Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2013

Χέγκελ και Γενική Λογική- διάλογος



Το κείμενό μου "Χέγκελ και Γενική λογική" το έστειλα στην λίστα του ομίλου μελέτης της επαναστατικής θεωρίας για να ανοίξει διάλογος. Ο σύντροφος Γιάννης Νίνος απάντησε το ακόλουθο το οποίο με την άδεια του δημοσιεύω. Ακριβώς από κάτω δημοσιεύω την δική μου τοποθέτηση πάνω στα ζητήματα που έβαλε.

-

Σύντροφε Θάνο, θα προσπαθήσω να προσεγγίσω τα ζητήματα που έθεσες λέγοντας εξ’αρχής ότι μπορεί να σφάλλω.

Κατά τη γνώμη μου η προβληματική της λογικής και της μεθόδου αν και μπορεί να μελετάται ξεχωριστά, στην αυτοτέλεια της, δηλαδή μέσα στα πλαίσια της φιλοσοφικής μορφής της συνείδησης, ανήκει στην γενικότερη προβληματικής της συνείδησης και των μορφών της.

Η συνείδηση συνιστά μια ολότητα η οποία ανακύπτει κατά την παραγωγική διαδικασία και στην απλούστερη μορφή της προβάλλει ως αντανάκλαση διαδικασιών, σχέσεων και αντικειμένων της παραγωγικής διαδικασίας. Επιπλέον διακρίνεται σε δύο διακριτές αλλά συνάμα ενιαίες πλευρές, το ειδέναι και το συν-ειδέναι. Το ειδέναι αναφύεται κατά κύριο λόγο από την σχέση ανθρώπου-φύσης ενώ το συν-ειδέναι  αναφύεται κατά κύριο λόγο από τις σχέσεις των ανθρώπων εντός της παραγωγής, από τις παραγωγικές σχέσεις. Η λογική και η μέθοδος αποτελούν στιγμές της γνωστικής διαδικασίας και για αυτό θα πρέπει να μελετηθούν στα πλαίσια του ειδέναι (γνώσης), στην αλληλεπίδραση ανθρώπου-φύσης εντός της παραγωγικής διαδικασίας. Κάνοντας έτσι αφαίρεση της μιας πλευράς (του συν-ειδέναι) μπορούμε να μελετήσουμε την ανάπτυξη της γνώσης στην ανάπτυξη της αλληλεπίδρασης ανθρώπου-φύσης κατά την παραγωγική διαδικασία. Τα αλληλεπιδρώντα στοιχεία αυτής της σχέσης είναι ο άνθρωπος (υποκείμενο της εργασίας, εδώ θα πρέπει να τονίσουμε ότι σημαντικό ρόλο ιδιαίτερα στα πρώιμα στάδια της ανάπτυξης της κοινωνίας παίζουν και οι νευροφυσιολογικές-βιολογικές ιδιαιτερότητες του έκαστου υποκειμένου), τα μέσα της εργασίας, το αντικείμενο της εργασίας και το αποτέλεσμα της εργασίας. Κατ’αυτόν τον τρόπο η γνώση αναφύεται κατά κύριο λόγο από την ιδιαίτερη αλληλεπίδραση των παραπάνω στοιχείων. 

Η συνεχής επανάληψη της εργασιακής διαδικασίας οδηγεί σε αντίστοιχο μετασχηματισμό της εργασιακής διαδικασίας άρα και σε αντίστοιχο μετασχηματισμό της γνώσης. Θα πρέπει να τονίσουμε ότι τόσο το ποιόν όσο και το ποσόν της γνώσης (εδώ γίνεται λόγος περί της γνώσης στην καθολικότητα της, γνώση της κοινωνίας, της ανθρωπότητας) καθορίζεται κυρίως από την ποσοτική και ποιοτική σύνθεση της σχέσης ανθρώπου-φύσης, της εργασιακής διαδικασίας. Συνεπώς η ποσοτική και ποιοτική σύνθεση των στοιχείων της εργασιακής διαδικασίας καθώς και ο βαθμός έντασης και έκτασης της τελευταίας καθορίζουν την ιδιότυπο χαρακτήρα της γνώσης. Ως εκ τούτου η ολοένα αναπτυσσόμενη και ολοένα πολυπλοκότερη αλληλεπίδραση ανθρώπου-φύσης οδηγεί κατά κύριο λόγο σε ολοένα και πιο αναπτυγμένη και πολυπλοκότερη-ουσιαστικότερη γνώση. Από την άλλη κάθε ανάπτυξη της αλληλεπίδρασης ανθρώπου-φύσης είναι συνάμα και ανάπτυξη των αμοιβαίων σχέσεων των ανθρώπων εντός της παραγωγής, δηλαδή του συν-ειδέναι και όσο πιο ανεπτυγμένη και πολυσύνθετη γίνεται η παραγωγική διαδικασία τόσο ο ρόλος του συν-ειδέναι παίρνει άγουσα μορφή.

Από την πλευρά του ειδέναι η λογική ως διακριτή βαθμίδα της γνώσης προβάλλει σε συγκεκριμένο επίπεδο ανάπτυξης της αλληλεπίδρασης ανθρώπου-φύσης και πιο συγκεκριμένα σε εκείνο το επίπεδο στο οποίο διαφορετικές γνώσεις (που προέκυψαν από διαφορετικές ομάδες εργασιακών διαδικασιών) συγκρίνονται κατά κύριο λόγο ως προς τους τρόπους πρόσκτησης τους. Η εν λόγω σύγκριση-αντιπαραβολή έχει διττό χαρακτήρα, από την μια συνιστά σύγκριση διαφορετικών γνώσεων που ανέκυψαν από διαφορετικές εργασιακές διαδικασίες και από την άλλη συνιστά σύγκριση των διακριτών στιγμών της ενιαίας γνώσης που ανέκυψε από την καθολική και ενιαία παραγωγική διαδικασία. Αυτό σημαίνει ότι τόσο η κάθε ξεχωριστή γνώση όσο και η κάθε ξεχωριστή εργασιακή διαδικασία προβάλλουν ως ιδιαίτερες και διακριτές στιγμές του όλου της γνώσης και της παραγωγικής διαδικασίας αντίστοιχα. Η γνώση και η παραγωγική διαδικασία δεν προβάλλουν πλέον ως χαώδη απροσδιοριστία αλλά ως ενότητα διαφορετικών στιγμών-διαδικασιών. Τα στοιχεία της διάκρισης μπορούν να διακριθούν μόνο στα πλαίσια της ταυτότητα-ομοιότητας όπως και η ταυτότητα-ομοιότητα μπορεί να προσδιοριστεί ως τέτοια χάριν της διαφοράς.

Ως εκ τούτου θεωρώ ότι πρόκειται για παραγωγικές διαδικασίες οι οποίες συνδυάζουν εργασιακές διαδικασίες διαφορετικών τύπων-ομάδων και ότι στα πλαίσια ενός τέτοιου τρόπου παραγωγής υφίσταται ένας ανεπτυγμένος καταμερισμός εργασίας καθώς επίσης και διάκριση μεταξύ διεύθυνσης και εκτέλεσης της παραγωγικής διαδικασίας.

Πρόκειται δηλαδή για παραγωγικές διαδικασίες στις οποίες αντικείμενο της συνείδησης καθίσταται κυρίως η γνώση των αμοιβαίων σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων εντός της παραγωγής, δηλαδή το συν-ειδέναι. Εδώ τα στοιχεία της εξέτασης είναι ο άνθρωπος στην αλληλεπίδραση του με τη φύση (εξέταση της ιδιοτυπίας των συστατικών στοιχείων της εργασιακής διαδικασίας), ο άνθρωπος στην αλληλεπίδραση του με τους άλλους ανθρώπους (εξέταση των συστατικών στοιχείων των σχέσεων παραγωγής), καθώς και η σχέση της συνείδησης στην αλληλεπίδραση της με τους δυο παραπάνω όρους(εξέταση των συστατικών στοιχείων της συνείδησης-γνώσης στην αλληλεπίδραση τους με τα συστατικά στοιχεία των άλλων όρων).

Έτσι, όταν η γνώση και οι διαφορετικοί τρόποι πρόσκτησης της καθίστανται ιδιαίτερο αντικείμενο της συνείδησης, η τελευταία παίρνει την μορφή της φιλοσοφίας, όπως γράφει ο Βαζιούλιν η φιλοσοφία είναι κατά κύριο λόγο αντανάκλαση μέσω σκέψεων, σε καθολική μορφή της σχέσης μεταξύ συνείδησης των ανθρώπων, υπό την ιδιότητα των συνηδειτοποιούντων αλλήλους (και εαυτούς) όντων, και των κοινωνικών υλικών όρων της ύπαρξης τους (ουσία δε των υλικών όρων ύπαρξης των ανθρώπων είναι η σχέσεις παραγωγής, στην ενότητα [που συναπαρτίζουν] με την παραγωγική σχέση προς τη φύση) (Η Λογική της Ιστορίας σελ, 270.)

Η γενική λογική και οι κατηγορίες της, όπως αυτές διατυπώθηκαν από τον Αριστοτέλη (Όργανον) συνιστούν κατά το μάλλον ή ήττον το μεγαλύτερο βαθμό αφαίρεσης εκείνων των κοινών ουσιωδών γνωρισμάτων της γνώσης της εποχής. Πρόκειται για κατηγορίες οι οποίες ανέκυψαν σε εκείνο το στάδιο της κοινωνικής ανάπτυξης στο οποίο η γνώση και οι παραγωγικές διαδικασίες προβάλουν ως ιδιαίτερες διακριτές στιγμές της καθολικής γνώσης και της ενιαίας παραγωγικής διαδικασίας αντίστοιχα.

Αυτό κατά την γνώμη μου, δεν σημαίνει ότι έχουμε μια πρώτη λογική του γενικού στην αφηρημένη απόλυτη μορφή του (μιλώντας για την Αριστοτελική λογική). Το γενικό, το μερικό και το ειδικό συνιστούν μια διαλεκτική ενότητα και κανένας όρος δεν μπορεί να υφίσταται δίχως τον αντίθετο του. Το γενικό μπορεί να υφίσταται ως γενικό αλλά επίσης ως μερικό και ενικό, αυτό εξαρτάται κάθε φορά από την πλευρά την οποία το εξετάζουμε. Για να κατανοήσουμε αυτή την αλληλοδιείσδυση των πόλων θεωρώ ότι η  σχέση γενικού, μερικού, ενικού θα πρέπει να εξετάζεται εντός των ποιοτικών και ποσοτικών μεταβολών που διαδραματίζονται στο καθένα. Για παράδειγμα θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι κατά την ανάπτυξη της συνείδησης εντός της κοινωνικής ανάπτυξης, η μυθολογική συνείδηση συνιστά το γενικό, από μια άλλη όμως σκοπιά και λόγο της εσωτερικής σύνθεσης (επίπεδα δομών και υπερδομών) ποσοτικών και ποιοτικών χαρακτηριστικών η μυθολογική συνείδηση προβάλλει ως το ενικό. Κάτι τέτοιο μπορούμε να παρατηρήσουμε επίσης και στο επίπεδο της γνωστικής διαδικασίας, η νόηση περί του ώριμου οργανικού όλου ξεκινά από την χαώδη του όλου παράσταση, από το αισθητηριακά συγκεκριμένο και κατευθύνεται προς το αφηρημένο. Ανάλογα με την πλευρά θέασης μπορούμε να παρατηρήσουμε τις κατηγορικές διαφορές. Από την μια πλευρά το αισθητηριακά συγκεκριμένο προβάλλει ως ενικό, ως κάτι προσδιορισμένο χάριν της διάκρισης και από την άλλη ως το γενικό της ολότητας του συγκεκριμένου αντικειμένου. Αντίστοιχα το αφηρημένο μπορεί να προβάλλει ως ο ενικός, απλούστερος προσδιορισμός της αφαιρετικής διαδικασίας, αλλά επίσης και ως γενικό στο επίπεδο της μεγαλύτερης δυνατής αφαίρεσης. Από τα παραπάνω δεν σημαίνει ότι υπάρχει μια απόλυτη σχετικότητα των όρων αλλά αντιθέτως ότι γενικό, μερικό, ενικό προσδιορίζονται ως τέτοια μόνο εντός της εσωτερικής τους ενότητας.

Άρα στο ερώτημα ‘μήπως τελικά είναι ορθό να πούμε ότι η καθολική(allgemeine) λογική προηγείται των ειδικών, μερικών(besondere) λογικών που μελετάνε τα επιμέρους επιστημονικά συγκροτημένα αντικείμενα και στην συνέχεια συγκροτείται ως άρνηση της άρνησης η ενική λογική(κατά το πρότυπο της διάταξης των κατηγοριών καθολικό-μερικό-ενικό στην «θεωρία περί της έννοιας»)’, θα απαντούσα ότι καθολική κα ειδική λογική ανακύπτουν ταυτόχρονα ως ξεχωριστές στιγμές της γνωστικής διαδικασίας ως ενιαίες και αλληλοαποκλειόμενες. Η καθολική και ειδική λογική είναι μια αντιφατική διαδικασία η οποία αναπτύσσεται και στην οποία ο κάθε πόλος αλληλεπιδρά με τον αντίθετο του. Δεν μπορεί να υφίσταται καθολική λογική δίχως επιμέρους λογικές και δεν μπορεί να υφίσταται ειδική λογική δίχως καθολική λογική. Στην αντίθετη περίπτωση, λέγοντας ότι η καθολική λογική προϋπάρχει της ειδικής, είναι σαν να λέμε ότι ο σκοπός προϋπάρχει της εργασιακής διαδικασίας ή ότι η μέθοδος προϋπάρχει a priori στην σκέψη.

Όσον αφορά τον Χέγκελ, ο ίδιος δεν έχει συγκεκριμένο αντικείμενο διότι δεν έχει πραγματικό αντικείμενο, αυτό δεν σημαίνει ότι η Επιστήμη της Λογικής και οι εγελιανές κατηγορίες δημιουργήθηκαν ex nihilo. Αντικείμενο του Χέγκελ είναι όλη η προγενέστερη ιστορία της φιλοσοφίας, της λογικής και των επιμέρους επιστημών, που όμως κατανοούνται μέσα στα πλαίσια του ιδεαλισμού. Ιδιαίτερα η Λογική του, έχει ως αντικείμενο της αφηρημένες και γενικευμένες κατηγορίες της καθολικά ενιαίας γνώσης μέχρι την εποχή του. Όμως οι κατηγορίες αυτές δεν συλλαμβάνονται ως αντανάκλαση της πραγματικής κίνησης των πραγμάτων αλλά ως αυθύπαρκτες οντότητες που δημιουργούν τον κόσμο. Ο ορθολογικός πυρήνας του Χέγκελ έγκειται στο ότι παρόλο τον ιδεαλισμό του κατάφερε να αναπαραστήσει ακόμη και ανεστραμμένα τους νόμους που διέπουν την καθολική κίνηση των πραγμάτων. Η δυνατότητα αναστοχασμού των καθολικών νόμων που διέπουν την νόηση και την επιστήμη ανακύπτει στο επίπεδο εκείνο της κοινωνικής ανάπτυξης στο οποίο η επιστήμες και η φιλοσοφία προβάλλουν ως αυτόνομη και ενιαία δραστηριότητα της ανθρωπότητας.

Στο ερώτημα ‘εφόσον η λογική είναι επιστήμη θα πρέπει να την πραγματευτούμε με βάση τις κατηγορίες της πρωταρχικής εμφάνισης της ουσίας, της διαμόρφωσης και ωριμότητας. Μήπως με τον Χέγκελ και την γενική λογική του έχουμε την πρωταρχική εμφάνιση;’ Πρωταρχική εμφάνιση τίνος; Της λογικής ως διακριτό γνωστικό αντικείμενο, κατά την γνώμη μου όχι, της διαλεκτικής λογικής ναι. Αν εννοείς της διαλεκτικής λογικής ενδιαφέρον έχει η προβληματική των προϋποθέσεων της εμφάνισης της και ιδιαίτερα οι προϋποθέσεις που τίθενται από την καντιανή φιλοσοφία και την προβληματική των αντινομιών. Παρόλα αυτά θα ήθελα να τονίσω κάτι που κατά την γνώμη μου είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Η μελέτη της διαλεκτικής λογικής βάση των κατηγοριών που αναφέρεις (πράγμα που με βρίσκει απολύτως σύμφωνο) θα πρέπει να πραγματευτεί την γενικότερη προβληματική μεταξύ λογικού και ιστορικού τρόπου εξέτασης, διότι η διαλεκτική ανακύπτει σε εκείνο το  επίπεδο της ανάπτυξης των επιστημών στο οποίο η ιστορικότητα αρχίζει να διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο.




-



Σύντροφε Γιάννη,
Συμφωνώ με το πρώτο σκέλος της τοποθέτησης ως προς το πώς γεννήθηκε η κατηγοριακή σκέψη. Σχηματικά(και από την σκοπιά του πως γεννήθηκε η σκέψη) θα μπορούσε να πει κανείς ότι έχουμε το εξής εμπειρία(εργασία και εμπειρικές παρατηρήσεις)-διάνοια(αφαιρέσεις ,άρα κυριαρχεί η ανάλυση παρότι υπάρχει ως υπηγμένη στιγμή και η σύνθεση, εδώ μπαίνει ο Αριστοτέλης)-λόγος(κυριαρχεί η σύνθεση παρότι και η εκάστοτε πλευρά εντός του όλου μετασχηματίζεται). Ακριβώς όμως αυτή η πορεία για να φθάσει η ανθρωπότητα σε αφαιρέσεις και στην συνέχεια στην συστηματική αποτύπωση αυτών των κατηγοριών(Καντ-Φίχτε-ΧΕΓΚΕΛ)μέσω της λεγόμενης παραγωγής(Deduktion) δείχνει ότι ακόμα και αν δεν το συνειδητοποιούσαν πλήρως(ο Καντ καθόλου ,ο Φίχτε και πόσο μάλλον ο Χέγκελ περισσότερο) οι ιδεαλιστές μας οι κατηγορίες της λογικής δεν ήταν απριόρι αλλά αποστεριόρι. Αλλά εδώ το αποστεριόρι είναι γνωσιολογικό, δηλ. ως προς το υποκείμενο της γνώσης. Παραθέτω μία γαμάτη φράση του Χέγκελ από τις παραδόσεις του στη φιλοσοφία του δικαίου «Οι νόμοι της φύσης απλώς είναι και ισχύουν ως έχουν…εδώ για να μάθουμε τον νόμο, πρέπει να μείνουμε προσηλωμένοι στη φύση με τον συνηθισμένο τρόπο. Αυτοί οι νόμοι είναι ορθοί ,μόνον η παράστασή μας γι’ αυτούς μπορεί να είναι ψευδής. Το κριτήριό τους είναι έξω μας ,η γνώση μας δεν τους προσθέτει τίποτα, δεν τους ευνοεί. Μονον η γνώση μας γι’ αυτούς μπορεί να διευρυνθεί»(παρατίθεται στο «Γνωσιοθεωρία και μέθοδος στον Έγελο», Γ. Φαράκλας σελ. 34). Έτσι από την στιγμή που γνωρίζουμε επιστημονικά ένα αντικείμενο το αποστεριόρι μετατρέπεται σε απριόρι(αν δεν κάνω λάθος το θέτει αυτό πρώτος ο Σέλλινγκ στο «Σύστημα του υπερβατολογικού Ιδεαλισμού»).

Επομένως μπορούμε να πούμε ότι όλη η προηγούμενη πορεία της δρώσας και σκεπτόμενης ανθρωπότητας αποτέλεσε συνάμα υλικό(φιλοσοφικά επεξεργασμένο ή και όχι) για να κάνει ο Χέγκελ την ανάβαση από τις αφαιρέσεις στο νοητικό όλο, άρα για να ανέλθει στο επίπεδο της συνειδητής διαλεκτικής πλέον, στον λόγο. Ο Λόγος είναι η συνειδητοποίηση των αντιφάσεων , το στάδιο της αυτό-κριτικής δηλ. που ξεκινά με τις καντιανές αντινομίες και φθάνει στον χέγκελ .Λέει ο Μαρξ στα Grundrisse ότι μία επιστήμη (αστική πολιτική οικονομία) ή μία θρησκεία, μπορεί να κατανοήσει το παρελθόν της μόνο αν αυτή έχει αρχίσει να γίνεται αυτό-κριτική. Τί προϋποθέτει και τι σημαίνει «αυτοκριτικό»;; Προϋποθέτει το αντικειμενικά ώριμο αντικείμενο έτσι ώστε να έχουν εκπτυχθεί οι αντιφάσεις του για να είναι αντικειμενικά εφικτή η διάγνωσή τους όχι πλέον ως εικασία. Όμως ποιό επίπεδο σκέψης είναι αυτό που κατανοεί τις αντιφάσεις;; Η διάνοια;; Όχι, ο Λόγος. Αυτή είναι η συνειδητή διαλεκτική που υπάρχει όχι μόνο στην καθαρή λογική αλλά και σε κάθε επιστήμη. Βέβαια στην Λογική επειδή αυτή ασχολείται κατ’ εξοχήν με τον λόγο ,η ωριμότητα έρχεται αργότερα..  

 Το να λέμε ότι της σκέψης προηγείται η εμπειρία,η εργασία κτλ. κατά βάση βοηθάει την άποψη που διατυπώνω γιατί δείχνει ότι ο Χέγκελ κατάφερε να φτιάξει μία γενική λογική όχι από το κεφάλι του αλλά μελετώντας την εμπειρία και τις αφαιρέσεις που είχαν ήδη προηγηθεί και που όπως λέει και ο Λένιν επαναλαμβάνονταν εκατομμύρια φορές από τους ανθρώπους. Αυτή η εξήγηση δίνει ακριβώς την βάση για να πει κανείς ότι ο Χέγκελ μπορούσε αντικειμενικά να κατασκευάσει την γενική λογική.

Απαντώ και σε άλλα 3 πολύ ενδιαφέροντα σημεία της  τοποθέτησής σου:
1) αλληλοείσδυση καθολικού-μερικού-ενικού. Όπως λέει ο Βαζιούλιν στην λογική εξέταση όλες οι πλευρές του αντικειμένου συνυπάρχουν και αλληλοσχετίζονται. Όμως η λογική εξέταση προϋποθέτει το ώριμο αντικείμενο και νομίζω ότι δεν θα διαφωνήσεις ότι η λογική σαν επιστήμη ακόμα δεν είναι ώριμη. Άρα από αυτή την άποψη θα ήταν πιο χρήσιμο για την ορθή κατανόηση του θέματος να αποφεύγουμε να λέμε ότι το ενικό-καθολικό-μερικό αλλάζουν διαρκώς ανάλογα με την οπτική(επαναλαμβάνω: είναι ορθή τοποθέτηση αλλά ακόμα το αντικείμενο δεν έχει ωριμάσει για να αναπτύξει αυτήν την δραστηριότητα). Δεν είναι τυχαίο ότι ο Χέγκελ, παρότι λέει ότι ακριβώς η ιδιοτυπία της Έννοιας είναι ότι φέρει μέσα της και τις 3 στιγμές , εκκινεί από το καθολικό. Ακριβώς επειδή η λογική δεν έχει ωριμάσει είναι αδύνατον(και το εννοώ ως νομοτελής αδυναμία) να διακρίνουμε ποια είναι η διαφορά καθολικής λογικής-ενικής(ως άρνηση της άρνησης και την οποία την λέω «σύστημα ολότητας» μια διατύπωση που ανήκει στον Χέγκελ). Αντίθετα με την συμβολή του Βαζιούλιν μπορούμε να δούμε την διαφορά καθολικής λογικής-επιμέρους(λογική χέγκελ-λογική του Κεφαλ.)

Εφόσον βέβαια δεν έχει ολοκληρωθεί η μελέτη της επιστήμης της Λογικής από λογική σκοπιά ,είναι αδύνατον να φθάσουμε με επάρκεια στο Ιστορικό. Γι’ αυτό κάνω μόνο μια υπόθεση και λέω ότι ο Χέγκελ συνιστά την πρωταρχική εμφάνιση της επιστήμης. Όμως εφόσον η επιστήμη εκκινεί από την διάνοια(πχ. οι οικονομολόγοι πριν τον Μαρξ και ιδίως του 17ου αι. παρότι έκαναν επιστήμη δεν είχαν ανέλθει στο λόγο) ,ίσως είναι ορθό να μιλά κανεις για επιστήμη με το όργανο του Αριστοτέλη και έτσι να εντάξει την αναλυτική παράδοση στην ανώριμη επιστήμη της Λογικής(μου άρεσε πολύ ο προβληματισμός που έβαλες για τις προϋποθέσεις και σίγουρα όσα είπες για την εργασία είναι η σωστή κατεύθυνση αλλά θέλει δουλειά και όπως ξέρουμε «η πρωταρχική συσσώρευση» εξετάζεται στο τέλος από τον Μαρξ). Ο Χέγκελ τότε θα είναι το τελευταίο υποστάδιο της πρωταρχικής εμφάνισης(;;). Ανεξάρτητα ποια θέση κατέχει το μόνο σίγουρο είναι ότι ο Χέγκελ είναι στάδιο στην επιστήμη της λογικής ,όπως ο Πέτυ και ο Σμιθ στην πολιτική οικονομία.

2) Αναφέρεις «Όμως οι κατηγορίες αυτές δεν συλλαμβάνονται ως αντανάκλαση της πραγματικής κίνησης των πραγμάτων αλλά ως αυθύπαρκτες οντότητες που δημιουργούν τον κόσμο». Αυτή τη φράση είχα και εγώ στο νου μου για τον χέγκελ αλλά δεν μου κολλούσε το ότι στον Βαζιούλιν χρησιμοποιείται ο χέγκελ με τόσο ορθολογικό τρόπο.Τελικά κατέληξα στο εξής: Ότι το να ασκούμε κριτική λέγοντας ότι ο Χέγκελ δεν έχει αντικείμενο και ότι οι κατηγορίες είναι αυτοκινούμενες και αυθύπαρκτες σημαίνει ότι κάνουμε κριτική στην γενική λογική από την σκοπιά της ειδικής λογικής. Τι εννοώ… Η γενική λογική από τη φύση της έχει ως αντικείμενο τον εαυτό της. Ακριβώς γι’ αυτό είναι γενική, είναι το ίδιο με το να λες ότι ο νόμος της άρνησης της άρνησης, της ποσότητας σε ποιότητα είναι γενικός νόμος της διαλεκτικής. .Εδώ δεν έχεις συγκεκριμένο αντικείμενο γιατί κάνεις γενική λογική. Δεν μπορείς να κατηγορείς τα μαθηματικά ότι είναι πολύ αφηρημένα σε σχέση με την φυσική. Αντίθετα σε μία ειδική λογική υπάρχει αντικείμενο διαφορετικό από τις κατηγορίες της λογικής καθώς η ουσία δεν είναι απλά ουσία αλλά αντιστοιχεί στην αξία, στην παραγωγή υπεραξίας κτλ. Αυτή τη διάκριση την θεωρώ εξαιρετικά ουσιώδη και νομίζω ότι συχνά δεν γίνεται αντιληπτή με συνέπεια να κατηγορείται ο Χέγκελ μάλλον αδίκως. Εκτός και αν πούμε ότι δεν υπάρχει καθόλου γενική λογική και τότε ξεμπερδεύουμε αλλά για τον Βαζιούλιν υπάρχει.
3) Ένα ακόμα σημαντικό σημείο είναι το αν θα πρέπει να μιλάμε για λογική, διαλεκτική λογική, διαλεκτικό υλισμό ,οντολογία κτλ. Εδώ πάλι νομίζω ότι υπάρχει ένα πρόβλημα. Κατ’ εμέ πρέπει να μιλάμε για επιστήμη της λογικής και τίποτα άλλο. Όλοι οι άλλοι προσδιορισμοί είναι αποτέλεσμα του ότι η επιστήμη της λογικής δεν έχει συγκροτηθεί ακόμα σε ώριμη επιστήμη(σύστημα ολότητας ως άρνηση της άρνησης). Η αναλυτική παράδοση ανήκει στην γενική λογική αλλά δεν ματαβαίνει στην μελέτη ειδικών αντικειμένων. Αυτό δεν σημαίνει ότι εμείς ως διαλεκτικοί δεν μπορούμε να μεταφέρουμε τα κεκτημένα της αναλυτικής λογικής στην μελέτη ειδικών αντικειμένων. Η ποσότητα στον Χέγκελ είναι πλούσια σε διαφορικό λογισμό και σε σχέσεις που νομίζω η αναλυτική παράδοση ότι τις ανήκουν. Επίσης η γνωσιολογία και οντολογία είναι έννοιες προβληματικές, δεν είναι τυχαίο ότι ο Βαζ. και Ιλιενκοφ τις αποφεύγουν. Επίσης όπως προσπάθησα να δείξω με όλα τα παραπάνω το να πει κανείς ότι ο Χέγκελ είναι ιδεαλιστής είναι μάλλον ανεπαρκές και συσκοτίζει. Γι ‘αυτό νομίζω ότι πρέπει να μιλάμε για επιστήμη της λογικής μία και ενιαία και μόνο για την «ταξική πάλη στην θεωρία» να χρησιμοποιούμε τις άλλες ορολογίες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου