Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα νέγκρι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα νέγκρι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012

Σκέψεις πάνω το ζήτημα του προσδιορισμού της σημερινής εργατικής τάξης


ο τίτλος είναι "σκέψεις" και όχι απαραίτητα απαντήσεις γιατί το ζήτημα είναι σύνθετο και δεν θεωρώ τον εαυτό μου έτοιμο για να ισχυρίζομαι ότι κατέχω βέβαιες απαντήσεις. Με αυτό το κείμενο θέλω να συμβάλλω κυρίως στην χάραξη κατεύθυνσης που θα σέβεται την συστηματικότητα της επιστημονικής σκέψης του Μαρξ και την κατανόηση της κεφαλαιοκρατίας ως οργανικό όλο. Από εκεί και πέρα δεν μπόρεσα να αντισταθώ στον πειρασμό να διατυπώσω και κάποια κριτική στην περίφημη "άυλη εργασία". Το κείμενο γράφτηκε με αφορμή κάποιες ερωτήσεις ενός συντρόφου πάνω σε ένα άλλο ,παλιό κείμενό μου για τον Πουλαντζά.

Μέρος πρώτο
Το πρόβλημα ξεκινάει από το αν αντιλαμβάνεται κανείς την κεφαλαιοκρατία(ως τρόπο παραγωγής και ως κοινωνικό σχηματισμό) ως ολότητα ή αντίθετα ως μία δομή(με την έννοια της στίβας) από σχέσεις. Κατά τη γνώμη μου μόνο μία προσέγγιση του αντικειμένου ως οργανικού όλου μπορεί να προωθήσει την έρευνα. Εντός της ολότητας οι σχέσεις των πλευρών είναι ιεραρχημένες(Είναι-Ουσία-Φαινόμενο-Πραγματικότητα) και επομένως κάθε πλευρά επιτελεί ένα συγκεκριμένο ρόλο που προσδιορίζεται από το όλο και συνάμα προσδιορίζει το όλο.
Αν γίνουν δεκτές οι παραπάνω προκείμενες ,τότε μπορεί κανείς να πει ότι το βασικό κριτήριο για να ισχυριστεί κανείς ότι ένας μισθωτός ανήκει στην εργατική τάξη είναι αν συμβάλλει στην παραγωγή υπεραξίας «Η κεφ. παραγωγή δεν είναι μόνο παραγωγή εμπορευμάτων ,είναι στην ουσία παραγωγή υπεραξίας…δεν είναι πια αρκετό ότι γενικά παράγει.Πρέπει να παράγει υπεραξία. Παραγωγικός είναι μον΄χα ο εργάτης εκείνος ,που παράγει υπεραξία για τον κεφαλαιοκράτη ή που εξυπηρετεί την αυτοαξιοποίηση του κεφαλαίου»(Το Κεφάλαιο, σελ 525). Ο Βαζιούλιν χαρακτηρίζει την υπεραξία ως την ουσία του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, αφού μέσω αυτής γεννάται κεφάλαιο. Μόνο αν ξεκινήσουμε λοιπόν από αυτό που είναι ουσία του οργανικού όλου που λέγεται ΚΤΠ ,θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε το θέμα των τάξεων.
Το χειρόγραφο του τρίτου τόμου του Κεφαλαίου κόβεται όταν αρχίζει να μιλά ο Μαρξ για το θέμα των τάξεων. Αυτό δείχνει ότι στο σχεδιάγραμμα που είχε στο μυαλό του ο Μαρξ οι τάξεις δεν προσδιορίζονται απευθείας από την παραγωγή ή όχι υπεραξίας. Αυτό πήγε να κάνει ο Πουλαντζάς με το περί ου ο λόγος βιβλίο του, να πιάσει το νήμα από το σημείο που άφησε ο Μαρξ. Όμως αν δεν έχεις κατανοήσει σε βάθος όχι μόνο το οικονομικό περιεχόμενο του Κεφαλαίου αλλά και τη λογική δομή του(βλ. και τον αφορισμό του λένιν για όσους διάβασαν το κεφάλαιο χωρίς να ξέρουν χέγκελ) ,πόσο μάλλον αν εκκινείς κιόλας από  αντιεγελιανές ,δομιστικές φιλοσοφικές αφετηρίες ,τότε δεν μπορείς να συμβάλεις στην δημιουργική ανάπτυξη του μαρξισμού. Και αν το καταφέρεις ,τότε σίγουρα η συνεισφορά σου δεν θα είναι ως προς την κεντρική αρτηρία του μαρξισμού αλλά επιμέρους.
Έτσι έκανε και ο Πουλαντζάς ο οποίος θεωρεί σημαντικότερο κριτήριο το ότι ο μηχανικός κατέχει το μυστικό της γνώσης, ασκεί εποπτεία και κάνει διαν. εργ.  από το ότι παράγει υπεραξία. Κατά τη γνώμη μου όλα αυτά είναι της ίδιας κοπής με το επιχείρημα ότι ο δικηγόρος που δουλεύει σε δικηγορική εταιρεία δεν είναι εργατική τάξη επειδή ασχολείται με το δίκαιο και το δίκαιο είναι ταξικό. Αλλά τότε πως εξηγούν την ακόλουθη φράση του Μάρξ για το δάσκαλο( που ανήκει κατά τους αλτουσεριανός στον ΙΜΚ της εκπαίδευσης): «Αν έχουμε το δικαίωμα να διαλέξουμε ένα παράδειγμα έξω από την σφαίρα της υλικής παραγωγής, τότε ένας δάσκαλος είναι παραγωγικός εργάτης ,όταν όχι μόνο επεξεργάζεται παιδικά κεφάλια, μα τσακίζεται και ο ίδιος στη δουλειά για να πλουτίζει ο επιχειρηματίας…η έννοια λοιπόν του παραγωγικού εργάτη…περικλείνει και μια σχέση παραγωγής ειδικά κοινωνική, που έχει γεννηθεί ιστορικά και βάζει στον εργάτη τη σφραγίδα του άμεσου μέσου αξιοποίησης του κεφαλαίου»(Το Κεφάλαιο, 525). Κατά τη γνώμη μου ο παραγωγικός εργάτης είναι εργατική τάξη. Εφόσον αναπαράγει αυτό που είναι η ουσία της κεφαλαιοκρατίας ,άρα εφόσον αποσπάσται από αυτόν υπεραξία, με άλλα λόγια εφόσον τα κέρδη τους είναι η φτώχεια του ,τότε αυτός είναι ένας πόλος της αντίφασης κεφαλαίου εργασίας.
Φυσικά τα μυστικά της γνώσης ή τα μικροαστικά κατάλοιπα είναι υπαρκτά αλλά βρίσκονται στη σφαίρα του εποικοδομήματος και άρα παίζουν ρόλο στο «δια εαυτό»(ταξική συνείδηση) της εργατικής τάξης και όχι στο «καθ’ εαυτό». Για να είμαστε βέβαια ακριβείς εδώ πρέπει να πούμε ότι σε ορισμένες περιπτώσεις θα πρέπει να ορίσουμε τις τάξεις όχι στα πλαίσια του ΚΤΠ αλλά στα πλαίσια της καταπιλιστικής κοινωνίας. Έτσι ενδεχομένως κάποια επαγγέλματα παρότι μπορεί να παράγουν υπεραξία να μην ανήκουν εντέλει στην εργατική τάξη. Η εργατική τάξη προσδιορίζεται από τα κοινά αντικειμενικά συμφέροντα των μελών της. Χωρίς να είμαι βέβαιος στο μυαλό μου έρχεται το παράδειγμα των χρηματιστών ,των οποίων το επάγγελμα συνδέεται με το σκληρό πυρήνα της καπιταλιστικής οικονομίας. Το επάγγελμα αυτό μετά την επανάσταση δεν θα απονεκρωθεί όπως πχ. του δικηγόρου αλλά θα καταργηθεί μαζί με το χρηματιστήριο. Βέβαια αυτοί οι μισθωτοί στον καπιταλισμό μπορεί και να γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης. Ανεξαρτήτως συγκεκριμένου παραδείγματος η πραγμάτευση των τάξεων θα πρέπει να γίνει με συστηματικό τρόπο και όχι πετώντας στον αέρα αυθαίρετα κριτήρια. Αυτό καθίσταται εφικτό μόνο μέσα από το πρίσμα της θεώρησης της κεφαλαιοκρατίας ως οργανικού όλου.
Πιστεύω ότι ο μηχανικός σαφέστατα ανήκει στο συλλογικό εργάτη. Αλλά και να μην βρισκόταν στην οικοδομή δεν αλλάζει η ουσία του πράγματος. Το κεφάλαιο αρχικά χρησιμοποιεί την επιστήμη εξωτερικά χωρίς να την υποτάσσει. Σταδιακά όμως και όσο η ανάγκη για αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας γίνεται όλο και πιο επιτακτική, η επιστημονική εργασία γίνεται τμήμα της υλικής παραγωγής, με άλλα λόγια η εργασία του επιστήμονα-ερευνητή ανταλλάσσεται με μεταβλητό κεφάλαιο και όχι με εισόδημα. Από εδώ αρχίζει το πρώτο στάδιο της υπαγωγής της επιστήμης στο κεφάλαιο. Σε αυτό το πρώτο στάδιο η επιστήμη συνεπικουρεί την υλική παραγωγή(θα δείξουμε στην συνέχεια ότι υπάρχει και δεύτερο στάδιο). Αυτό μπορεί να το δει κανένας και εξ αντανακλάσεως στο εποικοδόμημα με την επιχειρηματικοποίηση-παραγωγικοποίηση του πανεπιστημίου. Αυτή η υπαγωγή που συντελέστηκε στην παραγωγή πριν ας πούμε 100 χρόνια(το νούμερο είναι εντελώς προσεγγιστικό) ,άρχισε να αντανακλάται τα τελευταία 20 χρόνια και στο πάντα πιο δυσκίνητο εποικοδόμημα.
Μέρος δεύτερο: Άυλη εργασία
Πολλοί ισχυρίζονται ότι ο γιατρός ,ο δικηγόρος και πολλοί άλλοι δεν είναι την σήμερον ημέρα εργατική τάξη ακόμα και αν δουλεύουν σε ιδιωτικές εταιρείες, επειδή δεν παράγουν αξία και άρα ούτε υπεραξία. Καταρχάς κάτι εμπειρικό. Ο κεφαλαιοκράτης που έχει την εταιρεία προφανώς βγάζει υπερκέρδος από την εργασία των υπαλλήλων του ,γιατί αλλιώς δεν θα είχε κίνητρο να την ανοίξει. Άρα υπάρχει σχέση εκμετάλλευσης(εργασιακή σχέση) και όχι σύμβαση έργου. Αυτό νομίζω είναι μια πρώτη ένδειξη. Βέβαια σε αυτό θα απαντήσουν ότι απλά η υπερεργασία του δικηγόρου παρεμβαίνει εδώ στην κατανομή της υπεράξιας μέσα στο κεφάλαιο προκαλώντας μεταφορές της υπεράξιας που προήλθε από την παραγωγική εργασία προς όφελος του κεφαλαίου που ιδιοποιείται την εργατική του δύναμη. Ποιο είδος λοιπόν εργασίας παράγει αξία;; Παράγει η άυλη εργασία υπεραξία;;
Πρώτα απ’ όλα στον Μαρξ υπάρχει η συγκεκριμένη εργασία που παράγει αξίες χρήσης και η αφηρημένη εργασία που είναι η υπόσταση της αξίας. Όσον αφορά την αξία χρήσης ήδη ο Μαρξ στην πρώτη σελίδα του Κεφαλαίου λέει ότι «η φύση  αυτών των αναγκών ,αν λ.χ. προέρχονται από το στομάχι ή από τη φαντασία, δεν αλλάζει σε τίποτα την υπόθεση. Δεν πρόκειται εδώ για το πώς το πράγμα ικανοποιεί την ανθρώπινη ανάγκη ,αν την ικανοποιεί άμεσα σαν μέσο συντήρησης ,δηλαδή σαν μέσο απόλαυσης ή έμμεσα σαν μέσο παραγωγής»(σελ. 49). Επομένως αρκεί ένα πράγμα να ικανοποιεί μία ανάγκη ,όποια και αν είναι αυτή· και δεν υπάρχει θα συμφωνήσουμε μεγαλύτερη από την προστασία της ελευθερίας, της ιδιοκτησίας(δικηγόρος) και της ζωής(γιατρός). Η αξία τώρα δεν είναι παρά η «αφαίρεση από την αξία χρήσης των προϊόντων εργασίας»(σελ. 52). Αν λοιπόν δεχτούμε ότι οι παραπάνω εργασίες ικανοποιούν ανάγκες ,τότε παράγουν αξίες χρήσης και συνάμα παράγουν αξία. Αν παράγουν αξία ,τότε είναι δυνατό να παράγουν και υπεραξία κτλ.
Φυσικά θα ρωτήσει κάποιος «ο δικηγόρος που δουλεύει μόνος του κάνει την ίδια δουλεία με τον έμμισθο και άρα παράγει και αυτός αξία;». Εδώ ακριβώς μπαίνει η ουσιαστική διάκριση που χαρακτηρίζει τον ΚΤΠ από όλους του υπόλοιπους τρόπους παραγωγής. Ο έμμισθος δικηγόρος πουλάει την εργατική του δύναμη όχι στον πελάτη αλλά στο αφεντικό, ενώ ο ελεύθερος δικηγόρος πουλάει το προϊόν της εργασίας του στον πελάτη. Έτσι στη μία περίπτωση η αξία της εργατικής δύναμης του δικηγόρου ανταλλάσσεται με το κόστος αναπαραγωγής του(μεταβλητό κεφάλαιο) ,ενώ στην άλλη περίπτωση ανταλλάσσεται με  το εισόδημα του πελάτη και μάλιστα ισοδύναμα με το ύψος της παρηγμένης αξίας. Έτσι η παραγωγή αξίας συνδέεται πάντα με την παραγωγή υπεραξίας ,μιλώντας με τις κατηγορίες της λογικής το Είναι(εμπόρευμα,αξία) δεν υπάρχει ως τέτοιο παρά μόνο στη σύνδεσή του με την Ουσία, το Είναι είναι πάντα προσδιορισμένο από την Ουσία. Παρόλα αυτά το Είναι ως εκφράζον την σπείρα του ανηρημένου παρελθόντος της Κεφαλαιοκρατίας μπορεί να εμπεριέχει και στοιχεία από προηγούμενους τρόπους παραγωγής. Εξού και ο αυταπασχολούμενος δικηγόρος παράγει αξία και επηρεάζει την μέση κοινωνική εργασία, αλλά δεν ανήκει στον ΚΤΠ.
Ας πάμε τώρα στον Νέγκρι…
Ο Νέγκρι λέει ότι στην άυλη εργασία καταργούνται τα σύνορα ανάμεσα στον χρόνο εργασίας και στον χρόνο ανάπαυσης. Η εργασία παραμένει κατά τα λεγόμενά του «η θεμελιώδης πηγή της αξίας στην καπιταλιστική παραγωγή» αλλά πρέπει να ερευνήσουμε το είδος αυτής της εργασίας και τις χρονικότητές της(the Multitude σελ. 145 αγγλ. μτφ). Ο εργαζόμενος μπορεί να παράγει ιδέες οποιαδήποτε στιγμή σε αντίθεση με το βιομηχανικό εργάτη. Έτσι παύει πλέον να είναι ο χρόνος εργασίας το μέτρο της αξίας και κατ’ επέκταση δεν μπορεί να ισχύει ούτε η υπεραξία ,καθώς αυτή σύμφωνα με τον Νέγκρι είναι η ποσοτική σχέση αναγκαίου χρόνου εργασίας-υπεργασίας, αξίας-υπεραξίας.  
Μία πρώτη παρατήρηση είναι η εξής: ο Μαρξ δεν είπε ποτέ ότι υπάρχει ένα οικονομικό όριο το οποίο απαγορεύει να επεκταθεί η εργάσιμη μέρα σε όλο το 24 της ζωής του εργάτη. Τα όρια είναι φυσικά(φυσική εξάντληση) και κοινωνικά(ταξική πάλη, νόμοι).Άλλωστε υπήρχαν εργάτες που δούλευαν και 16 ώρες το 24ώρο. Το γεγονός ότι δεν γίνεται να επεκταθεί η εργασία και στις 24 ώρες της ζωής του εργάτη δεν είναι αδυναμία του ΚΤΠ αλλά φυσικό όριο. Θεωρητικά αν ανακαλύψουμε τρόπο οι εργάτες να δουλεύουν 24 ώρες το 24ωρο το κεφάλαιο άνετα θα εφάρμοζε το 24ωρο. Στο βαθμό λοιπόν που αλλάζει ο τρόπος εργασίας και πλέον η εργασία είναι πνευματική και άρα στηρίζεται στην έμπνευση της στιγμής είναι πράγματι δυνατό ο εργαζόμενος να «εργάζεται» και στον «ελεύθερο» χρόνο του. Και έτσι να γίνονται δυσδιάκριτα τα όρια. Όμως αυτό δεν αναιρεί σε καμία περίπτωση το γεγονός ότι και πάλι το μέτρο της εργασίας είναι ο χρόνος. Το αν ο εφευρέτης βιντεοπαιχνιδιών ή ο μισθωτός αρχιτέκτονας σκεφτεί κάτι πρωτότυπο στη βόλτα του στο πάρκο με τη σύζυγο δεν αλλάζει το γεγονός ότι ο χρόνος εργασίας του μετριέται σε ώρες. Εξού και αν αναθέσεις σε κάποια αρχιτεκτονική εταιρεία ένα έργο πάρα πολύ σύνθετο και πρωτότυπο θα σου στοιχίσει πανάκριβα ακριβώς γιατί θα πρέπει να σπαταλήσουν πολύ περισσότερο χρόνο συνολικά, άσχετα αν αυτό δεν περιλαμβάνει μόνο τη δουλειά στο γραφείο αλλά και την ώρα που ανακατεύει το φαγητό που μαγειρεύει(και που όπως γίνεται στο χόλιγουντ τα αφήνει όλα και τρέχει να γράψει την ιδιοφυή ιδέα που του ήρθε) .Το μόνο που καταφέρνει η παρατήρηση του Νέγκρι είναι να εφιστήσει την προσοχή των μαρξιστών μελετητών για τις νέες δυσκολίες που έχει η μέτρηση του χρόνου εργασίας. Δεν αναιρείται όμως σε καμία περίπτωση η λειτουργία του χρόνου εργασίας ως μέτρου.
Πρέπει πάντως εδώ να πούμε και το εξής: ο χρόνος ως μέτρο της εργασίας δεν είναι κάτι που ο Μαρξ το εφηύρε για να δικαιολογήσει την εκμετάλλευση. Είναι ο τρόπος με τον οποίο ο ΚΤΠ μετράει την εργασία ,είναι το μέτρο όπως διαμορφώνεται στα πλαίσια του ΚΤΠ. Ο Μαρξ ανακάλυψε κάτι που υπήρχε απλώς δεν ήταν εμφανές εμπειρικά. Επομένως το γεγονός ότι η δ.ε. είναι γενικά ασύμβατη με την μέτρηση της από το χρόνο δεν σημαίνει πως το κεφάλαιο δεν εξακολουθεί να μετρά με βάση το χρόνο. Πράγματι πώς μπορεί κανείς αξιολογήσει ένα τραγούδι ή μια ζωγραφιά με βάση το χρόνο που δαπανήθηκε για να συλλάβει ο καλλιτέχνης την έμπνευση και στη συνέχεια να την υλοποιήσει; Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το κεφάλαιο δεν υπαγάγει υπό την εξουσία του αυτά τα πρώην μικροαστικά επαγγέλματα. Αυτό δεν σημαίνει ότι το κεφάλαιο δεν μετρά ακόμα και την διανοητική εργασία με σε ώρες. Άκριβώς το άβολο και ανόητο του να μετράει κανείς την δ.ε. με κριτήριο το χρόνο δείχνει πόσο εγκλωβίζεται το πνεύμα από τις κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής. Μάλιστα το γεγονός αυτό φαίνεται και στην εκπαίδευση όπου με τις ects και με όλη αυτή την αναδιάρθρωση ουσιαστικά εισάγονται κριτήρια αγοράς(ποσοτικά) εντελώς ασύμβατα με την ίδια την εκπαίδευση. Το μόνο που μπορούμε λοιπόν να απαντήσουμε στον Νέγκρι ευρισκόμενοι και εμείς οι ίδιοι πάνω από την πυρά του δημοσίου πανεπιστημίου και της επιστημονικής σκέψης είναι το τροποποιημένο γαλιλαιϊκό «και όμως ισχύει…».
Όμως αν πούμε ότι ο χρόνος εργασίας είναι ανεπαρκές μέτρο, τότε ποιό πράγμα είναι κατάλληλο για να μετρήσει την αξία και άρα την υπεραξία;
Η δεύτερη παρατήρηση είναι για αυτό το περίφημο «κοινό» που παράγει η άυλη εργασία. Ορθά ο Νέγκρι λέει ότι η παραγωγή εικόνων,ιδεών ,γνώσεων παράγεται σε συνεργασία με την παρελθούσα και παρούσα σκέψη άλλων (the Multitude ,σελ. 147). Πλέον «το κοινό έχει γίνει ο τόπος απόσπασης υπεραξίας…πρέπει να δούμε την εκμετάλλευση ως απαλλοτρίωση του κοινού»(σελ.150) .Επίσης ορθά παρατηρεί ο Νέγκρι σε κάποιο σημείο ότι στην συνεργατική παραγωγή της προ- και μανουφακτουρικής περιόδου η συνεργασία είναι υποκειμενική και εξωτερικά επιβεβλημένη από το κεφάλαιο. Αυτό είναι κάτι που το αναγνωρίζει και ο Μαρξ: «στην απλή συνεργασία ακόμα και στην συνεργασία την ειδικευμένη από  τον καταμερισμό της εργασίας, εξακολουθεί να φαίνεται ακόμα σαν τυχαίο γεγονός η εκτόπιση του μεμονωμένου εργάτη από τον κοινωνικοποιημένο εργάτη»(Το Κεφάλαιο σελ. 401) αντίθετα στην μεγάλη βιομηχανία «ο συνεργατικός χαρακτήρας του προτσές εργασίας γίνεται τώρα τεχνική ανάγκη, που υπαγορεύεται από τη φύση του ίδιου του μέσου εργασίας»(σελ. 401). Άρα αυτό «κοινό» δεν είναι καινούργιο ούτε για τον κλασσικό μαρξισμό ούτε για την κεφαλαιοκρατία. Πρόκειται για την επιστήμη, η οποία καθιστά την συνεργασία εγγενές στοιχείο του παραγωγικού προτσές και είναι το προτσές παραγωγής σχετικής υπεραξίας που μετατρέπει την επιστήμη σε παραγωγική δύναμη. Ο Μαρξ λέει μάλιστα πως οι μηχανές αν αφαιρέσεις κανείς την καθημερινή παραγωγική τους φθορά ,η οποία ισούται με την μεταβίβαση αξίας στα προϊόντα εργασίας, λειτουργούν δωρεάν σαν τις δυνάμεις της φύσης(σελ. 402,403). Αυτή η δωρεάν λειτουργία τους είναι που αυξάνει την παραγωγικότητα της εργασίας και συμβάλλει στην παραγωγή σχετικής υπεραξίας. Ως φυσική δύναμη λειτουργεί ο έστω και τεχνιτός καταμερισμός της εργασίας στην μανουφακτούρα: «είδαμε ότι δε στοιχίζουν τίποτα στο κεφάλαιο οι παραγωγικές δυνάμεις που απορέουν από τη συνεργασία και τον καταμερισμό της εργασίας. Είναι φυσικές δυνάμεις της κοινωνικής εργασίας»(401). Αυτό λοιπόν το «κοινό» που περιγράφει ο Νέγκρι είναι στην πραγματικότητα η φυσική δύναμη της κοινωνικής εργασίας που στην σημερινή εποχή, όπου η διανοητική εργασία στο δυτικό κόσμο  κατέχει «ηγεμονική» θέση, είναι πολλαπλάσια από την εποχή του Μαρξ.
Αρχικά να πούμε ότι σήμερα δεν πρέπει να γίνεται λόγος μόνο για επιστημονική αλλά και για καλλιτεχνική δραστηριότητα. Έτσι είναι ορθότερο να μιλάμε για διανοητική εργασία που περιλαμβάνει την επιστήμη και την καλλιτεχνική δραστηριότητα. Η διαφορά που παρατηρείται σήμερα είναι ότι πλέον η σχέση  διανοητικής εργασίας και υλικής παραγωγής έχει φθάσει σε ένα τρίτο στάδιο. Το πρώτο στάδιο ήταν η αδιαφορία(πριν την βιομηχανική επανάσταση και σε μια εποχή που παραγόταν κυρίως απόλυτη υπεραξία) ,το δεύτερο στάδιο η υπαγωγή της πρώτης στην δεύτερη και το τρίτο στάδιο είναι η σχετική αυτονόμηση της διανοητικής εργασίας από την υλική παραγωγή. Όμως η δ.ε. δεν αυτονομείται και από το ίδιο το κεφάλαιο παρά μόνο από την υλική παραγωγή. Αυτό το στάδιο το διακρίνει ορθά ο Νέγκρι αλλά το ερμηνεύει κατά τη γνώμη μου με ένα τρόπο που δεν σέβεται τις εσωτερικές νομοτέλειες που διέπουν την επιστήμη της πολιτικής οικονομίας. Διακρίνει με ευφυία το νέο αλλά δεν καταφέρνει να το κατανοήσει εννοιακά και μένει σε μία εμπειρική στην πραγματικότητα απεικόνισή του. Υπάρχουν 2 απευκταίοι τρόποι που μπορεί να κινηθεί ένας επιστήμονας που έρχεται αντιμέτωπος με μία νέα ανακάλυψη,ο δογματικός και ο ρεβιζιονιστικός. Ο δογματικός προσπαθεί να χωρέσει το νέο στα μέτρα του παλιού και ο ρεβιζιονιστικός προσπαθεί να εξαφανίσει το παλιό προς όφελος του νέου. Κανένας από τους δύο δεν αρμόζει σε ένα διαλεκτικά σκεπτόμενο στοχαστή.
Η αυτονόμηση της δ.ε. από την υλική παραγωγή στην πραγματικότητα δείχνει από την μία ότι ήδη  εντός της κεφαλαιοκρατίας αναπτύσσεται η δ.ε. ως αυτοσκοπός που καλύπτει πλέον όχι ανάγκες επιβίωσης(άρα που συνδέεται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο με την υλική παραγωγή) αλλά απόλαυσης, που παράγει(προσφέρει) αγαθά με βάση τις αρχές της ομορφιάς και ψυχαγωγίας. Έτσι η επιστήμη και η δ.ε. αναδεικνύουν τις νέες δυνατότητες για μια εργασία δημιουργική. Από την άλλη, αυτή η εργασία θα αναπτυχθεί πλήρως όταν θα καταργηθεί η ατομική ιδιοποίησή της και όταν θα εξαλειφθεί η χειρωνακτική εργασία. Γιατί η δ.ε. ενός εργαζόμενου που από τη φύση της ενώνεται με την εργασία των υπολοίπων ,ταυτόχρονα εντός της κεφαλαιοκρατίας διχοτομείται βαθιά από το κριτήριο της κερδοφορίας. Έρευνες επιστημονικές μένουν κρυφές, η πρόσβαση στην γνώση είναι δαπανηρή(πχ. επιστημονικά περιοδικά που πρέπει να πληρώσεις για να λαμβάνεις) ,η έρευνα δεν αναπτύσσεται με βάση τις εσωτερικές της νομοτέλειες αλλά με βάση την κερδοφορία κτλ.
Επομένως αυτό που θα έπρεπε να παρατηρήσουμε όσον αφορά την άυλη εργασία ενός της κεφαλαιοκρατίας είναι ότι διανοίγει αντιφατικές δυνατότητες και συνάμα δεν αίρει σε καμία περίπτωση την μαρξιστική θεωρία της αξίας απλώς θέτει τα ερωτήματα για μία πιο συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης.