η διπλή συμβολή των μηχανών στην παραγωγή
Οκ θα πει κάποιος, «ακόμα και αν αυξάνεται ο χρόνος υπερεργασίας με ποιο δικαίωμα ο εργάτης θα καρπωθεί τις ευεργετικές επιδράσεις της μηχανής όταν ο κεφαλαιοκράτης έχει πληρώσει για να αγοράσει αυτή τη μηχανή
Αν δεν κατανοήσουμε αυτή τη διπλή συμβολή των μηχανών στην παραγωγή ,τότε δεν μπορούμε να κατανοήσουμε ολόπλευρα την παραγωγή σχετικής υπεραξίας.
1) Η μηχανή δεν παράγει νέα αξία παρά μόνο μεταβιβάζει την ενσωματωμένη σε αυτήν αξία στο προϊόν με τη μορφή της φθοράς που υφίσταται συμμετέχοντας στο παραγωγικό προτσές. Εδώ δεν γίνεται λόγος για φυσική φθορά αλλά για παραγωγική φθορά(μεταφορά ύλης από το ένα αντικείμενο στο άλλο). Αυτή η παραγωγική φθορά είναι σταδιακή και έτσι «η μηχανή μπαίνει πάντα ολόκληρη στο προτσές εργασίας αλλά πάντα εν μέρει μόνο στο προτσές αξιοποίησης»(Το Κεφάλαιο, σελ. 402). Αυτό σημαίνει ότι η αξία της μηχανής μεταβιβάζεται στο προϊόν και έτσι αν ο κεφαλαιοκράτης αγοράσει μία ακριβή μηχανή της οποίας η ημερήσια φθορά είναι μεγαλύτερη(μετρούμενη σε αξία) από την παλιά μηχανή ,τότε το εμπόρευμα τουλάχιστον ως προς το σταθερό κεφάλαιο θα είναι πιο ακριβό. Βέβαια οι πιο σύγχρονες μηχανές μπορεί να είναι πιο ακριβές αλλά συνήθως η παραγωγική φθορά τους είναι επίσης εξαιρετικά χαμηλή.
Ας δούμε ένα παράδειγμα: για την παραγωγή μιας αξίας 100 ευρώ τεμαχισμένου ξύλου κάθε μέρα απαιτούνται 2 εργάτες και 2 πριόνια. Μία μηχανή λοιπόν που τεμαχίζει κορμούς και έχει αξία ίση με 1000 ευρώ ,κάθε μέρα θα φθείρεται όλο και περισσότερο και κάποια στιγμή το μέταλλό της θα είναι πλέον άχρηστο. Αν το μέταλλο αχρηστευτεί σε 1000 μέρες, τότε αυτό σημαίνει ότι κάθε μέρα μεταβίβαζε στα προϊόντα που τεμάχιζε αξία ίση με 1 ευρώ. Άρα αν η ημερήσια παραγωγή είχε αξία χ πριν την χρήση της μηχανής ,τώρα έχει αξία χ+1 ευρώ. Αν τώρα πριν την χρήση της μηχανής είχαμε δύο εργάτες και 2 πριόνια άρα το χ=2ε(ργασία) και 2π(ριόνια) ,τώρα έχουμε αντί για πριόνια μία εργαλειομηχανή η οποία από την μία κοστίζει περισσότερο από τα πριόνια  από την άλλη οι δύο εργάτες μπορούν πλέον να κόβουν πολύ περισσότερα ξύλα στον  ίδιο χρόνο εργασίας. Αν ο μεμωνομένος κορμός χρειαζόταν το 1/10 της εργάσιμης μέρας(=αξία αναπαραγωγής εργατικής δύναμης= 10 ευρώ) ενός εργάτη ,τότε κόστιζε στον κεφαλαιοκράτη 1 ευρώ και μαζί με την πρώτη ύλη(0,25 λ.) και το εργαλείο(0,25λ.) 1,5 ευρώ. Τώρα για τον ίδιο κορμό ο εργάτης χρειάζεται 1/50 της εργάσιμης μέρας άρα στο 1/10 έχει τεμαχίσει 5πλάσια ποσότητας ξυλείας. Άρα το κόστος του ενός κορμού είναι πλέον 1/50Χ10=0,25λ+1/50Χ1ευρώ(ημερήσια φθορά μηχανής)=50λ. Παρατηρούμε λοιπόν ότι η αξία της μηχανής που αγόρασε ο καπιταλιστής επιστρέφεται σε αυτόν με την πώληση του προϊόντος του και επομένως ό,τι βάζει σε σταθερό κεφάλαιο υπό κανονικές συνθήκες προσφοράς και ζήτησης του επιστρέφεται μέχρι και την τελευταία δραχμή(αν και θέλω να πιστεύω ότι στο μέλλον δραχμή και κεφάλαιο θα είναι ασύμβατες έννοιες!!).
Όπως είπε ο Μαρξ η εργασία υψηλής παραγωγικότητας είναι εργασία υψωμένη σε δύναμη. Όμως ποιά είναι αυτή η μαγική δύναμη που πολλαπλασιάζει την εργασία και συνάμα δεν ανήκει και στο σταθερό κεφάλαιο; Εδώ περνάμε στη δεύτερη όψη της συμβολής των μηχανών.

2) Για να απαντήσουμε σε αυτό το ουσιώδες ερώτημα, πρέπει να δούμε από πού προέρχεται αυτή η διαφορά, δηλ. αυτή η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Αν αφαιρέσουμε από το εργαλείο ή τη μηχανή «το μέσο καθημερινό τους κόστος, ή το συστατικό της αξίας που προσθέτουν στο προϊόν με τη μέση καθημερινή φθορά τους και με την κατανάλωση βοηθητικών υλών ,λ.χ. λαδιού, κάρβουνου κλπ. θα δούμε ότι λειτουργούν δωρεάν, ακριβώς όπως οι φυσικές δυνάμεις που υπάρχουν χωρίς τη συμβολή του ανθρώπου»(στο ίδιο, σελ. 403). Η τελευταία αυτή φράση είναι το κλειδί για να κατανοήσουμε την απόσπαση σχετικής υπεραξίας. Χρειάζεται όμως επεξήγηση.
 Αν ένας κορμός ζυγίζει 200 κιλά ο εργάτης όσες ώρες και να παιδεύεται δεν θα καταφέρει να τον σηκώσει. Αν όμως έρθουν άλλοι 2 γεροδεμένοι εργάτες τότε ο ο κορμός ως δια μαγείας μπορεί να σηκωθεί. Εννοείται πως ο κάθε εργάτης θα αμειφθεί για το κομμάτι που παρήγαγε σαν να σήκωνε 200 κιλά δια του 3. Όμως είδαμε ότι αν οι εργάτες αυτοί δούλευαν ξεχωριστά ο κορμός θα παρέμενε στη θέση του. Παρόλα αυτά «δε στοιχίζουν τίποτα στο κεφάλαιο οι παραγωγικές δυνάμεις που απορέουν από τη συνεργασία και τον καταμερισμό της εργασίας», τις οποίες μπορεί να χαρακτηρίσει κανείς ως «φυσικές δυνάμεις της κοινωνικής εργασίας»(σελ. 401). Η επιστήμη τώρα εκμεταλλεύται ,αξιοποιεί τις δυνάμεις της φύσης προς όφελος της παραγωγής. Οι ίδιες οι ιδιότητες των φυσικών δυνάμεων παρέχονται απλόχερα και δεν κοστίζουν τίποτα. Επιπλέον  «ό,τι γίνεται με τις φυσικές δυνάμεις ,το ίδιο γίνεται και με την επιστήμη. Όταν έχει πια ανακαλυφθεί ,δε στοιχίζει ούτε πεντάρα ο νόμος για την παρέκκλιση της μαγνητικής βελόνας στο πεδίο δράσης ενός ηλεκτρικού ρεύματος ή για την παραγωγή μαγνητισμού στο σίδερο που γύρω του κυκλοφορεί ηλεκτρικό ρεύμα»(σελ. 401). Επομένως η αυξημένη παραγωγικότητα της εργασίας δεν προέρχεται παρά μέσα από την συνεισφορά της επιστήμης ,την οποία το κεφάλαιο θέτει υπό την κυριαρχία του για να κερδοφορήσει από αυτή. Όλος ο σύγχρονος τεχνολογικός εξοπλισμός των εργοστασίων στηρίζεται όχι μόνο στην εφαρμοσμένη έρευνα που χρηματοδοτεί η εκάστοτε επιχείρηση αλλά στη βασική έρευνα ,η οποία διεξάγεται από τους επιστήμονες εδώ και τουλάχιστον 3 αιώνες. Επομένως δεν στέκει το επιχείρημα ότι το κεφάλαιο χρηματοδοτεί την έρευνα και ένα πολύ απλό παράδειγμα είναι ότι ο Νεύτωνας διατύπωσε τους νόμους της βαρύτητας ,όμως καμία αεροπορική εταιρία δεν καταβάλει στον Νεύτωνα το αντίτιμο της εργασίας ακριβώς γιατί η επιστημονική γνώση έχει γίνει πλέον κτήμα της ανθρωπότητας. Είναι εδώ που αγγίζουμε τα όρια της εφαρμογής του νόμου της αξίας αλλά όχι από την σκοπιά ότι δεν μπορεί μπορεί να εξηγήσει την νέα κατάσταση αλλά από τη σκοπιά ότι ο ΚΤΠ και οι μέθοδοί του συναντούν στην ίδια τους την ανάπτυξη όλο και μεγαλύτερα εμπόδια που τους καθιστούν όλο και πιο παρασιτικούς για την ανθρωπότητα[2].  Επιπλέον παρατηρούμε εδώ μία αντιφατική χρησιμοποίηση της γνώσης ,από την μία ο κεφαλαιοκράτης ευνοείται ακριβώς από το γεγονός ότι η γνώση είναι κοινό κτήμα και η πρόσβαση σε αυτήν είναι ελεύθερη και από την άλλη ο ίδιος προσπαθεί να χειραγωγήσει τα εκάστοτε ερευνητικά αποτελέσματα που παράγονται υπό την χρηματοδότησή του ,έτσι ώστε να έχει μόνο αυτός το εκάστοτε τεχνολογικό πλεονέκτημα στον ανταγωνισμό  με τους υπόλοιπους. 
Επομένως το κεφάλαιο οικειοποιείται την δυνατότητα της φύσης για δωρεάν υπηρεσίες ,την οποία δυνατότητα μετατρέπει σε πραγματικότητα(και μάλιστα σε τελική ανάλυση δωρεάν) η επιστήμη. Προσοχή! Δεν είναι η επιστήμη που αυξάνει την παραγωγικότητα της εργασίας· αυτή είναι ιδιότητα των μηχανών· η επιστήμη απλά διαμορφώνει τις προϋποθέσεις για να μπορέσουμε να αξιοποιήσουμε αυτή τη δυνατότητα της φύσης.
Τέλος πρέπει να πούμε σε σύνδεση και με το θεμα του προηγούμενου κειμένου μας για την άυλη εργασία ότι παρατηρούμε την εξής αντίφαση: Από την μία, η μεμονωμένη επιστημονική εργασία μετριέται με βάση το νόμο της αξίας και άρα αμείβεται με μεταβλητό κεφάλαιο και από την άλλη, η «νεκρή» επιστημονική εργασία, δηλ. η ήδη γνωστή σε όλους επιστημονική γνώση παρέχεται δωρεάν όπως μία φυσική δύναμη. Αυτή η αντίφαση είναι κάτι που δεν ισχύει για την «νεκρή» εργασία στην υλική παραγωγή, καθώς το μηχάνημα στο οποίο αποκρυσταλλώνεται νεκρή εργασία πωλείται στην αξία του. Έτσι η ατομική διανοητική εργασία από την μία αποτιμάται με βάση το νόμο  της αξίας και από την αλλή όταν πια γίνεται κτήμα της ανθρωπότητας γίνεται δωρεάν παραγωγική δύναμη για το κεφάλαιο. Είναι μία αντίφαση που δεν μπορεί να λυθεί παρά μόνο σε έναν ανώτερο τρόπο παραγωγής.

2ος τρόπος απόσπασης σχετικής υπεραξίας

Χαρακτηριστικό: αύξηση του ποσοστού σχετικής υπεραξίας λόγω της μείωσης αξίας αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης διαμέσου της αύξησης της παραγωγικής δύναμης της μέσης κοινωνικής εργασίας στα είδη κατανάλωσης.
Είδαμε λοιπόν με ποιο τρόπο ο μεμονωμένος κεφαλαιοκράτης τοποθετεί την επιχείρησή του σε πλεονεκτική θέση σε σχέση με τους υπόλοιπους. Όμως οι ανταγωνιστές αφενός για να μην τους εξαφανίσει αφετέρου γιατί θέλουν μεγαλύτερο μερίδιο στην αγορά ,αλλάζουν με την σειρά τους τα μηχανήματά τους και αυξάνουν την παραγωγικότητα της εργασίας. Για λόγους ευκολίας ας πούμε ότι την αυξάνουν εξίσου με τον πρώτο. Άρα πλέον η μέση κοινωνική αξία του προϊόντος πέφτει και ο πρώτος χάνει το συγκριτικό του πλεονέκτημα. Ας υποθέσουμε επίσης ότι αυτό δεν ισχύει μόνο στον κλάδο των παπουτσιών αλλά σε όλους τους κλάδους της παραγωγής. Αυτό σημαίνει ότι πλέον το κόστος παραγωγής των παπουτσιών(αλλά κατ’ αναλογία και των παλτών ,των φυτοφαρμάκων κτλ.) έπεσε από το 1 ευρώ το τεμάχιο στο 0,75 ευρώ.
Ο δεύτερος αυτός τρόπος δεν αφορά πλέον τον μεμονωμένο καπιταλιστή αλλά το σύνολο σχεδόν της αστικής τάξης, η οποία μέσω του ανταγωνισμού οδηγείται χωρίς να το επιδιώκει και να το συνειδητοποιεί στην ελάττωση του αναγκαίου χρόνο εργασίας. Στην αρχή ορίσαμε τον αναγκαίο χρόνο εργασίας ως τον χρόνο που χρειάζεται να δουλέψει ο εργάτης ,άρα ως την αξία που πρέπει να παράξει ώστε να μπορεί να αγοράσει την ποσότητα των μέσων επιβίωσης αυτού και της οικογένειάς του. Φυσικά ο εργάτης δεν αγοράζει χαλιά πολυτελείας και πορσελάνες. Όταν λοιπόν με απλά λόγια φθηναίνουν τα αγαθά που καταναλώνει ο εργάτης, ο τελευταίος θεωρητικά μπορεί να δουλεύει λιγότερο και να παίρνει κατ’ αναλογία μικρότερο μισθό και παρ’ όλα αυτά να έχει την ίδια καταναλωτική δύναμη με πριν. Όμως αυτό που συμβαίνει στην κεφαλαιοκρατία είναι να μειώνεται ο μισθός του εργάτη μιας και έχει μειωθεί το κόστος αναπαραγωγής του και οι ώρες εργασίας να παραμένουν ίδιες.







[1] ή στο πρώτο κεφάλαιο λέει «…το μέγεθος της αξίας μιας ορισμένης αξίας χρήσης καθορίζεται μόνο από την ποσότητα της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας ή από το χρόνο εργασίας που είναι κοινωνικά ανακαίος για την παραγωγή της»(σελ. 53)
[2] Εδώ αναφύεται ένα πρόβλημα που μόνο η διαλεκτική λογική μπορεί να λύσει. Επειδή είναι κομβικής σημασίας θα το αναλύσω αυτόνομα στο επόμενο ποστ που θα κάνω.

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012

Σκέψεις πάνω το ζήτημα του προσδιορισμού της σημερινής εργατικής τάξης


ο τίτλος είναι "σκέψεις" και όχι απαραίτητα απαντήσεις γιατί το ζήτημα είναι σύνθετο και δεν θεωρώ τον εαυτό μου έτοιμο για να ισχυρίζομαι ότι κατέχω βέβαιες απαντήσεις. Με αυτό το κείμενο θέλω να συμβάλλω κυρίως στην χάραξη κατεύθυνσης που θα σέβεται την συστηματικότητα της επιστημονικής σκέψης του Μαρξ και την κατανόηση της κεφαλαιοκρατίας ως οργανικό όλο. Από εκεί και πέρα δεν μπόρεσα να αντισταθώ στον πειρασμό να διατυπώσω και κάποια κριτική στην περίφημη "άυλη εργασία". Το κείμενο γράφτηκε με αφορμή κάποιες ερωτήσεις ενός συντρόφου πάνω σε ένα άλλο ,παλιό κείμενό μου για τον Πουλαντζά.

Μέρος πρώτο
Το πρόβλημα ξεκινάει από το αν αντιλαμβάνεται κανείς την κεφαλαιοκρατία(ως τρόπο παραγωγής και ως κοινωνικό σχηματισμό) ως ολότητα ή αντίθετα ως μία δομή(με την έννοια της στίβας) από σχέσεις. Κατά τη γνώμη μου μόνο μία προσέγγιση του αντικειμένου ως οργανικού όλου μπορεί να προωθήσει την έρευνα. Εντός της ολότητας οι σχέσεις των πλευρών είναι ιεραρχημένες(Είναι-Ουσία-Φαινόμενο-Πραγματικότητα) και επομένως κάθε πλευρά επιτελεί ένα συγκεκριμένο ρόλο που προσδιορίζεται από το όλο και συνάμα προσδιορίζει το όλο.
Αν γίνουν δεκτές οι παραπάνω προκείμενες ,τότε μπορεί κανείς να πει ότι το βασικό κριτήριο για να ισχυριστεί κανείς ότι ένας μισθωτός ανήκει στην εργατική τάξη είναι αν συμβάλλει στην παραγωγή υπεραξίας «Η κεφ. παραγωγή δεν είναι μόνο παραγωγή εμπορευμάτων ,είναι στην ουσία παραγωγή υπεραξίας…δεν είναι πια αρκετό ότι γενικά παράγει.Πρέπει να παράγει υπεραξία. Παραγωγικός είναι μον΄χα ο εργάτης εκείνος ,που παράγει υπεραξία για τον κεφαλαιοκράτη ή που εξυπηρετεί την αυτοαξιοποίηση του κεφαλαίου»(Το Κεφάλαιο, σελ 525). Ο Βαζιούλιν χαρακτηρίζει την υπεραξία ως την ουσία του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, αφού μέσω αυτής γεννάται κεφάλαιο. Μόνο αν ξεκινήσουμε λοιπόν από αυτό που είναι ουσία του οργανικού όλου που λέγεται ΚΤΠ ,θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε το θέμα των τάξεων.
Το χειρόγραφο του τρίτου τόμου του Κεφαλαίου κόβεται όταν αρχίζει να μιλά ο Μαρξ για το θέμα των τάξεων. Αυτό δείχνει ότι στο σχεδιάγραμμα που είχε στο μυαλό του ο Μαρξ οι τάξεις δεν προσδιορίζονται απευθείας από την παραγωγή ή όχι υπεραξίας. Αυτό πήγε να κάνει ο Πουλαντζάς με το περί ου ο λόγος βιβλίο του, να πιάσει το νήμα από το σημείο που άφησε ο Μαρξ. Όμως αν δεν έχεις κατανοήσει σε βάθος όχι μόνο το οικονομικό περιεχόμενο του Κεφαλαίου αλλά και τη λογική δομή του(βλ. και τον αφορισμό του λένιν για όσους διάβασαν το κεφάλαιο χωρίς να ξέρουν χέγκελ) ,πόσο μάλλον αν εκκινείς κιόλας από  αντιεγελιανές ,δομιστικές φιλοσοφικές αφετηρίες ,τότε δεν μπορείς να συμβάλεις στην δημιουργική ανάπτυξη του μαρξισμού. Και αν το καταφέρεις ,τότε σίγουρα η συνεισφορά σου δεν θα είναι ως προς την κεντρική αρτηρία του μαρξισμού αλλά επιμέρους.
Έτσι έκανε και ο Πουλαντζάς ο οποίος θεωρεί σημαντικότερο κριτήριο το ότι ο μηχανικός κατέχει το μυστικό της γνώσης, ασκεί εποπτεία και κάνει διαν. εργ.  από το ότι παράγει υπεραξία. Κατά τη γνώμη μου όλα αυτά είναι της ίδιας κοπής με το επιχείρημα ότι ο δικηγόρος που δουλεύει σε δικηγορική εταιρεία δεν είναι εργατική τάξη επειδή ασχολείται με το δίκαιο και το δίκαιο είναι ταξικό. Αλλά τότε πως εξηγούν την ακόλουθη φράση του Μάρξ για το δάσκαλο( που ανήκει κατά τους αλτουσεριανός στον ΙΜΚ της εκπαίδευσης): «Αν έχουμε το δικαίωμα να διαλέξουμε ένα παράδειγμα έξω από την σφαίρα της υλικής παραγωγής, τότε ένας δάσκαλος είναι παραγωγικός εργάτης ,όταν όχι μόνο επεξεργάζεται παιδικά κεφάλια, μα τσακίζεται και ο ίδιος στη δουλειά για να πλουτίζει ο επιχειρηματίας…η έννοια λοιπόν του παραγωγικού εργάτη…περικλείνει και μια σχέση παραγωγής ειδικά κοινωνική, που έχει γεννηθεί ιστορικά και βάζει στον εργάτη τη σφραγίδα του άμεσου μέσου αξιοποίησης του κεφαλαίου»(Το Κεφάλαιο, 525). Κατά τη γνώμη μου ο παραγωγικός εργάτης είναι εργατική τάξη. Εφόσον αναπαράγει αυτό που είναι η ουσία της κεφαλαιοκρατίας ,άρα εφόσον αποσπάσται από αυτόν υπεραξία, με άλλα λόγια εφόσον τα κέρδη τους είναι η φτώχεια του ,τότε αυτός είναι ένας πόλος της αντίφασης κεφαλαίου εργασίας.
Φυσικά τα μυστικά της γνώσης ή τα μικροαστικά κατάλοιπα είναι υπαρκτά αλλά βρίσκονται στη σφαίρα του εποικοδομήματος και άρα παίζουν ρόλο στο «δια εαυτό»(ταξική συνείδηση) της εργατικής τάξης και όχι στο «καθ’ εαυτό». Για να είμαστε βέβαια ακριβείς εδώ πρέπει να πούμε ότι σε ορισμένες περιπτώσεις θα πρέπει να ορίσουμε τις τάξεις όχι στα πλαίσια του ΚΤΠ αλλά στα πλαίσια της καταπιλιστικής κοινωνίας. Έτσι ενδεχομένως κάποια επαγγέλματα παρότι μπορεί να παράγουν υπεραξία να μην ανήκουν εντέλει στην εργατική τάξη. Η εργατική τάξη προσδιορίζεται από τα κοινά αντικειμενικά συμφέροντα των μελών της. Χωρίς να είμαι βέβαιος στο μυαλό μου έρχεται το παράδειγμα των χρηματιστών ,των οποίων το επάγγελμα συνδέεται με το σκληρό πυρήνα της καπιταλιστικής οικονομίας. Το επάγγελμα αυτό μετά την επανάσταση δεν θα απονεκρωθεί όπως πχ. του δικηγόρου αλλά θα καταργηθεί μαζί με το χρηματιστήριο. Βέβαια αυτοί οι μισθωτοί στον καπιταλισμό μπορεί και να γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης. Ανεξαρτήτως συγκεκριμένου παραδείγματος η πραγμάτευση των τάξεων θα πρέπει να γίνει με συστηματικό τρόπο και όχι πετώντας στον αέρα αυθαίρετα κριτήρια. Αυτό καθίσταται εφικτό μόνο μέσα από το πρίσμα της θεώρησης της κεφαλαιοκρατίας ως οργανικού όλου.
Πιστεύω ότι ο μηχανικός σαφέστατα ανήκει στο συλλογικό εργάτη. Αλλά και να μην βρισκόταν στην οικοδομή δεν αλλάζει η ουσία του πράγματος. Το κεφάλαιο αρχικά χρησιμοποιεί την επιστήμη εξωτερικά χωρίς να την υποτάσσει. Σταδιακά όμως και όσο η ανάγκη για αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας γίνεται όλο και πιο επιτακτική, η επιστημονική εργασία γίνεται τμήμα της υλικής παραγωγής, με άλλα λόγια η εργασία του επιστήμονα-ερευνητή ανταλλάσσεται με μεταβλητό κεφάλαιο και όχι με εισόδημα. Από εδώ αρχίζει το πρώτο στάδιο της υπαγωγής της επιστήμης στο κεφάλαιο. Σε αυτό το πρώτο στάδιο η επιστήμη συνεπικουρεί την υλική παραγωγή(θα δείξουμε στην συνέχεια ότι υπάρχει και δεύτερο στάδιο). Αυτό μπορεί να το δει κανένας και εξ αντανακλάσεως στο εποικοδόμημα με την επιχειρηματικοποίηση-παραγωγικοποίηση του πανεπιστημίου. Αυτή η υπαγωγή που συντελέστηκε στην παραγωγή πριν ας πούμε 100 χρόνια(το νούμερο είναι εντελώς προσεγγιστικό) ,άρχισε να αντανακλάται τα τελευταία 20 χρόνια και στο πάντα πιο δυσκίνητο εποικοδόμημα.
Μέρος δεύτερο: Άυλη εργασία
Πολλοί ισχυρίζονται ότι ο γιατρός ,ο δικηγόρος και πολλοί άλλοι δεν είναι την σήμερον ημέρα εργατική τάξη ακόμα και αν δουλεύουν σε ιδιωτικές εταιρείες, επειδή δεν παράγουν αξία και άρα ούτε υπεραξία. Καταρχάς κάτι εμπειρικό. Ο κεφαλαιοκράτης που έχει την εταιρεία προφανώς βγάζει υπερκέρδος από την εργασία των υπαλλήλων του ,γιατί αλλιώς δεν θα είχε κίνητρο να την ανοίξει. Άρα υπάρχει σχέση εκμετάλλευσης(εργασιακή σχέση) και όχι σύμβαση έργου. Αυτό νομίζω είναι μια πρώτη ένδειξη. Βέβαια σε αυτό θα απαντήσουν ότι απλά η υπερεργασία του δικηγόρου παρεμβαίνει εδώ στην κατανομή της υπεράξιας μέσα στο κεφάλαιο προκαλώντας μεταφορές της υπεράξιας που προήλθε από την παραγωγική εργασία προς όφελος του κεφαλαίου που ιδιοποιείται την εργατική του δύναμη. Ποιο είδος λοιπόν εργασίας παράγει αξία;; Παράγει η άυλη εργασία υπεραξία;;
Πρώτα απ’ όλα στον Μαρξ υπάρχει η συγκεκριμένη εργασία που παράγει αξίες χρήσης και η αφηρημένη εργασία που είναι η υπόσταση της αξίας. Όσον αφορά την αξία χρήσης ήδη ο Μαρξ στην πρώτη σελίδα του Κεφαλαίου λέει ότι «η φύση  αυτών των αναγκών ,αν λ.χ. προέρχονται από το στομάχι ή από τη φαντασία, δεν αλλάζει σε τίποτα την υπόθεση. Δεν πρόκειται εδώ για το πώς το πράγμα ικανοποιεί την ανθρώπινη ανάγκη ,αν την ικανοποιεί άμεσα σαν μέσο συντήρησης ,δηλαδή σαν μέσο απόλαυσης ή έμμεσα σαν μέσο παραγωγής»(σελ. 49). Επομένως αρκεί ένα πράγμα να ικανοποιεί μία ανάγκη ,όποια και αν είναι αυτή· και δεν υπάρχει θα συμφωνήσουμε μεγαλύτερη από την προστασία της ελευθερίας, της ιδιοκτησίας(δικηγόρος) και της ζωής(γιατρός). Η αξία τώρα δεν είναι παρά η «αφαίρεση από την αξία χρήσης των προϊόντων εργασίας»(σελ. 52). Αν λοιπόν δεχτούμε ότι οι παραπάνω εργασίες ικανοποιούν ανάγκες ,τότε παράγουν αξίες χρήσης και συνάμα παράγουν αξία. Αν παράγουν αξία ,τότε είναι δυνατό να παράγουν και υπεραξία κτλ.
Φυσικά θα ρωτήσει κάποιος «ο δικηγόρος που δουλεύει μόνος του κάνει την ίδια δουλεία με τον έμμισθο και άρα παράγει και αυτός αξία;». Εδώ ακριβώς μπαίνει η ουσιαστική διάκριση που χαρακτηρίζει τον ΚΤΠ από όλους του υπόλοιπους τρόπους παραγωγής. Ο έμμισθος δικηγόρος πουλάει την εργατική του δύναμη όχι στον πελάτη αλλά στο αφεντικό, ενώ ο ελεύθερος δικηγόρος πουλάει το προϊόν της εργασίας του στον πελάτη. Έτσι στη μία περίπτωση η αξία της εργατικής δύναμης του δικηγόρου ανταλλάσσεται με το κόστος αναπαραγωγής του(μεταβλητό κεφάλαιο) ,ενώ στην άλλη περίπτωση ανταλλάσσεται με  το εισόδημα του πελάτη και μάλιστα ισοδύναμα με το ύψος της παρηγμένης αξίας. Έτσι η παραγωγή αξίας συνδέεται πάντα με την παραγωγή υπεραξίας ,μιλώντας με τις κατηγορίες της λογικής το Είναι(εμπόρευμα,αξία) δεν υπάρχει ως τέτοιο παρά μόνο στη σύνδεσή του με την Ουσία, το Είναι είναι πάντα προσδιορισμένο από την Ουσία. Παρόλα αυτά το Είναι ως εκφράζον την σπείρα του ανηρημένου παρελθόντος της Κεφαλαιοκρατίας μπορεί να εμπεριέχει και στοιχεία από προηγούμενους τρόπους παραγωγής. Εξού και ο αυταπασχολούμενος δικηγόρος παράγει αξία και επηρεάζει την μέση κοινωνική εργασία, αλλά δεν ανήκει στον ΚΤΠ.
Ας πάμε τώρα στον Νέγκρι…
Ο Νέγκρι λέει ότι στην άυλη εργασία καταργούνται τα σύνορα ανάμεσα στον χρόνο εργασίας και στον χρόνο ανάπαυσης. Η εργασία παραμένει κατά τα λεγόμενά του «η θεμελιώδης πηγή της αξίας στην καπιταλιστική παραγωγή» αλλά πρέπει να ερευνήσουμε το είδος αυτής της εργασίας και τις χρονικότητές της(the Multitude σελ. 145 αγγλ. μτφ). Ο εργαζόμενος μπορεί να παράγει ιδέες οποιαδήποτε στιγμή σε αντίθεση με το βιομηχανικό εργάτη. Έτσι παύει πλέον να είναι ο χρόνος εργασίας το μέτρο της αξίας και κατ’ επέκταση δεν μπορεί να ισχύει ούτε η υπεραξία ,καθώς αυτή σύμφωνα με τον Νέγκρι είναι η ποσοτική σχέση αναγκαίου χρόνου εργασίας-υπεργασίας, αξίας-υπεραξίας.  
Μία πρώτη παρατήρηση είναι η εξής: ο Μαρξ δεν είπε ποτέ ότι υπάρχει ένα οικονομικό όριο το οποίο απαγορεύει να επεκταθεί η εργάσιμη μέρα σε όλο το 24 της ζωής του εργάτη. Τα όρια είναι φυσικά(φυσική εξάντληση) και κοινωνικά(ταξική πάλη, νόμοι).Άλλωστε υπήρχαν εργάτες που δούλευαν και 16 ώρες το 24ώρο. Το γεγονός ότι δεν γίνεται να επεκταθεί η εργασία και στις 24 ώρες της ζωής του εργάτη δεν είναι αδυναμία του ΚΤΠ αλλά φυσικό όριο. Θεωρητικά αν ανακαλύψουμε τρόπο οι εργάτες να δουλεύουν 24 ώρες το 24ωρο το κεφάλαιο άνετα θα εφάρμοζε το 24ωρο. Στο βαθμό λοιπόν που αλλάζει ο τρόπος εργασίας και πλέον η εργασία είναι πνευματική και άρα στηρίζεται στην έμπνευση της στιγμής είναι πράγματι δυνατό ο εργαζόμενος να «εργάζεται» και στον «ελεύθερο» χρόνο του. Και έτσι να γίνονται δυσδιάκριτα τα όρια. Όμως αυτό δεν αναιρεί σε καμία περίπτωση το γεγονός ότι και πάλι το μέτρο της εργασίας είναι ο χρόνος. Το αν ο εφευρέτης βιντεοπαιχνιδιών ή ο μισθωτός αρχιτέκτονας σκεφτεί κάτι πρωτότυπο στη βόλτα του στο πάρκο με τη σύζυγο δεν αλλάζει το γεγονός ότι ο χρόνος εργασίας του μετριέται σε ώρες. Εξού και αν αναθέσεις σε κάποια αρχιτεκτονική εταιρεία ένα έργο πάρα πολύ σύνθετο και πρωτότυπο θα σου στοιχίσει πανάκριβα ακριβώς γιατί θα πρέπει να σπαταλήσουν πολύ περισσότερο χρόνο συνολικά, άσχετα αν αυτό δεν περιλαμβάνει μόνο τη δουλειά στο γραφείο αλλά και την ώρα που ανακατεύει το φαγητό που μαγειρεύει(και που όπως γίνεται στο χόλιγουντ τα αφήνει όλα και τρέχει να γράψει την ιδιοφυή ιδέα που του ήρθε) .Το μόνο που καταφέρνει η παρατήρηση του Νέγκρι είναι να εφιστήσει την προσοχή των μαρξιστών μελετητών για τις νέες δυσκολίες που έχει η μέτρηση του χρόνου εργασίας. Δεν αναιρείται όμως σε καμία περίπτωση η λειτουργία του χρόνου εργασίας ως μέτρου.
Πρέπει πάντως εδώ να πούμε και το εξής: ο χρόνος ως μέτρο της εργασίας δεν είναι κάτι που ο Μαρξ το εφηύρε για να δικαιολογήσει την εκμετάλλευση. Είναι ο τρόπος με τον οποίο ο ΚΤΠ μετράει την εργασία ,είναι το μέτρο όπως διαμορφώνεται στα πλαίσια του ΚΤΠ. Ο Μαρξ ανακάλυψε κάτι που υπήρχε απλώς δεν ήταν εμφανές εμπειρικά. Επομένως το γεγονός ότι η δ.ε. είναι γενικά ασύμβατη με την μέτρηση της από το χρόνο δεν σημαίνει πως το κεφάλαιο δεν εξακολουθεί να μετρά με βάση το χρόνο. Πράγματι πώς μπορεί κανείς αξιολογήσει ένα τραγούδι ή μια ζωγραφιά με βάση το χρόνο που δαπανήθηκε για να συλλάβει ο καλλιτέχνης την έμπνευση και στη συνέχεια να την υλοποιήσει; Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το κεφάλαιο δεν υπαγάγει υπό την εξουσία του αυτά τα πρώην μικροαστικά επαγγέλματα. Αυτό δεν σημαίνει ότι το κεφάλαιο δεν μετρά ακόμα και την διανοητική εργασία με σε ώρες. Άκριβώς το άβολο και ανόητο του να μετράει κανείς την δ.ε. με κριτήριο το χρόνο δείχνει πόσο εγκλωβίζεται το πνεύμα από τις κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής. Μάλιστα το γεγονός αυτό φαίνεται και στην εκπαίδευση όπου με τις ects και με όλη αυτή την αναδιάρθρωση ουσιαστικά εισάγονται κριτήρια αγοράς(ποσοτικά) εντελώς ασύμβατα με την ίδια την εκπαίδευση. Το μόνο που μπορούμε λοιπόν να απαντήσουμε στον Νέγκρι ευρισκόμενοι και εμείς οι ίδιοι πάνω από την πυρά του δημοσίου πανεπιστημίου και της επιστημονικής σκέψης είναι το τροποποιημένο γαλιλαιϊκό «και όμως ισχύει…».
Όμως αν πούμε ότι ο χρόνος εργασίας είναι ανεπαρκές μέτρο, τότε ποιό πράγμα είναι κατάλληλο για να μετρήσει την αξία και άρα την υπεραξία;
Η δεύτερη παρατήρηση είναι για αυτό το περίφημο «κοινό» που παράγει η άυλη εργασία. Ορθά ο Νέγκρι λέει ότι η παραγωγή εικόνων,ιδεών ,γνώσεων παράγεται σε συνεργασία με την παρελθούσα και παρούσα σκέψη άλλων (the Multitude ,σελ. 147). Πλέον «το κοινό έχει γίνει ο τόπος απόσπασης υπεραξίας…πρέπει να δούμε την εκμετάλλευση ως απαλλοτρίωση του κοινού»(σελ.150) .Επίσης ορθά παρατηρεί ο Νέγκρι σε κάποιο σημείο ότι στην συνεργατική παραγωγή της προ- και μανουφακτουρικής περιόδου η συνεργασία είναι υποκειμενική και εξωτερικά επιβεβλημένη από το κεφάλαιο. Αυτό είναι κάτι που το αναγνωρίζει και ο Μαρξ: «στην απλή συνεργασία ακόμα και στην συνεργασία την ειδικευμένη από  τον καταμερισμό της εργασίας, εξακολουθεί να φαίνεται ακόμα σαν τυχαίο γεγονός η εκτόπιση του μεμονωμένου εργάτη από τον κοινωνικοποιημένο εργάτη»(Το Κεφάλαιο σελ. 401) αντίθετα στην μεγάλη βιομηχανία «ο συνεργατικός χαρακτήρας του προτσές εργασίας γίνεται τώρα τεχνική ανάγκη, που υπαγορεύεται από τη φύση του ίδιου του μέσου εργασίας»(σελ. 401). Άρα αυτό «κοινό» δεν είναι καινούργιο ούτε για τον κλασσικό μαρξισμό ούτε για την κεφαλαιοκρατία. Πρόκειται για την επιστήμη, η οποία καθιστά την συνεργασία εγγενές στοιχείο του παραγωγικού προτσές και είναι το προτσές παραγωγής σχετικής υπεραξίας που μετατρέπει την επιστήμη σε παραγωγική δύναμη. Ο Μαρξ λέει μάλιστα πως οι μηχανές αν αφαιρέσεις κανείς την καθημερινή παραγωγική τους φθορά ,η οποία ισούται με την μεταβίβαση αξίας στα προϊόντα εργασίας, λειτουργούν δωρεάν σαν τις δυνάμεις της φύσης(σελ. 402,403). Αυτή η δωρεάν λειτουργία τους είναι που αυξάνει την παραγωγικότητα της εργασίας και συμβάλλει στην παραγωγή σχετικής υπεραξίας. Ως φυσική δύναμη λειτουργεί ο έστω και τεχνιτός καταμερισμός της εργασίας στην μανουφακτούρα: «είδαμε ότι δε στοιχίζουν τίποτα στο κεφάλαιο οι παραγωγικές δυνάμεις που απορέουν από τη συνεργασία και τον καταμερισμό της εργασίας. Είναι φυσικές δυνάμεις της κοινωνικής εργασίας»(401). Αυτό λοιπόν το «κοινό» που περιγράφει ο Νέγκρι είναι στην πραγματικότητα η φυσική δύναμη της κοινωνικής εργασίας που στην σημερινή εποχή, όπου η διανοητική εργασία στο δυτικό κόσμο  κατέχει «ηγεμονική» θέση, είναι πολλαπλάσια από την εποχή του Μαρξ.
Αρχικά να πούμε ότι σήμερα δεν πρέπει να γίνεται λόγος μόνο για επιστημονική αλλά και για καλλιτεχνική δραστηριότητα. Έτσι είναι ορθότερο να μιλάμε για διανοητική εργασία που περιλαμβάνει την επιστήμη και την καλλιτεχνική δραστηριότητα. Η διαφορά που παρατηρείται σήμερα είναι ότι πλέον η σχέση  διανοητικής εργασίας και υλικής παραγωγής έχει φθάσει σε ένα τρίτο στάδιο. Το πρώτο στάδιο ήταν η αδιαφορία(πριν την βιομηχανική επανάσταση και σε μια εποχή που παραγόταν κυρίως απόλυτη υπεραξία) ,το δεύτερο στάδιο η υπαγωγή της πρώτης στην δεύτερη και το τρίτο στάδιο είναι η σχετική αυτονόμηση της διανοητικής εργασίας από την υλική παραγωγή. Όμως η δ.ε. δεν αυτονομείται και από το ίδιο το κεφάλαιο παρά μόνο από την υλική παραγωγή. Αυτό το στάδιο το διακρίνει ορθά ο Νέγκρι αλλά το ερμηνεύει κατά τη γνώμη μου με ένα τρόπο που δεν σέβεται τις εσωτερικές νομοτέλειες που διέπουν την επιστήμη της πολιτικής οικονομίας. Διακρίνει με ευφυία το νέο αλλά δεν καταφέρνει να το κατανοήσει εννοιακά και μένει σε μία εμπειρική στην πραγματικότητα απεικόνισή του. Υπάρχουν 2 απευκταίοι τρόποι που μπορεί να κινηθεί ένας επιστήμονας που έρχεται αντιμέτωπος με μία νέα ανακάλυψη,ο δογματικός και ο ρεβιζιονιστικός. Ο δογματικός προσπαθεί να χωρέσει το νέο στα μέτρα του παλιού και ο ρεβιζιονιστικός προσπαθεί να εξαφανίσει το παλιό προς όφελος του νέου. Κανένας από τους δύο δεν αρμόζει σε ένα διαλεκτικά σκεπτόμενο στοχαστή.
Η αυτονόμηση της δ.ε. από την υλική παραγωγή στην πραγματικότητα δείχνει από την μία ότι ήδη  εντός της κεφαλαιοκρατίας αναπτύσσεται η δ.ε. ως αυτοσκοπός που καλύπτει πλέον όχι ανάγκες επιβίωσης(άρα που συνδέεται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο με την υλική παραγωγή) αλλά απόλαυσης, που παράγει(προσφέρει) αγαθά με βάση τις αρχές της ομορφιάς και ψυχαγωγίας. Έτσι η επιστήμη και η δ.ε. αναδεικνύουν τις νέες δυνατότητες για μια εργασία δημιουργική. Από την άλλη, αυτή η εργασία θα αναπτυχθεί πλήρως όταν θα καταργηθεί η ατομική ιδιοποίησή της και όταν θα εξαλειφθεί η χειρωνακτική εργασία. Γιατί η δ.ε. ενός εργαζόμενου που από τη φύση της ενώνεται με την εργασία των υπολοίπων ,ταυτόχρονα εντός της κεφαλαιοκρατίας διχοτομείται βαθιά από το κριτήριο της κερδοφορίας. Έρευνες επιστημονικές μένουν κρυφές, η πρόσβαση στην γνώση είναι δαπανηρή(πχ. επιστημονικά περιοδικά που πρέπει να πληρώσεις για να λαμβάνεις) ,η έρευνα δεν αναπτύσσεται με βάση τις εσωτερικές της νομοτέλειες αλλά με βάση την κερδοφορία κτλ.
Επομένως αυτό που θα έπρεπε να παρατηρήσουμε όσον αφορά την άυλη εργασία ενός της κεφαλαιοκρατίας είναι ότι διανοίγει αντιφατικές δυνατότητες και συνάμα δεν αίρει σε καμία περίπτωση την μαρξιστική θεωρία της αξίας απλώς θέτει τα ερωτήματα για μία πιο συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης.