Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2013

Χέγκελ και ανάβαση από συγκεκριμένο σε αφηρημένο και σε νοητικά συγκεκριμένο

Σε συνδυασμό με ένα προηγούμενο ποστ σε σχέση με τα Grundrisse και την μέθοδο,παραθέτω αποσπάσματα από τον πρόλογο της Φαινομενολογίας που δείχνουν πως έβλεπε την ανάβαση ο Χέγκελ.

Η παράσταση και η οικείωση με τις μορφές είναι η άρνηση της ύπαρξης. Η ύπαρξη είναι πλέον μετατεθειμένη στο στοιχείο του εαυτού. Όμως «το οικείο εν γένει, επειδή ακριβώς είναι οικείο, δεν είναι εγνωσμένο»(153). Άρα πρέπει να γίνει άρση της παράστασης από την σκέψη. Εδώ θα αναπτύξει την ανάβαση από συγκεκριμένο στο αφηρημένο και από το αφηρημένο στο νοητικά συγκεκριμένο.

1)Ανάλυση(εμπειρικό προς αφηρημένο)

Τα αποσπάσματα είναι όλα από τον Πρόλογο της Φαινομενολογίας: «Το να αναλύσουμε μια παράσταση στα πρωταρχικά(αρχέγονα) της στοιχεία σημαίνει να την επαναγάγουμε στα στοιχεία της, τα οποία δεν έχουν τουλάχιστο τη μορφή της δεδομένης παράστασης, αλλ' αποτελούν την άμεση ιδιοκτησία του εαυτού»(Φ. σελ. 153). Άρα αν ο πληθυσμός είναι μια παράσταση(Vorstellung) αυτός αναλύεται σε στοιχεία που είναι έννοιες(Begriff), αφαιρέσεις από το εμπειρικά συγκεκριμένο. Λέει λίγο παρακάτω «αλλά τούτο διηρημένο ,το ίδιο το μη πραγματικό ,είναι ένα ουσιώδες στοιχείο...η δραστηριότητα του διαιρείν είναι η δύναμη και η εργασία του νου(στο γερμ. πρωτ. λέει Verstand που συνήθως μεταφράζεται ως διάνοια ,ΘΛ.)…»(154). Στην συνέχεια δίνει μία συγκλονιστική περιγραφή αυτού του θανάτου του πραγματικού μέσω του τεμαχισμού των επιμέρους πλευρών του.

Παρέκβαση

Εδώ βέβαια θέλω να κάνω μία παρατήρηση, η οποία όσο δεν γίνεται, δημιουργεί συσκότιση. Όταν λέμε αφαιρέσεις από την συγκεκριμένη παράσταση ο καθείς που έχει διαβάσει τα Grundrisse και ξέρει κάποια πράγματα από το Κεφάλαιο θα σου πει ότι αυτές οι αφαιρέσεις είναι το χρήμα, η εργασία, το εμπόρευμα κτλ. Όμως κάποιος σκεπτικιστής θα αντιτείνει το εξής: και γιατί δεν είναι εξίσου εμπειρικές παραστάσεις το χρήμα και εμπόρευμα; Το ότι είναι πιο αφηρημένες από τον πληθυσμό δεν σημαίνει ότι δεν είναι παραστάσεις. Αυτή η ένσταση είναι εύλογη.

Τί απαντάμε; Για να απαντήσουμε θα πρέπει να πούμε ότι η έννοια φέρει εντός της 3 στιγμές, αυτήν της καθολικότητας, της μερικότητας και της ενικότητας. Ανάλογα με την σχέση στην οποία βρίσκεται καθορίεται και το περιεχόμενό της. Έτσι μία έννοια δεν είναι απλά μία ταμπέλα αλλά έχει και περιεχόμενο, το οποίο καθορίζεται από το σύνολο σχέσεων εντός των οποίων εντάσσεται. Για παράδειγμα η εργασία έχει άλλο περιεχόμενο στην δουλεία και άλλο περιεχόμενο στην Κεφαλαιοκρατία. Στην τελευταία η εργασία έχει γίνει πραγματικά αφηρημένη και δεν ενδιαφέρει πλέον το συγκεκριμένο είδος της. Αντανάκλαση αυτής της καθολικής εργασίας είναι και το προτσές ανταλλαγής ,το οποίο παύει να είναι αντι-πραγματισμός και είναι ανεπτυγμένη ανταλλαγή με γενικό ισοδύναμο το χρήμα. Αλλά και αυτή η καθολικότητα της εργασίας δεν φθάνει μέχρι του σημείου να μπορούμε να αναγράφουμε στα χαρτονομίσματα αντί για τιμές ,ώρες εργασίας(όπως ήθελε ο Ρ.Οουεν). Όπως λέει ο Μαρξ «Ο Όουεν προϋποθέτει άμεσα κοινωνικοποιημένη εργασία, μία μορφή παραγωγής διαμετρικά αντίθετη με την εμπορευματική παραγωγή»(Το Κεφάλαιο, υπ. 50σελ. 107), η οποία από τη φύση της παράγει το χρήμα ως γενικό ισοδύναμο. Πρέπει άρα να καταργηθεί η εμπορευματική παραγωγή για να είναι η εργασία πραγματικά καθολική. Ουσιαστικά μόνο η άρνηση της άρνησης της αναπτυγμένης εμπορευματικής παραγωγής μας δίνει την πραγματικά καθολική εργασία. Οι αστοί οικονομολόγοι παρότι προέβησαν σε αφαιρέσεις μπορούμε να πούμε ότι συχνά μπέρδευαν την παράσταση με την έννοια και συνέπεια αυτού είναι και το ότι ανήγαγαν τον ΚΤΠ σε αιώνιο, καθότι είδαν ότι οι κατηγορίες αυτού εμφανίζονται σε κάθε κοινωνία(αυτό και από φιλοσοφική σκοπιά είναι δικαιολογημένο γιατί είχαν ως φιλοσοφικό εργαλείο τον εμπειρισμό των Λοκ και Χιούμ). Έτσι εξόρισαν την ιστορία στις σχέσεις διανομής. Ο σ. Χέγκελ διακρίνει με παρόμοιο τρόπο την παράσταση από την έννοια. «Η παράσταση έχει ένα τέτοιο αισθητό υλικό ως περιεχόμενο ,αλλά με τον όρο ότι πρόκειται για κάτι δικό μου και έχει τεθεί μέσα σε γενικότητα και απλότητα» και λίγο παρακάτω «η μόνη διαφορά ανάμεσά τους είναι ότι η διάνοια συσχετίζει το γενικό με το μερικό,την αιτία με το αποτέλεσμα κτλ. και άρα θέτει κάποια σχέση αναγκαιότητα ,ανάμεσα στους μεμονωμένους όρους της παράστασης, ενώ η παράσταση αρκείται να τους τοποθετεί παράπλευρα αλλήλων μέσα σε ένα αόριστο χώρος και να τους συνδέει με ένα σκέτο και.»(Εγκυκλοπαίδεια σελ. 96,97).

2)Σύνθεση

«Αλλά αυτή η ανύψωση στην καθολικότητα εν γένει είναι μόνο η μία πλευρά ,όχι ακόμη η ολοκληρωμένη παιδεία» Η ανάλυση μας λέει ήταν ίδιον της αρχαιότητας, «στους νεώτερους χρόνους αντίθετα το άτομο βρίσκει προετοιμασμένη την αφηρημένη μορφή…γι’ αυτό και το έργο τώρα δεν έγκειται τόσο πολύ στην αποκάθαρση του ατόμου από τον άμεσο αισθητό τρόπο και στη μετάπλασή του σε νοημένη και νοούσα υπόσταση.»(155) .Αυτό ήταν το έργο της διάνοιας ,ωστόσο η νέα εποχή που κάνει την εμφάνισή της φέρνει μαζί της το λόγο, οποίος θα φέρει «την άρση της παγίωσης των προσδιορισμένων σκέψεων». Οι επιμέρους αφαιρέσεις-πλευρές τίθενται πλέον «μέσα στο στοιχείο της καθαρής νόησης, μετέχουν σε τούτη την απόλυτη φύση του Εγώ. Οι επιμέρους πλευρές παύουν να είναι ανεξάρτητες η μία από την άλλη και συνέχονται. Με τα ακόλουθα λόγια δείχνει αυτό που και εμείς υπονοήσαμε στην «παρέκβαση» σε σχέση με την σύγχιση των αστών οικονομολόγων ανάμεσα στην έννοια και την παράσταση, ότι δηλ. η ανάβαση στην έννοια γίνεται με τον Λόγο: «Μέσω αυτής της κίνησης ,οι καθαρές σκέψεις γίνονται έννοιες, και τότε μόνο είναι  ό,τι αυτές είναι στ’ αλήθεια, αυτοκινήσεις, κύκλοι, αυτό που είναι η υπόστασή τους, δηλ. πνευματικές ουσιότητες»(156). Αμέσως παρακάτω λέει ότι η συνοχή των καθαρών ουσιοτήτων «είναι η αναγκαιότητα και η ανάπτυξη του ίδιου του περιεχομένου σε ένα οργανικό όλο»(156), δηλ. στο νοητικά συγκεκριμένο. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου