Κυριακή 26 Αυγούστου 2012

H Aufhebung του Καντ από τον Χέγκελ



«Ο ελεύθερος άνθρωπος δεν σκέφτεται κανένα πράγμα λιγότερο από ό,τι το θάνατο και η σοφία του είναι μελέτη
 όχι θανάτου αλλά ζωής
(Ηθική 4,Πρόταση 67)

 

«Η φύση της ανθρωπότητας είναι να ωθεί στην αμοιβαία συμφωνία και υπάρχει πραγματικά μόνο στην πραγματοποιηθείσα κοινότητα των συνειδήσεων
(Φαινομενολογία, Πρόλογος σελ 193)
 
                                                                        







ΕΙΣΑΓΩΓΗ

   Ο Χέγκελ στον πρόλογο της πρώτης έκδοσης της επιστήμης της Λογικής το Μάρτη του 1812 κάνει λόγο για μια πλήρη ανατροπή του φιλοσοφικού τρόπου σκέψης που έχει συμβεί εδώ και 25 χρόνια.Ίσως αναφέρεται στην δεύτερη έκδοση της Κριτικής του Καθαρού Λόγου ,η οποία εκδόθηκε το 1787 ,δηλ 25 χρόνια πριν.
   Όλοι οι φιλόσοφοι επιλέγουν τον στοχαστή στον όποιο θα στρέψουν κυρίαρχα τα βέλη τους.Είναι αυτός στον οποίο όταν διαμορφώνουν το σύστημά τους ,απαντάνε. Για τον Αριστοτέλη ήταν ο Πλάτωνας,για τον Σπινόζα ο Ντεκάρτ,για τον Κάντ ο Χιούμ και για τον Χέγκελ ο Καντ.Επομένως για να κατανοήσουμε βαθύτερα την συνεισφορά του Χέγκελ θα πρέπει να κατανοήσουμε βαθύτερα τον Κάντ.Με τη σειρά του για να κατανοηθεί ο Κάντ και η «κοπερνίκειος επανάστασή» του ,θα πρέπει πρώτα να δούμε τι ήταν η λογική πριν τον Κάντ και τι ζητήματα είχε θέσει ο Χιούμ,τα οποία όπως ο ίδιος ο Κάντ λέει τον «ξύπνησαν από τον δογματικό του λήθαργο
   Πατέρας της τυπικής λογικής είναι ο Αριστοτέλης(το έργο στο οποίο όπως το θέλει η παράδοση οικοδομείται η τυπική λογική είναι το «Όργανο»).Η αριστοτελική λογική χωρίζεται σε στοιχειολογία και γενική μεθοδολογία. Έχει σημασία να ενσκήψουμε  στην αριστοτελική λογική ,η οποία κυριαρχούσε για πάνω από 1600 χρόνια στο χώρο της φιλοσοφίας και έτσι μόνο θα καταλάβουμε τι πραγματικά καινοτόμο έκανε  ο Κάντ.
Η στοιχειολογία αποτελείται από 1)έννοιες «οι οποίες σχηματίζονται με την σύναψη χαρακτηριστικών γνωρισμάτων των παραστάσεων» και «αποτελούν τις πρώτες στοιχειώδεις μορφές της νόησης».2)κρίσεις «προδιορίζουν τις σχέσεις αυτές των εννοιών ,εξ ορισμένων δε αμοιβαίων σχέσεων των κρίσεων προκύπτει η αλήθεια ή το ψεύδος αυτών». 3)συλλογισμούς «παριστούν την παραγωγή κρίσεων.Αυτή η παραγωγή επιτυγχάνεται δια της συσχετίσεως είτε 2 εννοιών προς άλλες ενδιάμεσες έννοιες είτε κρίσεων.»[1]
   Ως προς γενική μεθοδολογία ,αυτή αποτελείται από ορισμούς,από τη διαίρεση των εννοιών,από αποδεικτικούς συλλογισμούς και από τη μεθοδολογία έρευνας(δηλ την επαγωγή και παραγωγή,την ανάλυση και τη σύνθεση).
   Για  να κατανοήσουμε το ιστορικό φορτίο που φέρει ο όρος λογική πρέπει να την εξετάσουμε ιστορικά.Στο βιβλίο του «Διαλεκτική Λογική» ο Έβαλντ Ιλιένκοφ μας δίνει τη σύντομη ιστορική πορεία της Λογικής.Ο όρος λογική αναφορικά με την επιστήμη της νόησης χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τους στωικούς,οι οποίοι ονόμασαν έτσι εκείνο το τμήμα της διδασκαλίας του Αριστοτέλη που συμφωνούσε με τις αντιλήψεις τους για τη νόηση.Ο μεσαιωνικός σχολαστικισμός μετέτρεψε τη λογική σε απλό όργανο για τη διεξαγωγή λογομαχιών ,σε όργανο ερμηνείας των κειμένων της Αγίας Γραφής και σε καθαρά τυπικό εργαλείο[2].Έτσι απέκτησε μειωτική σημασία και έχασε την αξιοπιστία της στα μάτια όλων των πρωτοποριακών επιστημόνων και φιλοσόφων των νέων χρόνων.Ο Βάκων έλεγε «η λογική που χρησιμοποιούν τώρα ,εξυπηρετεί μάλλον τη σταθεροποίηση και τη διατήρηση των λαθών που βασίζονται στις γενικά παραδεδεγμένες έννοιες,παρά στην αναζήτηση της αλήθειας.Γι’αυτό είναι περισσότερο βλαβερή παρά ωφέλιμη». Όμως εκτός της λογικής και η «βασίλισσα όλων των επιστημών»[3],η Μεταφυσική άρχισε να κλονίζεται τον 16ο αιώνα και έπειτα,κυρίως λόγω της ανάπτυξης της φυσικομαθηματικής επιστήμης.Η απαξίωση της λογικής αρχίζει να περιορίζεται αρχής γενομένης από τον «ήρωα» της σύγχρονης φιλοσοφίας Ντεκάρτ, «που κάνει την καθαρή σκέψη αρχή όλων των πραγμάτων[4]Όμως επηρεασμένοι ο Ντεκάρτ και ο Λάιμπνιτζ από τις φυσικομαθηματικές επιστήμες , «κατέληξαν στην ιδέα δημιουργίας «γενικών μαθηματικών» στη θέση της προηγούμενης γελοιοποιημένης και χρεωκοπημένης λογικής»[5].Ο Σπινόζα χρησιμοποίησε στο σημαντικότερο έργο του την «Ηθική»[6] ,την περίφημη γεωμετρική μέθοδο ,με αξιώματα, θεωρήματα, αποδείξεις προτάσεις και πορίσματα κτλ. Θα περάσουν 90 χρόνια από το θάνατο του Λάιμπνιτζ εως ότου ο Χέγκελ στον πρόλογο της Φαινομενολογίας του Πνεύματος[7] θα πει ότι τα μαθηματικά είναι ένα ατελές γνωρίζειν,ο σκοπός και η έννοιά τους είναι η ποσότητα και ότι η κίνηση της γνώσης τελείται στην επιφάνεια και αδυνατεί να συλλάβει το Πράγμα(Sache) στην έννοια του.Μάλιστα συγκρίνοντας την ταυτότητα των μαθηματικών ,δηλ την ισότητα με την διαλεκτική απόλυτη ταυτότητα αποφαίνεται ότι η πρώτη πραγματεύεται την επουσιώδη διαφορά ,την ποσοτική και ότι δεν υπάρχει καμία αυτοκίνηση ,καμία μετάβαση του αντιθέτου στο αντίθετό του.
   Κάνοντας ένα μεγάλο χρονικό άλμα φθάνουμε στον Κάντ και στην δική του αντίληψη για την Λογική. Να πως περιγράφει ο Καντ στον πρόλογο της δεύτερης έκδοσης της κριτικής του καθαρού λόγου την ιστορία της Λογικής: «το ότι η Λογική είχε πορευτεί από τα παλαιότατα χρόνια τον ασφαλή δρόμο ,καταφαίνεται από τούτο,ότι από την εποχή του Αριστοτέλη δε χρειάστηκε να κάνει ούτε ένα βήμα προς τα πίσω ,εκτός αν θέλουμε να της αναγνωρίσουμε ως προόδους την αποβολή μερικών άχρηστων λεπτομερειών...Το περίεργο ακόμα σε αυτήν είναι ότι ακόμα και ως σήμερα δεν μπόρεσε να προχωρήσει ούτε ένα βήμα περισσότερο ,και αυτός είναι πιθανότατα ο λόγος που δημιουργεί την εντύπωση ότι είναι επιστήμη κλειστή και τελειωμένη
   Μερικά ακόμη αποσπάσματα από τον πρόλογο της 2ης έκδοσης της κριτικής του καθαρού λόγου (στο εξής κ.κ.λ) στα οποία ο Κάντ προσδιορίζει περαιτέρω τη Λογική.«Η Λογική κάνει αφαίρεση από όλα τα αντικείμενα της γνώσεως και τις διαφορές τους» και  έτσι «η διάνοια(Verstand) ασχολείται μόνο με τον εαυτό της και με τη μορφή της»,είναι η νόηση που σκέπτεται τον εαυτό της. «…η Λογική ως προπαιδευτική μάθηση αποτελεί μόνο τα προπύλαια των επιστημών και όταν γίνεται λόγος για γνώσεις ,τότε βέβαια προυποθέτει κανείς μια Λογική για να τις κρίνει αλλά ο πορισμός των γνώσεων πρέπει να αναζητηθεί σε ό,τι καλούμε γνήσια και αντικειμενικά επιστήμες».Για τον Κάντ επομένως η λογική δεν είναι τίποτε άλλο ,παρά ο προθάλαμος για κάθε επιστήμη,το εργαστήρι επεξεργασίας πρώτων υλών  που έχουν προέλθει από εξωτερικές ως προς αυτό πηγές.






Α. Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΚΑΘΑΡΟΥ ΛΟΓΟΥ

1. Μια πρώτη επισκόπηση
   Στον πρόλογο που προτάσσεται του έργου ο συγγραφέας εξηγεί το σκοπό του έργου,δίνει έμφαση στα κύρια για αυτόν  σημεία και συνοψίζει το έργο του.Είναι νομίζω ιδιαίτερα χρήσιμοι οι δύο πρόλογοι της κριτικής του καθαρού λόγου και από αυτούς πρέπει να ξεκινήσουμε την παρουσίαση του συστήματος του Κάντ.Μας λέει λοιπόν παρουσιάζοντας την κοπερνίκεια επανάστασή του ότι μέχρις αυτόν γινόταν δεκτό ότι όλη μας η γνώση πρέπει να ρυθμίζεται προς τα αντικείμενα,αλλά έτσι δεν βρέθηκε κανένας α πριόρι προσδιορισμός των αντικειμένων .Μας ζητά λοιπόν να υποθέσουμε ότι τα αντικείμενα πρέπει να ρυθμίζονται προς τη γνώση μας(προς τις έννοιες,τις κατηγορίες) και να τον εμπιστευτούμε σε αυτό το μεγάλο ταξίδι που θα φθάσει στον προορισμό του ύστερα από 884παρ.(Β εκδ.) διαμέσου μιας «βαρβαρικής»(barbarische),«ιδιόρρυθμης»(eigentumliche) ορολογίας και «πολλών επαναλήψεων» ,στοιχεία που «δυσκολεύουν την μελέτη» του έργου του[8]. Μόνο μέσω των απριόρι εννοιών η Μεταφυσική στο μέρος της εκείνο που ασχολείται με έννοιες απριόρι ,που τα αντικείμενά τους μπορούν να δοθούν σε μιαν εμπειρία σύμμετρη προς εκείνες γίνεται επιστήμη.Από την άλλη αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούμε να προχωρήσουμε πέραν της γνωστής εμπειρίας και άρα δεν μπορούμε να γνωρίσουμε δια της λογικής και των εννοιών της το βασικό αντικείμενο της μεταφυσικής ,τον Θεό,το Απόλυτο(das Unbedingte).
   Ας εξετάσουμε όμως πρώτα εγγύτερα την μέθοδο(νοητικό πείραμα) του Κάντ ,η οποία όπως λέει στην υποσημείωση Β ΧΙΧ ,είναι δανεισμένη από τους Φυσικούς.Ο Καντ χρησιμοποιεί την προκλητική φράση ότι «νοούμε απριόρι από τα πράγματα μονάχα εκείνο που εμείς οι ίδιοι θέτουμε σε αυτά».Με αυτήν εννοεί ότι  νοούμε απριόρι μόνο εκείνο το οποίο υπάρχει μέσα στη διάνοιά μας.Βλέπουμε δηλαδή τα πράγματα μέσα από τα δικά μας ,με βάση την κατασκευή μας όργανα(χώρος ,χρόνος,κατηγορίες).Η κριτική που του απευθύνει εδώ ο Χέγκελ είναι ότι δεν εξετάζει τη φύση του χώρου και του χρόνου ,ούτε το πώς η ψυχή(Gemut) φθάνει στο να έχει μόνο αυτές τις μορφές(ενν. τον χώρο και τον χρόνο)[9]. Να λοιπόν με ποια «πειραματική» μέθοδο επαληθεύει την αλήθεια των προτάσεων του καθαρού λόγου. Από τη μία εξετάζει τις απριόρι έννοιες ως αντικείμενα των αισθήσεων και της νόησης για την εμπειρία[10] και από την άλλη ως αντικείμενα που νοούνται απλώς έξω από την εμπειρία(οι κατηγορίες με τις οποίες σκεπτόμαστε)[11].Όταν υπάρχει συμφωνία των 2 ,έχουμε ορθή γνώση των φαινομένων.
   Όμως έχουμε γνώση μόνο των φαινομένων ,και όχι των πραγμάτων όπως είναι  καθαυτά(Dinge an sich),δηλ. όπως είναι ανεξάρτητα από εμάς.Αυτή η αδυναμία οφείλεται στο ότι δεν μπορούμε να επαληθεύσουμε αν είναι αυτό που ισχυριζόμαστε ορθό ,διότι μας λείπει η πρώτη από τις δύο παραμέτρους του νοητικού πειράματος, η «εμπειρική». Το ότι ο Καντ δίνει δίκιο στον Λόγο που θέλει ,λόγω μιας εσωτερικής ορμής του να γνωρίσει το Απόλυτο,θα το δούμε στη συνέχεια .Αυτό όμως που μας αφορά εδώ γιατί εξαγγέλεται ήδη από τον πρόλογο είναι, ότι αυτήν την φυσική ροπή  του λόγου προς το Απόλυτο,ο Καντ δεν την ανακαλύπτει τυχαία ,καθώς εφόσον δέχεται ότι το Απόλυτο δεν μπορεί να γνωσθεί από τον Θεωρητικό λόγο,ανοίγει ο δρόμος του Πρακτικού λόγου και της πίστης και έτσι θα μπορέσει να ικανοποιηθεί επιτέλους και η επιθυμία της Μεταφυσικής να υπερβεί τα όρια κάθε δυνατής εμπειρίας και να οδηγηθεί στην απριόρι πρακτική γνώση του transzedent(υπερβατικού). Η χαρακτηριστική φράση λοιπόν που οριοθετεί με αυστηρότητα τον θεωρητικό από τον πρακτικό λόγο είναι η ακόλουθη: «το Απόλυτο δεν μπορεί να βρεθεί σε πράγματα καθόσον τα γνωρίζουμε αλλά σε πράγματα ,καθόσον δεν τα γνωρίζουμε ως πράγματα καθ’εαυτά.»Αυτό είναι και το έργο της Κριτικής ,να αλλάξει τη μέθοδο της Μεταφυσικής ,είναι μια μεθοδολογία λοιπόν και όχι ένα σύστημα της επιστήμης καθαυτήν. «Έπρεπε να καταργήσω την γνώση,για να κερδίσω χώρο για την πίστη»[12].Αν και μια εγελιανή ανάγνωση της ιστορίας της φιλοσοφίας δεν θα επέτρεπε μια προσέγγιση με βάση τις ιδιαιτερότητες του κάθε στοχαστή ή τις συναισθηματικές του επιρροές,είναι προφανές ότι η θρησκευτική ευσέβεια πολλών γερμανών στοχαστών, τους εμπόδισε σε προσωπικό επίπεδο να υπερβούν το σκόπελο της πίστης και με διαφορετικό τρόπο ο καθένας σκόνταψε σε αυτόν(Καντ,Γιακόμπι,Φίχτε)[13].
   Ο Λοκ λέει ότι το πνεύμα είναι tabula rasa και την αναγκαιότητα και καθολικότητα δεν την αποκτάμε παρά μόνο με την εμπειρία. Βέβαια ήταν «…ανακόλουθος στην μέθοδό του γιατί εντέλει αποτόλμησε δοκίμια για γνώσεις ,που υπερβαίνουν κατά πολύ τα όρια της εμπειρίας»[14]  .Ο Χιούμ δείχνει ενάντια στον Λόκ ότι η αναγκαιότητα και η καθολικότητα δεν βρίσκονται στην αισθητήρια αντίληψη αλλά «…παράγονται από μια συχνή σύζευξη εκείνου που συμβαίνει με εκείνο που προηγείται χρονικά και από μια σχετική συνήθεια(άρα υποκειμενική αναγκαιότητα) να συνδέουμε έτσι τις παραστάσεις μας[15] Μόνο αν υπήρχαν έννοιες απριόρι θα μπορούσαμε να υπερβούμε την εμπειρία,όμως δεν κατάφερε να ανακαλύψει στη διάνοιά μας τέτοιες. Σε αυτό το σημείο λοιπόν έρχεται ο Καντ στην ιστορία της φιλοσοφίας για να πάρει την σκυτάλη από τον Χιούμ και να επιχειρήσει να περάσει την Αργώ του από τις συμπληγάδες της «ανεδαφικότητας»(Schwarmerei) και του «Σκεπτικισμού». Ο Καντ ξεκινά από το αυτονόητο, ότι στην εμπειρία δεν υπάρχει καμία αναγκαιότητα και καθολικότητα,δηλ στα εξωτερικά πράγματα τα ίδια δεν μπορούμε να δούμε,να ακούσουμε,να αντιληφθούμε εν γένει αισθητηριακά την αναγκαιότητα και καθολικότητα.Από την άλλη μας λέει ότι υπάρχει αναγκαιότητα και καθολικότητα στα μαθηματικά και την φυσική.Άρα εφόσον δεν υπάρχουν(η καθολικότητα και αναγκαιότητα) στα εξωτερικά πράγματα θα πρέπει να υπάρχουν απριόρι στον λόγο,στο Εγώ, στην αυτοσυνειδησία μου.[16]

2. Η βασική καινοτομία της Κριτικής του Καθαρού Λόγου[17]

   Ο Καντ λέει ότι το καθαυτό πρόβλημα του καθαρού λόγου περιέχεται στο εξής ερώτημα, «το οποίο αποτελεί και την αληθινή ιδέα του Λόγου»[18] : «πως είναι δυνατές απριόρι συνθετικές κρίσεις;».Αναλυτικές κρίσεις είναι όταν το κατηγορούμενο Β ανήκει στο υποκείμενο Α ως κάτι που περιέχεται ήδη στην έννοια του Α και συνθετικές όταν το κατηγορούμενο Β βρίσκεται ολότελα έξω από την έννοια Α,μολονότι στην πραγματικότητα είναι συνδεδεμένο μαζί του.Οι αναλυτικές κρίσεις είναι οι κρίσεις της τυπικής λογικής ,στις οποίες η σχέση υποκειμένου κατηγορουμένου νοείται ως τυπική ταυτότητα,πχ ένα σώμα είναι εκτατό.Ήδη στην έννοια του σώματος εμπεριέχεται η έννοια της έκτασης και απλώς εμβαθύνουμε σε αυτήν ,με περαιτέρω προσδιορισμούς.Είναι γνώση σε βάθος ,ενώ οι συνθετικές κρίσεις προσφέρουν γνώση σε πλάτος,δηλ αυξάνουν την καινούργια γνώση.Παράδειγμα συνθετικής κρίσης είναι ότι όλα τα σώματα έχουν βάρος,καθώς το βάρος σχετίζεται με την βαρύτητα.Στο διάστημα τα σώματα δεν έχουν βάρος ,συνεχίζουν όμως να έχουν έκταση.
   Συνθετικές κρίσεις είναι όλες οι εμπειρικές.Όμως ο Καντ θέλει να γνωρίσει συνθετικές απριόρι κρίσεις και άρα να μεταβαίνει από την έννοια Α στην έννοια Β ,δίχως την βοήθεια της εμπειρίας.Η αιτία και το αποτέλεσμα συνδέονται μεταξύ τους με καθολικότητα και αναγκαιότητα δίχως την αρωγή της εμπειρίας.Ο πρώτος ο οποίος συνέλαβε το πρόβλημα των συνθετικών προτάσεων ήταν ο Ν. Χιουμ αλλά δεν κατάφερε να το λύσει.Προοικονομώντας την συνέχεια της εργασίας μας αναφέρουμε το εξής απόσπασμα: «Παθαίνει όμως και ο Καντ το ίδιο για το οποίο εγκαλεί το Χιούμ… μένει στην υποκειμενική και εξωτερική σημασία του ως άνω ερωτήματος (των συνθετικών κρίσεων απριόρι)πιστεύοντας ότι έχει αποδείξει ότι η έλλογη γνώση είναι αδύνατη»Ο Καντ δεν λαμβάνει υπόψη ότι «… η συνθετική κρίση ανάμεσα σε μία μερικότητα(Υποκείμενο) και σε μία καθολικότητα(μια γενική ιδέα,κατηγορούμενο),ανάμεσα κατ’ουσίαν στο Είναι και στην Νόηση,παρά την φαινομενική ανομοιότητα εκφράζει μία απριόρι σχέση ,δηλ. μία ταυτότητα[19] Μία τέτοια θεώρηση πηγάζει από τον Λόγο.Μόνο στην δημιουργική φαντασία που θα αναπτύξουμε παρακάτω ο Καντ αγγίζει αυτή την «αρχέγονη» ταυτότητα Είναι και Νόησης,στο υπόλοιπο έργο η θεωρησιακή αυτή ιδέα συσκοτίζεται μέσα σε μια ρηχότητα.


3. Στοχοθεσία και θέση της Κριτικής στην Υπερβατολογική Φιλοσοφία

   Η Μεταφυσική απαρτίζεται από καθαρά συνθετικές προτάσεις απριόρι.Ο λόγος έχει μια φυσική ροπή προς την Μεταφυσική,αλλά αυτό δεν είναι αρκετό ,η Μεταφυσική πρέπει να γίνει επιστήμη,δηλ. να αποδώσουμε στα λεγόμενά της βεβαιότητα και να τα οριοθετήσουμε.Έτσι προκύπτει η ανάγκη μιας επιστήμης με το όνομα Κριτική του καθαρού λόγου.Ο λόγος είναι αυτός που μας προσπορίζει απριόρι γνώσεις, δηλ. γνώσεις με καθολικότητα και αναγκαιότητα[20].
   Η κριτική του καθαρού λόγου είναι ένα προπαρασκευαστικό στάδιο για ένα «Όργανο»  που είναι η υπερβατολογική φιλοσοφία και έχει για αντικείμενό της ,την εξέταση των πηγών και των ορίων του καθαρού λόγου. Η Κριτική είναι η ουσία και η ολική ιδέα της Υπερβατολογικής Φιλοσοφίας,όμως δεν ταυτίζεται με αυτήν ,γιατί δεν προβαίνει στην απαραίτητη ανάλυση παρά μόνο όσο της χρειάζεται για την ολική κριτική διάγνωση της απριόρι συνθετικής γνώσης. Υπερβατολογική(transzendental), είναι η γνώση που δεν ασχολείται με τα αντικείμενα ,παρά μόνο με τον δικό μας τρόπο γνώσεως αντικειμένων, εφόσον αυτός είναι απριόρι δυνατός.Υπερβατολογική φιλοσοφία είναι μια φιλοσοφία του καθαρού θεωρητικού λόγου.Η Κριτική του Καθαρού Λόγου διατηρεί την διαίρεση που έχει και η τυπική λογική ,και έτσι διακρίνεται σε Στοιχειολογία και Μεθοδολογία του καθαρού λόγου.

4. Υπερβατολογική Στοιχειολογία: Υπερβατολογική Αισθητική

Αισθητικότητα είναι η ικανότητα να προσλαμβάνουμε παραστάσεις ανάλογα με το πώς πάσχουμε από τα αντικείμενα.Οι καθαρές μορφές των κατ’αίσθηση εποπτειών βρίσκονται απριόρι στο πνεύμα μας,μέσα στο οποίο εποπτεύεται όλο το πολλαπλό των φαινομένων κάτω από το φώς ορισμένων σχέσεων. Αυτές οι μορφές της απριόρι εποπτείας είναι ο χώρος και ο χρόνος.
.

5. Υπερβατική Στοιχειολογία: Υπερβατολογική Λογική

a) Γενικά

   Η γνώση(Erkenntnis) μας απορρέει από 2 βασικές πηγές του πνεύματος,από την ικανότητα να προσλαμβάνουμε παραστάσεις(Rezeptivitat,δεκτικότητα) και από την ικανότητα να αποκτούμε γνώση ενός αντικειμένου μέσω αυτών των παραστάσεων(Spontaneität,αυθορμησία)[21].Έτσι εποπτεία και έννοιες απαρτίζουν την γνώση μας ,ώστε έννοιες χωρίς εποπτεία και εποπτεία χωρίς έννοιες δεν μπορούν να μας προσπορίσουν γνώση. Είναι περίφημη στην ιστορία της φιλοσοφίας η φράση «Σκέψεις χωρίς περιεχόμενο είναι κενές,εποπτείες χωρίς έννοιες είναι τυφλές»[22]
   Για να φθάσει ο Καντ στον προσδιορισμό της υπερβατολογικής λογικής του ,πρέπει να την αντιπαραβάλλει πρώτα με την Γενική καθαρή Λογική ,η οποία όπως θα φανεί είναι η γνωστή μας τυπική λογική.Αυτή έχει να κάνει με καθαρές αρχές απριόρι και είναι ένας κανόνας της διάνοιας ,αλλά μόνο σε ό,τι αφορά το τυπικό μέρος της χρήσης τους,ενώ το περιεχόμενο μπορεί να είναι οποιοδήποτε. Είναι κάτι σαν καλούπι το οποίο είναι άδειο από περιεχόμενο και ο,τιδήποτε κάθε φορά το γεμίζει προσαρμόζεται στη μορφή του.
   Αντίθετα η υπερβατολογική λογική α)δεν κάνει αφαίρεση από κάθε περιεχόμενο της γνώσης και β)ασχολείται με την πηγή των γνώσεών μας ως προς τα αντικείμενα,εφόσον αυτή η πηγή δεν μπορεί να αποδοθεί στα αντικείμενα.Η διαφορά με την Γενική Λογική είναι ότι αυτή προβαίνει σε μία κριτική(ένα ξεκαθάρισμα) των γνώσεων και κρατάει μόνο εκείνες τις γνώσεις που αναφέρονται απριόρι σε αντικείμενα.Τα αντικείμενα στα οποία η Υπερβατολογική λογική μπορεί να βρει εφαρμογή ,πρέπει να είναι δεδομένα στην εποπτεία, ειδάλλως η γνώση μας θα ήταν κενή. Αντίθετα για την Γενική Λογική δεν υπάρχει μια τέτοια διάκριση σε εμπειρικές και καθαρές γνώσεις ,για αυτήν είναι όλες ίδιες και όλες υπάγονται στην ίδια «νοητική μορφή»(Verstandesform).
   Το σημείο αυτό ,της διάκρισης της τυπικής ,γενικής λογικής από την υπερβατολογική λογική είναι το σημείο καμπής ,που θα χωρίζει από τον Κάντ και έπειτα την Λογική από το αποστεωμένο παρελθόν της.Οι έννοιες της Λογικής δεν είναι πλέον ανεξάρτητες από την αντικειμενική πραγματικότητα ,αλλά αντίθετα συνδέονται με αυτήν απριόρι και έτσι τίθεται η βάση για να ξεπεραστεί το πρόβλημα που είχε θέσει ο Χιούμ για το πώς τοποθετούνται η καθολικότητα και αναγκαιότητα ανάμεσα στον αισθητό κόσμο και στην νόησή μας.
   Το πρώτο βιβλίο της Κριτικής ονομάζεται υπερβατολογική αναλυτική.Ο Καντ διαλύει εξ’αρχής κάθε παρεξήγηση και μας λέει ότι με τον όρο «Αναλυτική δεν εννοώ τη συνηθισμένη στις φιλοσοφικές έρευνες διαδικασία…αλλά την ανατομία αυτής της ίδιας της ικανότητας της διάνοιας με σκοπό να ερευνηθεί η δυνατότητα των απριόρι εννοιών κατά τέτοιο τρόπο ώστε αυτές να τις βρίσκουμε αποκλειστικά μέσα στη διάνοια…». «Η Υπερβατολογική Φιλοσοφία έχει το πλεονέκτημα και την υποχρέωση να ζητά να βρει τις έννοιές της ,σύμφωνα με μιαν αρχή,γιατί αυτές εκπηγάζουν ,καθαρά και απρόσμειχτα ,από την διάνοια,που αποτελεί απόλυτη ενότητα και γιατί πρέπει να συνέχονται υποχρεωτικά μεταξύ τους βάσει μιας έννοιας ή ιδέας.»Στο σημείο αυτό ο Καντ εισάγει για πρώτη φορά την έννοια της ιδέας,η οποία αντιστοιχεί όπως θα μας πει αναλυτικά στο δεύτερο βιβλίο (υπερβατολογική διαλεκτική) στο επίπεδο του Λόγου και «εξετάζει κάθε εμπειρική γνώση ως προσδιορισμένη από μιαν απόλυτη ολότητα των όρων[23]
   Η γνώση κάθε ανθρώπινης διάνοιας είναι μέσω εννοιών ,όχι εποπτειακή(intuitiv) αλλά συλλογιστική .Επομένως γνώση αποκτάμε μέσω της αυθορμησίας της διάνοιας ,η οποία συνδέει τις έννοιες της και σχηματίζει έτσι κρίσεις.Οι έννοιες δεν αναφέρονται ποτέ άμεσα σε ένα αντικείμενο παρά μόνο σε κάποια παράσταση του αντικειμένου αυτού(είτε εποπτεία είτε έννοια).Το σημείο αυτό θα παίξει μεγάλο ρόλο στους μετά τον Κάντ φιλοσόφους καθώς η έννοια της διανοητικής εποπτείας,που θεωρείται αδύνατη για τους ανθρώπους(από τον Καντ), ανατιμάται από τους Φίχτε και Σέλλινγκ και επηρεάζει και τον Χέγκελ.

β) Κατηγορίες:έννοια,παραγωγή,κριτική αποτίμηση,όρια
 
Έννοια   
     Ο Καντ λαμβάνει τις κατηγορίες από τον Αριστοτέλη αλλά κατά τα λεγόμενά του τις χρησιμοποιεί με πολύ διαφορετικό τρόπο. «…Εδώ ακριβώς προβάλλει ως πρόγονος ενός βασικά νέου και διαλεκτικού σταδίου στην εξέλιξη της λογικής σαν επιστήμης.Ο Καντ ήταν ο πρώτος που άρχισε να βλέπει τις κυριότερες λογικές μορφές της νόησης στις κατηγορίες,περιλαμβάνοντας έτσι στα πλαίσια της λογικής αυτό,που όλη η προηγούμενη παράδοση το κατέτασσε στην αρμοδιότητα της οντολογίας και της μεταφυσικής και σε καμία περίπτωση της λογικής[24] Το βασικό λάθος του Αριστοτέλη είναι ότι δεν παρήγαγε τις κατηγορίες και άρα ο κατάλογός του έπασχε από εμπειρισμό.Επιπλέον όμως «ο Αριστοτέλης μη όντας ικανοποιημένος από την εξήγηση της λογικής λειτουργίας των κατηγοριών,τους έδωσε ακόμη κάποια «μεταφυσική σημασία»,θεωρώντας τις όχι μόνο λογικά,δηλαδή θεωρητικό-γνωστικά ,σχήματα δραστηριότητας ,αλλά και σαν γενικές μορφές του Είναι,καθολικούς προσδιορισμούς του κόσμου των πραγμάτων καθ’ εαυτών ,δηλ. «υποστασιοποίησε» τα καθαρά λογικά σχήματα σε μορφή μεταφυσική,σε καθολική θεωρία της αντικειμενικότητας καθ’εαυτής»[25] Έτσι μετέτρεψε τη λογική σε μεταφυσική και το καθήκον που αναλαμβάνει ο Καντ είναι να μετατρέψει την μεταφυσική σε λογική .
   Η λειτουργία της διάνοιας που προσδίνει ενότητα στις διάφορες παραστάσεις σε μια κρίση, προσδίνει επίσης ενότητα και στην απλή σύνθεση διαφόρων παραστάσεων σε μίαν εποπτεία,η οποία ,ονομάζεται καθαρή έννοια της διάνοιας.Οι κατηγορίες είναι τεσσάρων ειδών :της ποσότητας ,της ποιότητας ,της αναφοράς και του τρόπου.Έκαστο είδος περιλαμβάνει τρείς κατηγορίες με την τρίτη να είναι πάντα η ένωση των δύο προηγουμένων με μια ιδιαίτερη πράξη της διάνοιας .
  
  
Παραγωγή
   Πρέπει κατ’ αρχήν να πιστωθεί στον Καντ ότι έθεσε επί τάπητος το ζήτημα της παραγωγής των απρίορι εννοιών της διάνοιας,των κατηγοριών[26]. Το ερώτημα διατυπώνεται με την εξής μορφή: «πως οι υποκειμενικοί όροι του νοείν θα έπρεπε να έχουν αντικειμενικό κύρος,δηλ να συνιστούν όρους της δυνατότητας κάθε γνώσεως των αντικειμένων;»[27].Οι μόνοι δύο τρόποι λοιπόν δια των οποίων είναι εφικτή η σύνδεση κατηγοριών με τα αντικείμενα τους είναι ,όταν το αντικείμενο καθιστά δυνατή την έννοια ή όταν η έννοια το αντικείμενο.Βεβαίως ο κοπερνίκειος επαναστάτης μας δεν θα μπορούσε παρά να υποστηρίξει ως αληθινό τον δεύτερο τρόπο.Μόνο μέσω της έννοιας είναι δυνατό να αναγνωρίσουμε κάτι ως ένα αντικείμενο.Το αντικειμενικό κύρος των κατηγοριών έγκειται στο ότι μόνο μέσω αυτών καθίσταται η εμπειρία δυνατή.
   Η παραγωγή των κατηγοριών είναι ένα από τα πιο δύσκολα κεφάλαια της Κριτικής ,το οποίο απασχόλησε πολύ και τον ίδιο τον Καντ γι’ αυτό και δεν είναι βεβαίως τυχαίο ότι αναγκάστηκε στην Β έκδοσή της να το ξαναγράψει με σημαντικές αλλαγές.Στην παραγωγή ο Καντ επαναλαμβάνει διαρκώς τα ίδια πράγματα και ο αναγνώστης συχνά χάνει από τα μάτια του το ουσιώδες(δηλ. για την δική μας εργασία το θεωρησιακό)και αυτό σε αντίθεση με τον ισχυρισμό  του Χέγκελ στις «Παραδόσεις για την Ιστορία της Φιλοσοφίας» ότι εμπεδώνεται με την επανάληψη η βασική ιδέα(τουλάχιστον αυτό δεν ισχύει στο κεφάλαιο της παραγωγής).Νομίζω όμως ότι η παράγραφος 26 στην παραγωγή είναι κομβικής σημασίας και περικλείει πληρέστερα την βασική θεωρησιακή ιδέα του Κάντ. Πυξίδα σε αυτήν μας την άποψη είναι ότι κατά τη γνώμη μας και ο ίδιος ο Χέγκελ στο «Πίστη και Γνώση» κυρίως σε αυτήν την παράγραφο στηρίζεται όταν κάνει λόγο για την φαντασία.
   Το ζητούμενο της παραγράφου 26,που ουσιαστικά υπερκαλύπτει και επεκτείνει το αρχικό ζητούμενο, είναι να εξηγηθεί η δυνατότητα του να αποκτούμε μέσω κατηγοριών απριόρι γνώση των αντικείμενων, των οποιοδήποτε που μπορούν να παρουσιάζονται στις αισθήσεις μας, και μάλιστα όχι κατά τη μορφή της εποπτείας τους αλλά σύμφωνα προς τους νόμους των συνδέσεών τους ,ώστε κατά κάποιο τρόπο να υπαγορεύουν στη φύση το νόμο και μάλιστα να την καθιστούν έτσι δυνατή.[28]
   Μόνο σε αυτή την παράγραφο εισάγονται με κρυστάλλινη καθαρότητα τα δύο επίπεδα συνθετικής προσλήψεως ,στα οποία ανήκει η φαντασία [29].
   Υπάρχει λοιπόν α) η σύνθεση της προσλήψεως(Apprehension) και β) η σύνθεση της καταλήψεως(Apprezeption). «Η πρώτη είναι η σύνθεση του πολλαπλού σε μια εμπειρική εποπτεία, με την οποία σύνθεση γίνεται δυνατή κατ’αίσθηση αντίληψη,δηλ. εμπειρική συνείδηση της ίδιας της αντιλήψεως[30]
   Ο χώρος και ο χρόνος λοιπόν περιέχουν εκτός από το πολλαπλό και μια περίληψη(zusammenfassung) αυτού ή αλλιώς την ενότητα αυτού. Άρα  υπάρχει ήδη στον χώρο και στον χρόνο μια ενότητα της συνθέσεως του πολλαπλού, είναι μια ενότητα απριόρι ως όρος της συνθέσεως κάθε προσλήψεως(Apprehension) δεδομένη συγχρόνως με τις εποπτείες αυτές. Όμως αυτή η συνθετική ενότητα υπόκειται στην ενότητα μιας πρωταρχικής συνείδησης, στην ενότητα της καταλήψεως. Άρα κάθε σύνθεση με την οποία γίνεται ακόμα και η κατ’ αίσθηση αντίληψη δυνατή, υπόκειται στις κατηγορίες και αυτές είναι όροι της δυνατότητας της εμπειρίας(εμπειρία=συνδεδεμένες κατ’αίσθηση αντιλήψεις) και έτσι ισχύουν απριόρι για όλα τα αντικείμενα της εμπειρίας.
   Αν τώρα στη συνθετική ενότητα της καθαρής εποπτείας κάνω αφαίρεση από τη μορφή του χώρου και του χρόνου τότε μένουν οι έννοιες της διάνοιας ,προς τις οποίες πρέπει να συμφωνεί απόλυτα η σύνθεση της προσλήψεως. «Κάθε δυνατή κατ’αίσθηση αντίληψη εξαρτάται από τη σύνθεση της προσλήψεως αλλά η ίδια η σύνθεση της προσλήψεως ,αυτή η εμπειρική σύνθεση ,εξαρτάται από την υπερβατολογική ,επομένως από τις κατηγορίες, γι’ αυτό πρέπει όλες οι δυνατές κατ’ αίσθηση αντιλήψεις, συνεπώς οτιδήποτε είναι δυνατό να φτάσει στην εμπειρική συνείδηση ,δηλ όλα τα φαινόμενα της φύσεως ,ως προς τη σύνδεση τους, να υπόκεινται αναγκαστικά στις κατηγορίες, από τις οποίες εξαρτάται η φύση σα στην πρωταρχική αρχή(grund) αναγκαίας νομοτέλειάς της[31]
  Στα αποσπάσματα από το «Πίστη και Γνώση» που ακολουθούν καθίσταται σαφής ο διπλός ρόλος της φαντασίας(με τον τρόπο μάλιστα που δίνεται στην παράγραφο 26) που με το ένα πόδι βρίσκεται στην αισθητικότητα και με το άλλο στη διάνοια:Στο επίπεδο της αισθητικότητας η ενότητα είναι τυφλή και βυθισμένη στη διαφορά, πρόκειται για μια ενότητα που δεν χωρίζεται από τη διαφορά ως εκείνο που θέτει τη διαφορά στην ταυτότητά της και διακρίνεται από εκείνη τη διαδικασία ενοποίησης των  διαφορετικών πραγμάτων που πραγματοποιεί η διάνοια.Η διάνοια είναι λοιπόν ο ανώτερος βαθμός ενότητας, όπου η ταυτότητα αντιπαραθέτει τον εαυτό της προς την αισθητηριακή εποπτεία με τη μορφή της καθολικότητας και έτσι ακριβώς συγκροτείται ως ανώτερη δύναμη. «Στην εποπτεία αντίθετα δεν είναι παρούσα η σχετική αντίθεση ,ούτε και η σχετική ταυτότητα ανάμεσα στην ενότητα και την διαφορά, αλλά μια ταυτότητα που όπως στο μαγνητισμό ισοδυναμεί με διαφορά…Στο επίπεδο της αισθητηριακής εποπτείας υπάρχει αντίθεση ανάμεσα στην ταυτότητα του Νοείν και στην ταυτότητα του Είναι. Από την άλλη η έννοια είναι κενή χωρίς εποπτεία, είναι μια κενή ταυτότητα ,η οποία είναι έννοια μόνο στην σχετική της ταυτότητα με εκείνο στο οποίο αντιπαρατίθεται και πληρούται περιεχομένου μόνο μέσα από την πολλαπλότητα της αισθητηριακής εποπτείας.»[32] Η αληθής συνθετική ενότητα κατά Καντ ή λογική ταυτότητα κατά την ορολογία του Χέγκελ είναι η αναφορά του πολλαπλού στην κενή ταυτότητα,δηλαδή στο Εγώ,μέσα στην οποία ως πρωτογενή σύνθεση έχουν προέλθει αυτά που στη συνέχεια εμφανίζονται ως χωριστά ,δηλαδή το Εγώ ως το υποκείμενο της νόησης και η πολλαπλότητα ως σώμα και κόσμος. Η φαντασία είναι το οντολογικώς και θεωρητικώς πρώτο και πρωταρχικό ,μέσα από την οποία ξεχωρίζουν αναγκαστικά ως μια αντιθετική φαινομενικότητα,το υποκειμενικό Εγώ και ο αντικειμενικός κόσμος.Η φαντασία ως πρωτογενής ταυτότητα δεν είναι άλλο από το Λόγο ,ο οποίος εμφανίζεται όμως στη σφαίρα της εμπειρικής συνείδησης.Η φαντασία είναι η απριόρι ταυτότητα των δύο ,όμως ο Καντ αυτό το απριόρι το αναγνωρίζει όχι με τη μορφή του λόγου αλλά υπάγοντας το στις τυπικές έννοιες της καθολικότητας και της αναγκαιότητας. Ο Χέγκελ υπερθεματίζει στην σημασία της φαντασίας στο έργο του Καντ λέγοντας ότι η αξία του Κάντ δεν έγκειται στο ότι με τις κατηγορίες του έθεσε τα όρια μιας περατής γνώσης,αλλά αντίθετα έγκειται στο ότι θέτει την ιδέα μιας αληθώς απριόρι γνώσης με τη μορφή της υπερβατολογικής φαντασίας.Ακόμα και μέσα στα όρια της διάνοιας ο Καντ έχει θέσει τις απαρχές τις ιδέας του Λόγου.
   Ο Χέγκελ στις παραδόσεις για την ιστορία της φιλοσοφίας αναφέρει ότι η σχέση αναμεταξύ τους των καθαρών εννοιών της διάνοιας και της καθαρής εποπτείας είναι ο σχηματισμός(schematismus) της καθαρής διάνοιας,η υπερβατολογική φαντασία,η οποία καθορίζει την καθαρή εποπτεία ,σύμφωνα με τις κατηγορίες και τις καθαρές έννοιες της διάνοιας. «Αυτή η σύνδεση είναι το πιο ωραίο σημείο της καντιανής φιλοσοφίας.δια του οποίου καθαρή αισθητικότητα και καθαρή διάνοια,οι οποίες μέχρι  πριν εκφράζονταν ως απόλυτα αντιτιθέμενες διαφορές,ενώνονται.Πρόκειται για μια εποπτική,ενορατική διάνοια,ή κατανοητική(vestandiges) εποπτεία…Αλλά ο Καντ δεν το συλλαμβάνει ,ότι έθεσε εδώ τα δύο τμήματα της γνώσης σε Ένα, - το καθαυτό το ίδιο. Η σκέψη,η διάνοια μένει κάτι επιμέρους,η αισθητικότητα μένει ένα επιμέρους,συνδεδεμένες με εξωτερικό,επιφανειακό τρόπο,όπως ένα ξύλο και ένα πόδι δεμένα με ένα σχοινί
   Προσδιορίσαμε την πολύ σημαντική έννοια της φαντασίας και μένει τώρα για να ολοκληρωθεί η παραγωγή να προσδιορίσουμε αυτήν την ίδια την συνθετική ενότητα της διάνοιας.Αυτή η ενότητα[33] προηγείται απριόρι όλων των κατηγοριών.Η κατηγορία προϋποθέτει ήδη την σύνδεση.Άρα η ενότητα πρέπει να αναζητηθεί πιο ψηλά.Την ενότητα λοιπόν αυτή την εξασφαλίζει το «Εγώ νοώ».Πρόκειται για μία καθαρή κατάληψη(Apperzeption) ,γιατί αυτή αποτελεί εκείνη την αυτοσυνειδησία ,η οποία συνοδεύει την κάθε παράσταση αλλά η ίδια δεν συνοδεύεται από καμία παράσταση.Η κατάληψη περιλαμβάνει όχι μόνο το να συνοδεύει και να προσθέτει το Εγώ στις παραστάσεις(σύνθεση) αλλά και να το πράττει αυτό με συνείδηση της συνθέσεώς τους[34]. «Αυτό που παράγει η σκέψη είναι ενότητα έτσι παράγει τον εαυτό της ,επειδή αυτή είναι Ένα. Ό,τι εγώ ενώνω ,πρέπει να το εξαναγκάσω να βρίσκεται σε αυτή την μορφή της ενότητας.Είναι η υπερβατολογική κατάληψη.Το καθαρό καταλαβάνειν της αυτοσυνείδησης, είναι η συνθέτουσα λειτουργία.Το συλλαμβάνων(fassende) Εγώ.Ό,τι εγώ αγγίζω ,πρέπει να το εξαναγκάσω σε αυτή τη μορφή της ενότητας[35] H αλήθεια είναι πάντως, ότι, παρότι στο σημείο αυτό ο Καντ προβαίνει στη διατύπωση μίας θεωρησιακής πρότασης,δεν της δίνει την απαραίτητη έμφαση[36]. «Το ότι εγώ είμαι το Ένα και ως σκεπτόμενος ενεργά, θέτω την ενότητα ,δεν συζητείται από τον Κάντ με τόση ακρίβεια»[37].

Όρια στη χρήση των κατηγοριών και Πράγμα Καθ’ αυτό[38]

   Το καντιανό έργο ως μια κριτική οριοθέτηση της ανθρώπινης γνώσης προσδιορίζει  και τα όρια αυτής.Η γνώση αποτελείται από την έννοια και την εποπτεία.Αν οι κατηγορίες δεν τροφοδοτούνται από εμπειρική γνώση είναι σκέψεις μόνο κατά τη μορφή.Βέβαια και σε αντίθεση με το χώρο και το χρόνο που έξω από τις αισθήσεις δεν έχουν καμία πραγματικότητα, «οι κατηγορίες είναι απαλλαγμένες από τον περιορισμό και εκτείνονται σε αντικείμενα της εποπτείας εν γένει είτε αυτή είναι όμοια με τη δική μας[39] είτε όχι, αρκεί να είναι κατ’ αίσθηση και όχι νοητική».Αλλά τότε θα μιλάμε για κενές έννοιες αντικειμένων ,για ψιλές νοητικές μορφές χωρίς αντικειμενική πραγματικότητα, γιατί δεν θα έχουμε καμία εποπτεία στη διάθεσή μας, στην οποία να αναφέρεται η συνθετική ενότητα της καταλήψεως.
   Με τον όρο νοούμενο εννοούμε το πράγμα ,καθόσον αυτό δεν αποτελεί αντικείμενο της κατ’αίσθηση εποπτείας μας.Με άλλη διατύπωση ,ότι ο δικός μας τρόπος εποπτείας δεν αναφέρεται σε όλα τα είδη των πραγμάτων παρά μονάχα στα αντικείμενα των αισθήσεών μας,άρα ότι η αντικειμενική του εγκυρότητα είναι περιορισμένη.Επομένως δεν μπορούμε παρά μόνο αρνητικά να μιλήσουμε για τα νοούμενα ,διότι δεν έχουμε την κατ’αίσθηση εποπτεία ή τις αντίστοιχες κατηγορίες που απαιτούνται για να αποκτήσουμε θετική γνώση αυτών. «Άρα τα αντικείμενα αυτά δεν είναι δυνατόν να τα αρνηθούμε απόλυτα ,αλλά μην έχοντας μια καθορισμένη έννοιά τους (αφού καμία κατηγορία δεν εφαρμόζεται σε αυτά)δεν μπορούν και να γίνουν δεκτά ως αντικείμενα για τον δικό μας νου[40] Οι άνθρωποι μπορούν να γνωρίσουν τα πράγματα μόνον ως φαινόμενα και όχι όπως αυτά είναι καθαυτά.«Τα φαινόμενα δεν είναι υπαρκτά καθ’αυτά παρά μόνο σε σχέση προς το υποκείμενο εφόσον αυτό είναι προικισμένο με αισθήσεις»[41].Τα φαινόμενα είναι στην πραγματικότητα  το κομμάτι από τα πράγματα καθ’αυτά, το οποίο «εκπέμπει» στις ίδιες συχνότητες με τις εποπτείες και τα νοητικά εργαλεία που διαθέτει η ανθρωπότητα.Τα φαινόμενα είναι το κομμάτι από το «σκοτεινό» κατά τα άλλα πράγμα καθαυτό, το οποίο φωτίζεται από τα νοητικά και εποπτικά μας εργαλεία.Αλλά ακριβώς( και αυτή η παρατήρηση παίζει σημαντικό ρόλο στην παραγωγή) μας λέει ο Καντ ,επειδή τα φαινόμενα είναι ψιλές παραστάσεις της διάνοιάς μας ,υπόκεινται στους νόμους αυτής.
   Θα θέλαμε να σταθούμε τώρα στην εγελιανή κριτική για το πράγμα καθ’ εαυτό ως «καθαρή αφαίρεση».Τι σημαίνει ότι το πράγμα καθ’ αυτό είναι προϊόν της νόησης;Καταρχήν να πούμε ότι είναι προϊόν της διάνοιας.Στην ανάλυση μας θα βασιστούμε σε ένα σημείο της «Διαφοράς των συστημάτων του Φίχτε και Σέλλινγκ» σελ 45.Εκεί αναφέρεται ότι «κάθε Είναι που παράγεται από τη διάνοια είναι προσδιορισμένο(Bestimmt)» ,άρα και τα φαινόμενα του Καντ είναι προσδιορισμένα .Όμως «το προσδιορισμένο έχει κάτι απροσδιόριστο ,τόσο ενώπιόν του όσο και πίσω του».Αυτό σημαίνει λοιπόν ότι ακριβώς επειδή η διάνοια λειτουργεί με προσδιορισμούς ,προϋποθέτει και αφήνει πάντα κάτι απροσδιόριστο.Με αυτήν την έννοια το πράγμα καθ’αυτό είναι προϊόν της διάνοιας ,αλλά είναι προϊόν δια παραλείψεως και για αυτό είναι μια καθαρή αφαίρεση καθώς η διάνοια παραλείπει να του αποδώσει προσδιορισμό.


  
Κριτική αποτίμηση
    «Η τριαδικότητα ,αυτή η παλιά μορφή των πυθαγορίων,των νεοπλατωνικών και του χριστιανισμού ,παράγεται εδώ ξανά ,αν και τελείως εξωτερικά[42]Ο Χέγκελ αξιολογεί θετικά αυτήν την καντιανή καινοτομία και λέει ότι φανερώνει μεγάλο ένστικτο για τις έννοιες ,το να πει κανείς ότι η πρώτη κατηγορία είναι η θετική,η δεύτερη η αρνητική και η τρίτη η σύνθεση αυτών των δύο. «Η τριαδικότητα,η οποία εδώ είναι μόνο ένα σχήμα  ,κρύβει μέσα της την απόλυτη μορφή, την Έννοια…Ο Καντ όμως δεν παράγει αυτές τις κατηγορίες ,τις βρίσκει έτοιμες από την συνηθισμένη λογική,τις λαμβάνει αυτές εμπειρικά και δεν γνωρίζει την αναγκαιότητα αυτών των ίδιων.Δεν σκέπτεται να θέσει την ενότητα και από την ενότητα να εξελίξει(entwickeln) τις διαφορές»[43].
   Η καντιανή κριτική υιοθέτηση των κατηγοριών δεν εισδύει στο περιεχόμενο και στην ακριβή σχέση των κατηγοριών μεταξύ τους αλλά εξετάζονται μόνο ως προς την τυπική αντίθεση υποκειμενικότητας και αντικειμενικότητας.Εντέλει ο Καντ θεωρώντας ως αντικειμενικό το απριόρι(καθολικό και αναγκαίο) οδηγείται στην υποκειμενικοποίηση του αντικειμενικού ,καθώς η καθολικότητα και αντικειμενικότητα περιλαμβάνονται μέσα στο υποκείμενο και απέναντι σε αυτό μένει μόνο το πράγμα καθ’αυτό.[44]Εντέλει οι κατηγορίες είναι εξίσου υποκειμενικές με τις αισθητηριακές εντυπώσεις.Επομένως οι κατηγορίες δεν μπορούν να εκφράσουν το απόλυτο,γιατί αυτό δεν δίνεται στην κατ’αίσθηση αντίληψη.
   Η Καντιανή παραγωγή των κατηγοριών εξέτασε μόνο το αντικειμενικό κύρος των κατηγοριών και όχι τις ίδιες τις κατηγορίες.Άρα έθεσε το θέμα της παραγωγής αλλά εντελώς ανολοκλήρωτα.Άλλωστε και ο ίδιος ο Καντ ομολογεί ότι δεν μπορούμε να ξέρουμε το γιατί η απριόρι ενότητα της καταλήψεως γίνεται μέσω κατηγοριών ,ούτε μπορούμε να εξηγήσουμε τον αριθμό τους ή το είδος τους[45].


6) Υπερβατολογική διαλεκτική

α) διαλεκτική

   Πρώτα απ’ όλα θα πρέπει να δούμε τι καινούργιο έφερε ο Καντ σε σχέση με την διαλεκτική.Παλαιότερα η διαλεκτική είχε συνδεθεί με την σοφιστεία και δεν είχε κανένα κύρος. Ο Καντ αποκατέστησε τη διαλεκτική και γι’ αυτό του ανήκει εξέχουσα θέση στην ιστορία της διαλεκτικής φιλοσοφίας.Η υπερβατολογική φαινομενικότητα δεν είναι αποτέλεσμα σοφισμάτων αλλά οφείλεται στο ότι υπάρχουν στο λόγο μας θεμελιώδεις κανόνες και υποκειμενικά αξιώματα της χρήσεως του ,τα οποία προβάλλουν εντελώς υπό τη μορφή αντικειμενικών αξιωμάτων ,και δια μέσου αυτών συμβαίνει να θεωρείται ως μια αντικειμενική αναγκαιότητα προσδιορισμού των πραγμάτων αυτών καθ’ αυτά η υποκειμενική προς όφελος της νοήσεως αναγκαιότητα μιας ορισμένης συνδέσεως των εννοιών.Η υπερβατολογική Διαλεκτική θα ανακαλύψει την απατηλή φαινομενικότητα των υπερβατικών κρίσεων και θα μας προφυλάξει από την απάτη της.Υπάρχει συνεπώς μια φυσική και αναπόφευκτη Διαλεκτική του καθαρού λόγου.[46]
   Ο Χέγκελ αναγνωρίζει ότι μία από τις σημαντικότερες πλευρές της καντιανής φιλοσοφίας είναι ότι ακριβώς αφαίρεσε την επίφαση αυθαιρεσίας,που έχει σύμφωνα με την συνήθη παράσταση ,και την εξέθεσε ως ένα αναγκαίο ενέργημα του λόγου.Θα δούμε στη συνέχεια όταν θα κάνουμε λόγο για την άρση του Καντ την θέση του καντιανού συστήματος εν γένει μέσα στην διαλεκτική.


β) Λόγος

   Η θεμελιώδης αρχή του λόγου είναι να βρει στην εξαρτημένη από όρους γνώση της νοήσεως το Απόλυτο(Unbedingtes) μέσω του οποίου ολοκληρώνεται η ενότητα αυτής της ίδιας.«Όλη μας η γνώση ξεκινά από τις αισθήσεις ,από αυτές προχωρεί προς τη διάνοια και καταλήγει στο λόγο,πέρα από τον οποίο τίποτε ανώτερο δεν μπορεί να βρεθεί μέσα μας που να επεξεργάζεται το υλικό της εποπτείας και να το υπάγει κάτω από την υπέρτατη ενότητα του νοείν[47]
   Η διάνοια είναι η δυνατότητα(Vermogen) των κανόνων και ο λόγος η δυνατότητα των αρχών(Prinzip).Aν η διάνοια είναι η δύναμη της ενότητας των φαινομένων δια μέσου των κανόνων,ο λογος τότε αποτελεί τη δύναμη της ενότητος των κανόνων της διάνοιας που τελούν κάτω από αρχές.Άρα ο λόγος δεν αναφέρεται στην εμπειρία αλλά στη νόηση,με το σκοπό να προσδώσει στις πολλαπλές γνώσεις της δια εννοιών ενότητα απριόρι,που μπορεί να ονομάζεται ενότητα του λόγου.Στην πραγματικότητα πολλαπλότητα των κανόνων της διάνοιας και ενότητα των αρχών είναι μια αξίωση του λόγου ,με σκοπό να φέρει τη διάνοια σε παντελή συνοχή με τον εαυτό της ,ακριβώς όπως και η διάνοια υπάγει το πολλαπλό της εποπτείας κάτω από έννοιες και κατ’αυτόν τον τρόπο πετυχαίνει τη σύνδεσή της.
   Με τον όρο ιδέα εννοεί «μια αναγκαία έννοια του λόγου ,στην οποία δεν μπορεί να δοθεί στις αισθήσεις κανένα αντικείμενο που να ανταποκρίνεται πλήρως σε αυτήν[48]Ο Καντ την έννοια ιδέα την λαμβάνει απευθείας από τον Πλάτωνα, «στον οποίο αυτές αποτελούσαν αρχέτυπα των πραγμάτων και όχι απλώς κλειδιά για δυνατές εμπειρίες»[49]
   Ο τρόπος που ο Καντ παράγει τις ιδέες είναι δια μέσου των συλλογισμών.Οι έννοιες της διάνοιας δεν περιέχουν τίποτα περισσότερο από την ενότητα της σκέψεως για τα φαινόμενα.Συνεπώς προσφέρουν υλικό για την λογική πράξη του συλλογίζεσθαι.Όταν οι έννοιες αφορούν το Απόλυτο,τότε αφορούν κάτι στο οποίο υπάγεται κάθε εμπειρία ,παρ’ όλο που αυτό το ίδιο δεν είναι ποτέ αντικείμενο της εμπειρίας.Αυτό το Απόλυτο στο οποίο μας οδηγεί ο λόγος με τους συλλογισμούς του από την εμπειρία και σύμφωνα με το οποίο αποτιμά και μετρά το βαθμό της εμπειρικής του χρήσεως ,το ίδιο όμως αυτό το Απόλυτο δεν αποτελεί με κανένα τρόπο μέρος της εμπειρικής συνθέσεως.
   Το Απόλυτο στον Καντ ορίζεται ως αυτό που δεν υπόκειται σε όρους.Ο καθαρός λόγος επαφύει τα πάντα στη διάνοια που πρώτη έρχεται σε άμεση σχέση με τα αντικείμενα της εποπτείας ή μάλλον με τη σύνθεση τους στη φαντασία .Ο καθαρός λόγος κρατεί για τον εαυτό του την απόλυτη ολότητα στην χρήση των εννοιών της νοήσεως και τη συνθετική ενότητα ,η οποία αποτελεί το αντικείμενο της διάνοιας στην Κατηγορία,επιζητεί να την εκφέρει μέχρι το παντελώς Απόλυτο.Είναι η ενότητα του λόγου για τα φαινόμενα κατά αντιστοιχία με την ενότητα της νοήσεως.Ο λόγος τελεί σε άμεση σχέση μόνο προς τη χρήση της νοήσεως και μάλιστα όχι καθόσον αυτή περιέχει το λόγο μιας εμπειρίας αλλά για να προδιαγράψει την κατεύθυνση προς μια ορισμένη ενότητα και η οποία οδηγεί στο να συμπεριλάβει τις πράξεις της διάνοιας σε ένα απόλυτο Όλο  εν σχέσει προς κάθε αντικείμενο.
   Έστω και αν δεν είναι εφικτό να προσδιορίζεται με τις ιδέες κανένα αντικείμενο ,όμως μπορούν κατά βάθος και χωρίς να το παρατηρεί κανείς να χρησιμεύουν στη διάνοια ως κανόνας για μια διευρυμένη και ομοιόμορφη χρήση της.Οι καθαρές έννοιες έχουν να κάνουν με συνθετική ενότητα των παραστάσεων,οι υπερβατολογικές ιδέες όμως με την απόλυτη ενότητα όλων των όρων εν γένει.Όλες οι υπερβατολογικές ιδέες μπορούν να καταταγούν σε τρείς κατηγορίες.Η πρώτη περιέχει την απόλυτη ενότητα του νοούντος υποκειμένου(ψυχολογία) ,η δεύτερη την απόλυτη ενότητα της σειράς των όρων του φαινομένου(κοσμολογία),η τρίτη την απόλυτη ενότητα του όρου όλων των αντικειμένων του Νοείν εν γένει(θεολογία).
   Βέβαια για τις υπερβατολογικές ιδέες δεν είναι δυνατή καμία παραγωγή ,όπως έγινε στις κατηγορίες γιατί αυτές δεν έχουν καμία σχέση προς κάποιο αντικείμενο.Ο λόγος χρειάζεται μόνο εκείνη την απόλυτη ολότητα της συνθέσεως από την πλευρά των όρων ,για να προϋποθέσει την όλη σειρά των όρων και έτσι να την παραδώσει απριόρι στη νόηση.Άπαξ και υπάρχει ένας πλήρης(απόλυτος) δεδομένος όρος ,τότε δεν χρειάζεται πλέον καμία έννοια του λόγου αναφορικά  προς τη συνέχιση της σειράς ,αφού η διάνοια από μόνη προχωρεί βαθμιαία προς τα κάτω ,από τον όρο στο υπό όρον.Κατα αυτόν τον τρόπο οι υπερβατολογικές ιδέες χρησιμεύουν μόνο για το ανιέναι στη σειρά των όρων μέχρι του Απολύτου,δηλ μέχρι τις αρχές.
    «Το αποτέλεσμα της Υπερβατικής διαλεκτικής είναι να δείξει ότι οι ιδέες του καθαρού λόγου μόνο από παρεξήγηση γίνονται διαλεκτικές.Ο καθαρός λόγος δεν ασχολείται στην πραγματικότητα με τίποτε  άλλο παρά με τον εαυτό του  και δεν μπορεί επίσης να έχει κανένα άλλο έργο…Η ενότητα του λόγου είναι η ενότητα του συστήματος ,και η συστηματική αυτή ενότητα χρησιμεύει στον λόγο όχι αντικειμενικά ως μια θεμελιώδης αρχή,για να τον επεκτείνει πάνω στα αντικείμενα ,αλλά υποκειμενικά ως αξίωμα ,για να τον επεκτείνει πάνω σε κάθε δυνατή εμπειρική γνώση των αντικειμένων…προάγει όχι μόνο την διεύρυνση της εμπειρικής χρήσεως αλλά συγχρόνως εγγυάται την ορθότητά της. Η αρχή μιας τέτοιας συστηματικής ενότητας είναι επίσης αντικειμενική αλλά κατά τρόπο ακαθόριστο: όχι ως συστατική αρχή ,για να προσδιορίζει κάτι τι εν αναφορά προς το άμεσο αντικείμενό της ,αλλά –ως κανονιστική απλώς αρχή και αξίωμα- για να προάγει και σταθεροποιεί επ’ άπειρον την εμπειρική χρήση του λόγου με τη διάνοιξη νέων οδών, που η διάνοια δεν γνωρίζει ,χωρίς ποτέ σε αυτό να είναι κατ’ ελάχιστον στους νόμους της εμπειρικής χρήσεως ενάντια[50]
   Κάθε λόγος στην καθαρά θεωρητική του χρήση δεν μπορεί ποτέ με τα στοιχεία αυτά να προχωρήσει πέρα από το πεδίο της δυνατής εμπειρίας και ότι κυριολεκτικός προορισμός της υπέρτατης αυτής γνωστικής δυνάμεως είναι να χρησιμοποιεί μονάχα όλες τις μεθόδους και τις θεμελιώδεις αρχές αυτών ,για να παρακολουθεί την φύση στα ενδότερά της σύμφωνα με όλες τις δυνατές αρχές της ενότητας ,ανάμεσα στις οποίες αυτή των σκοπών είναι η πλέον επιφανής, ποτέ όμως να υπερβαίνει το όριό της, έξω από το οποίο δεν υπάρχει για εμάς τίποτε άλλο εξόν από κενός χώρος.
   Αν από κάτι που γνωρίζουμε συμπεραίνουμε δια συλλογισμών κάτι που δεν γνωρίζουμε και στο οποίο παρ’ όλα αυτά ,εξ’ αιτίας μιας αναπόφευκτης απατηλής φαινομενικότητας ,αποδίδουμε αντικειμενική πραγματικότητα τότε οι συλλογισμοί αυτοί ονομάζονται σοφιζόμενοι. Πρόκειται για σοφιστείες όχι των ανθρώπων αλλά αυτού του καθαρού λόγου από τις οποίες ούτε ο σοφότερος δεν μπορεί να γλιτώσει.  Αν επομένως δεν παραμείνουμε εντός των ασφυκτικών πλαισίων της εμπειρίας μας  όπως μας προτρέπει ο Καντ ,τότε θα οδηγηθούμε αναπόφευκτα σε παραλογισμούς,αντινομίες και σε ιδεώδη του καθαρού λόγου.
   Δεν θα επιχειρήσουμε να περιγράψουμε αυτά τα τρία είδη συλλογισμών αναλυτικά ,γιατί κρίναμε σκόπιμο ,να δώσουμε το περιεχόμενό τους μέσω της εγελιανής κριτικής.



Β.  ΧΕΓΚΕΛ:Ο ΘΕΩΡΗΣΙΑΚΟΣ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΣ

1. Η κριτική της Κριτικής ή αλλιώς η κριτική του Αναλογισμού

   Σε μια εργασία η οποία ασχολείται με την άρση του Καντ από τον Χέγκελ ,έχει μεγάλη σημασία το σημείο εκείνο στο οποίο εφάπτονται οι δύο φιλοσοφίες.Το σημείο εκείνο δηλαδή που όπως προηγούμενως αναφέραμε για την σχέση Χιούμ-Καντ,η σκυτάλη μεταβιβάζεται στον επόμενο θεράποντα της Φιλοσοφίας.Το σημείο αυτό είναι ο λόγος.Παρότι και οι δύο αναγνωρίζουν την αναγκαιότητα του λόγου και με αφετηρία αυτήν, διατυπώνουν 2 εκ διαμέτρου αντίθετες προσεγγίσεις.Την καντιανή την είδαμε μόλις και θα κατανοούσαμε καλύτερα την εγελιανή ,μόνο περνώντας από το μονοπάτι της κριτικής της Κριτικής.Ο νεαρός Χέγκελ πριν προχωρήσει σε μια ολοκληρωμένη θετική έκπτυξη του συστήματός του,πρέπει να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του με την πριν από αυτόν φιλοσοφία.Έτσι προβαίνει σε μία κριτική του αναλογισμού.Αυτό είναι και το σημείο μετάβασης από τον Καντ στον Χέγκελ. Ως μια παράλληλη πορεία με την κριτική του αναλογισμού πρέπει να δούμε και την οικοδόμηση της φιλοσοφίας της ταυτότητας ,η οποία θα αναπτυχθεί αμέσως μετά .
  Η έννοια του αναλογισμού( Reflexion ,ανασκόπηση,αναστοχασμός) είναι λοιπόν κομβικής σημασίας στην εγελιανή φιλοσοφία.O Xέγκελ εκκινεί από τη θέση ότι η φιλοσοφική σκέψη έχει φθάσει σε μια κρίσιμη καμπή.Έχει ολοκληρώσει το αναλογιστικό στάδιο εξέλιξής της,και τείνει να φθάσει στο λόγο και να γίνει απόλυτη ,γνωρίζοντας τον κόσμο ως Ιδέα.Η κριτική στον αναλογισμό είναι το πέρασμα από το τελευταίο σύνορο της διάνοιας ,στη «χώρα» του λόγου . Πρακτικά όπου συναντάται η έννοια του αναλογισμού ,ο Χέγκελ κατά κύριο λόγο συνδιαλέγεται με τον κορυφαίο εκπρόσωπό του, τον Καντ[51].
   Ο αναλογισμός στο έργο του Χέγκελ συναντάται συχνά με θετική και συχνά με αρνητική σημασία.Βεβαίως πρόκειται για τον ίδιο πάντα αναλογισμό της διάνοιας ,που όταν ερμηνεύεται από τη σκοπιά υπέρβασης της εμπειρίας είναι πρόοδος και όταν ερμηνεύεται από την σκοπιά της προοπτικής ανύψωσης στον λόγο είναι οπισθοδρόμηση  .Άλλωστε δεν πρέπει να ξεχνάμε την θεμελιακή εγελιανή σκέψη ότι η «…διαφορετικότητα των φιλοσοφικών συστημάτων είναι η προοδευτική ανάπτυξη της αλήθειας…»[52]
   Η ιστορική εξέλιξη του αναλογισμού είναι η εξής: «Είναι η αναδίπλωση του παραδειγματικού υποκειμένου της επιστημονικής  γνώσης στον εαυτό του.Είναι η χαρακτηριστική τάση της νεωτερικής φιλοσοφίας που εγκαινιάζεται με τον Ντεκαρτ και τον βρετανικό εμπειρισμό…Το ζητούμενο για τον αναστοχασμό(Reflexion) είναι να μελετήσει το γνωστικό Εγώ ,τη δική του κατάσταση ,να «σκεφτεί τις σκέψεις του»,να ξεκαθαρίσει το εσωτερικό τοπίο από τα συγκεχυμένα περιεχόμενα και να ρυθμίσει τη λειτουργία του με βάση αυστηρούς λογικούς κανόνες.Έτσι θα γνωρίσει πως λειτουργεί η ανθρώπινη διάνοια και τα ενδεχόμενα όριά της. Η αναστοχαστικότητα λοιπόν είναι άσκηση ριζικής κριτική ικανότητας που απελευθερώνει τη συνείδηση από την εξωτερική ,υπερβατική αυθεντία και τη μαθαίνει να στηρίζεται μονάχα στις έμφυτες δυνάμεις της,αντιληπτικές και λογικές».[53]
   Ο αναλογισμός βλέπει τη διάνοια κατέναντι του αντικειμένου,αναλογίζεται πάνω στο αντικείμενο και έτσι μόνο αποκτά «την αξία του Πράγματος(Sache)»[54].Μόνο με τη μεσολάβηση φθάνει στη συνείδηση η αληθινή φύση του αντικειμένου.Όμως ακριβώς αυτή η αντίθεση υποκειμένου-αντικειμένου μετατρέπει τις γνώσεις μας σε κάτι πεπερασμένο και ασύμμετρο με την αλήθεια.Η διάνοια που μέχρι τώρα διαδραμάτιζε έναν προοδευτικό ρόλο ,αναδεικνύεται μαζί με τις κατηγορίες της ως πεπερασμένη. «Οι κατηγορίες είναι μόνο υποκειμενικές και έχουν έμμονη αντίθεση με το αντικειμενικό …βρίσκονται σε αντίθεση η μία από την άλλη και ακόμα περισσότερο με το Απόλυτο.»[55]Στη θεωρησιακή φιλοσοφία η έννοια της αλήθειας ,που παραδοσιακά σήμαινε την συμφωνία μιας έννοιας με το αντικείμενό της, μεταβάλλεται και σημαίνει την συμφωνία ενός περιεχομένου με τον εαυτό του.
   Στην εισαγωγή της επιστήμης της Λογικής[56] ο Χέγκελ μας προσφέρει ένα κλασσικό κατά την γνώμη μας απόσπασμα στο οποίο προβαίνει στην άρση του καντιανού αναλογισμού. Η μέθοδος που εδώ χρησιμοποιείται επιβεβαιώνει με τον πλέον εμφατικό τρόπο αυτό που πολύ εύστοχα κατέδειξε και ο Ιλιένκοφ.[57] Πρώτα κάνει μια σύντομη αναφορά στο βασικό χαρακτηριστικό του αναλογισμού, «ότι συνίσταται στο να βγαίνεις έξω από το συγκεκριμένο άμεσο και να το ορίζεις και να το διαχωρίζεις».Αλλά ο ίδιος ο αναλογισμός «πρέπει να βγαίνει εξίσου έξω από αυτούς τους διαχωριστικούς προσδιορισμούς του, και ευθύς να τους σχετίζει.».Έτσι όμως διαπιστώνει ότι οι προσδιορισμοί(κατηγορίες) συγκρούονται με τον εαυτό τους και πέφτουν σε «αντινομίες» και «παραλογισμούς». «ο αναλογιστικός αυτός σχετισμός ανήκει αυτός τούτος στο λόγο»[58].Δηλαδή αντί ο Καντ να πει ότι ο οι αντινομίες είναι πρόβλημα της πεπερασμένης διάνοιας,ισχυρίζεται ότι φταίει αυτός που ανακάλυψε το πρόβλημα,δηλ. ο λόγος.Από την άλλη η αναγωγή υπεράνω αυτών των προσδιορισμών ,που φθάνει μέχρι να διαγνώσει την σύγκρουσή τους ,είναι το μεγάλο αρνητικό βήμα προς την αληθινή έννοια του λόγου και η φιλοσοφία το οφείλει στον Καντ[59].Στον Χέγκελ οι έννοιες δεν είναι κάτι στατικό αλλά είναι ζωντανές,έτσι ο αναλογισμός όταν «σχετίζεται με το απόλυτο είναι Λόγος και η ενέργειά του συνεκτική γνώση.Μέσω αυτής της σχέσης όμως χάνεται το έργο του και μένει μόνον η σχέση,η οποία μάλιστα είναι η μόνη πραγματικότητα της γνώσης.Δεν υπάρχει επομένως καμία αλήθεια του αναστοχασμού παρά μόνο η αλήθεια της καταστροφής του.»[60] «Ο αναστοχασμός υφίσταται,όπως και τα πάντα εξάλλου,μόνο μέσα στο απόλυτο,ενώ ως αναστοχασμός αντιτίθεται στο απόλυτο. Προκειμένου να υπάρξει,επομένως ,πρέπει να ακολουθήσει τον νόμο της αυτοκαταστροφής του»[61].Αυτός λοιπόν είναι ο «άχαρος» ρόλος του αναλογισμού ,να διαπιστώνει ως λόγος το πεπερασμένο των κατηγοριών αλλά όντας προσκολλημένος στο επίπεδο της διάνοιας να μην ανυψώνεται εντέλει σε λόγο και έτσι το έργο του «στην αντίθεσή του με το απόλυτο ,είναι Μηδέν[62] «Απέναντι στο συναίσθημα της εσωτερικής κενότητας και στον ανομολόγητο φόβο ,από τον οποίο μαστίζεται κάθε πνευματική στενότητα ,η διάνοια αναζητεί τη σωτηρία της σε μια επίφαση(schein) Λόγου,με την οποία επικαλύπτει τις ιδιαιτερότητές της.»  [63]
   Στην εγκυκλοπαίδεια ο Χέγκελ επισημαίνει ότι «η σκέψη ότι η αντίφαση που εγκαθιδρύεται μέσα στην περιοχή της λογικής ικανότητας(έτσι μεταφράζει ο Τζαβάρας τον λόγο,Vernunft) μέσω των κατηγοριών είναι ουσιώδης και αναγκαία,πρέπει να θεωρηθεί από τα πιο σημαντικά και βαθυστόχαστα βήματα προόδου της νεότερης Φιλοσοφίας».Όμως ο Καντ επέδειξε μια αδικαιολόγητη «τρυφερότητα» για τον αισθητό κόσμο με αποτέλεσμα το ελάττωμα της αντίφασης να το φέρει ο σκεπτόμενος λόγος.Έτσι αγνοεί ότι ακριβώς αυτή η αντίφαση[64] «είναι ίσα ίσα η άνοδος του λόγου υπεράνω των προσδιορισμών της διάνοιας και η διάλυσή τους».Αντί η γνώση να φθάσει στον Λόγο με ένα θετικό τρόπο ,αυτή υπό τη δαμόκλειο σπάθη των αντινομιών ,αναδιπλώθηκε στην αισθητή ύπαρξη επιζητώντας μια συμβιβασμένη σταθερότητα.Ο Καντ επομένως, στην διαίρεση της Λογικής που πραγματοποιείται στην Εγκυκλοπαίδεια, διάνοια,διαλεκτικό στάδιο και θεωρησιακό στάδιο, εντάσσεται  στο δεύτερο στάδιο το διαλεκτικό καθώς είναι ο πρώτος που ξεπερνώντας τον αναλογισμό «παρουσιάζει τον εμμενή και μονόπλευρο χαρακτήρα των κατηγοριών της διάνοιας»[65]Γι’αυτό είναι τόσο σημαντικός στην ιστορία της διαλεκτικής φιλοσοφίας[66].Όμως δεν φθάνει σε μία θετική λύση των αντινομιών και γι’αυτό δεν καταφέρνει να αρθεί στο θεωρησιακό στάδιο,στον θετικό Λόγο.[67] Αντίθετα αυτό που έκανε είναι να κοιτάξει πίσω από την λογική στην ασυνείδητη ενατένιση της αισθητηριακής εποπτείας και αντίληψης ,δηλ στις κατώτερες μορφές συνείδησης (σε σχέση με την εννοιακή σκέψη) ,όπου όντως δεν υπάρχει αντίφαση ,για τον απλούστατο λόγο ότι δεν έχει ακόμα ανακαλυφθεί και εκφραστεί με σαφήνεια.[68]
   Στην πραγματικότητα η καντιανή λογική ομολογεί την ανεπάρκειά της ,καθώς λέει ότι μας προσφέρει ένα ορθό όργανο γνώσης σε μια σφαίρα φαινομένων ,η οποία εξ’ορισμού δεν είναι παρά υποκειμενικά ορθή.Το πράγμα καθαυτό παραμένει αδιάγνωστο.



2. η φιλοσοφία της ταυτότητας και το Απόλυτο ως υποκείμενο

   Η φιλοσοφίας της ταυτότητας ή αλλιώς θεωρησιακός(Spekulativ) ιδεαλισμός είναι απότοκο της καντιανής φιλοσοφίας, με άλλα λόγια δεν θα υπήρχε χωρίς τον Καντ.Ο Καντ ήταν αυτός που έφερε τον λόγο στο προσκήνιο και ήταν αυτός επίσης που τον απαξίωσε αποδίδοντάς του χαρακτηριστικά της διάνοιας.Όμως η ίδια η πραγματικότητα είχε ξεπεράσει τον καντιανό δυϊσμό και αναζητούσε τη μία και μοναδική αλήθεια και δεν αρκούνταν στις καντιανές διαβεβαιώσεις περί αναγκαίας πλάνης του λόγου όταν ασχολείται με πράγματα που υπερβαίνουν την εμπειρία.Εκείνη την περίοδο οικοδομούνταν ο νέος κόσμος και το πρώτο οικοδομικό υλικό ήταν η Αλήθεια.
   Σε αυτό το κοινωνικό πλαίσιο ο Φίχτε,ο Σέλλινγκ και ο Χέγκελ εισηγήθηκαν τα μονιστικά τους συστήματα.Οι δύο τελευταίοι ανέπτυξαν από κοινού (όντες και φίλοι) την θεωρία τους για την ταυτότητα με κομβικό σημείο την έλευση του Χέγκελ στην Ιένα ύστερα από προτροπή του φίλου του.Παρότι στην αρχή ο Χέγκελ(1770-1831) βρισκόταν υπό την σκιάν του κατά πέντε χρόνια νεότερου(1775-1854) αλλά προικισμένου με σπάνια ιδιοφυία Σέλλινγκ ,σταδιακά άρχισε να ξεχωρίζει.Η σχέση τους δεν μακροημέρευσε και ο μεγάλος κλονισμός επήλθε με την έκδοση της φαινομενολογίας(1806),όπου ο Χέγκελ στον Πρόλογο, χαρακτηρίζει, χωρίς να ονοματίζει, με καυστικότητα το σύστημα του Σέλλινγκ για την α-διαφορία μέσα στο Απόλυτο ως «τη νύχτα που καθώς λένε ,όλες οι αγελάδες είναι μαύρες».Πάντως όπως βάσιμα υποστηρίζεται ο Χέγκελ των νεανικών κειμένων τηρεί μία διακριτική απόσταση από τον Σέλλινγκ σε ορισμένες τουλάχιστον εκφάνσεις της θεωρίας της ταυτότητας.
   Στα νεανικά του έργα ο Χέγκελ δεν είναι σε θέση να μας δώσει ένα ολοκληρωμένο σύστημα της φιλοσοφίας του.Αυτό που κάνει είναι να εξαγγέλλει διακηρυκτικά το βασικό του σκοπό,ξεκαθαρίζοντας συνάμα τους λογαριασμούς του με το παρελθόν και παρέχοντας μας διάσπαρτα περίφημες σκέψεις,οι οποίες αν και μη συστηματικές είναι πολύ χρήσιμες εκτός των άλλων για την κατανόηση του μετέπειτα συστηματοποιημένου έργου του.Αξιοποιώντας την άποψη του Χέγκελ για τους προλόγους ,θα λέγαμε ότι όλα τα έργα μέχρι και πριν την Φαινομενολογία(1806) είναι ένας εκτεταμένος πρόλογος για το ώριμο σύστημά του.
Παραθέτουμε 2 αποσπάσματα από τη «Διαφορά» για να δείξουμε τι έβλεπε ως καθήκον της φιλοσοφίας του.
«Στην άπειρη δραστηριότητα του γίγνεσθαι και του παράγειν ο Λόγος έχει συνενώσει αυτό που ήταν διαχωρισμένο και έχει υποβαθμίσει τον απόλυτο διχασμό στο επίπεδο ενός σχετικού διχασμού ,καθορισμένου από την πρωταρχική(ursprunglich.,αρχέγονη) ταυτότητα[69]
«Στόχος της αναζήτησής μας είναι το Απόλυτο.Ο Λόγος το παράγει μονάχα καθώς απελευθερώνει την συνείδησή μας από τους περιορισμούς…Η φιλοσοφία έχει να θέσει το Είναι στο μη Είναι ως γίγνεσθαι ,τον διχασμό μέσα στο απόλυτο ως φανέρωση του τελευταίου και το περατό μέσα στο άπειρο ως ζωή[70]
   Όμως και αφότου ο Χέγκελ έθεσε ως στόχο το Απόλυτο έπρεπε να βρεί και έναν τρόπο για να το ανακαλύψει.Αν έμενε πιστός στην μέχρις αυτόν δεδομένη μέθοδο πρόσκτησης της αλήθειας ,θα κατασκεύαζε με την σειρά του ένα κλειστό σύστημα στο οποίο ,θα αντιπαρέθετε την δική του φιλοσοφία σε όλες τις άλλες.Τότε όμως άθελά του θα επιβεβαίωνε τον Καντ όσον αφορά τις άλυτες διαφωνίες των φιλοσοφικών σχολών ,γιατί τί παραπάνω εχέγγυα αληθείας προσφέρει ένα σύστημα που απλώς διαβεβαιώνει (όπως και κάθε σύστημα άλλωστε) ότι είναι αληθινό;Θα έμενε με άλλα λόγια στο επίπεδο της διάνοιας ακόμα και αν μιλούσε για το απόλυτο. Η συνειδητοποίηση αυτού του αδιεξόδου πιστώνεται στον Καντ.Ο επόμενος μεγάλος στοχαστής λοιπόν δεν μπορεί να είναι άλλος ,από εκείνον που θα βρει τον τρόπο να αρθεί αποτελεσματικά σε ένα ανώτερο επίπεδο από εκείνο που βρίσκονται οι αιώνιες διενέξεις των σχολών και βασική προϋπόθεση για να το πετύχει κανείς αυτό είναι να ανέλθει στην Φιλοσοφία.Με βάση την εγελιανή άποψη περί μίας Φιλοσοφίας, όλες οι προηγούμενες φιλοσοφίες δεν είναι διανοητικά  «παραδείγματα»,σκαριφήματα που ανάλογα με την εκάστοτε φιλοσοφική περιρρέουσα ατμόσφαιρα επικρατούν.Πόσο μάλλον δεν είναι μια αυθαίρετη μόδα που αντιστοιχεί στις ορέξεις της κάθε εποχής.Αντίθετα είναι μια σκυταλοδρομία σε ανηφορικό δρόμο ,με το ένα σύστημα να διαδέχεται το άλλο σκαρφαλώνοντας με κόπο προς το Απόλυτο,προς το αληθές.Βέβαια η σειρά των δρομέων δεν είναι τυχαία αλλά αντιστοιχεί στο πνευματικό επίπεδο ανάπτυξης που έχει φθάσει η ανθρωπότητα στον εκάστοτε κοσμοϊστορικό λαό ,που λαμβάνει τον ρόλο της ατμομηχανής της παγκόσμιας ιστορίας.Συνεπώς ο Χέγκελ ενσωματώνει τα κορυφαία κεκτημένα όλης της προηγούμενης φιλοσοφίας και για του λόγου το αληθές παραθέτουμε ένα απόσπασμα από το «Ποίημα» του Παρμενίδη που θυμίζει την θεωρία της ταυτότητας, «γρ ατ νοεν στίν τε κα εναι ,το Νοείν και το Είναι ταυτίζονται[71]
   Αλλά εάν ο Χέγκελ προέβαινε στην σύλληψη της Φιλοσοφίας ως σταδιακά οικοδομούμενης αλήθειας με εξωτερικό τρόπο τότε δεν θα σημείωνε μεγάλη πρόοδο.Έπρεπε να βρεί έναν τρόπο όπου στο έργο του θα μιλάει η ίδια η αλήθεια ,σαν ένας ζωντανός οργανισμός που σταδιακά ωριμάζει.Έτσι μετέτρεψε το αληθές σε υποκείμενο,σε αυτοκινούμενο οργανισμό που δεν χρειάζεται εξωτερική επέμβαση.
   Μία από τις πιο γνωστές φράσεις του Χέγκελ είναι η ακόλουθη: «να συλλαμβάνουμε και να εκφράζουμε το αληθές όχι ως υπόσταση[72](Substantia) αλλά ως υποκείμενο»[73].Βεβαίως πρόκειται για ένα υποκείμενο υποστασιακό και όχι το σταθερό ,νεκρό υποκείμενο της κρίσης.To υποκείμενο αυτό είναι η διαμεσολάβηση ανάμεσα στην γνώση και το Είναι.Θα επιχειρήσουμε τώρα να παρουσιάσουμε επεξηγώντάς το, ένα ακόμα απόσπασμα το οποίο είναι η εν συντομία ιστοριογραφική απεικόνιση της ζωής του Υποκειμένου:
   Αρχικά υπάρχει μία καταγωγική(ursprunglich),απλή ενότητα Είναι και Έννοιας .Η ενότητα αυτή βρίσκεται στον Θεό,που είναι κάτι άμεσο(δηλ. μη διαμεσολαβημένο από το γνωρίζειν),καθολικό.Η ενότητα αυτή όμως θα αποδειχθεί αληθής μόνο στο τέλος  του κύκλου ή αλλιώς στο συμπέρασμα.Αυτό εξηγείται με το ότι η έναρξη είναι ο σκοπός ,είναι ένα τελεολογικό πράττειν .Η ενότητα αρνείται(1η άρνηση)  τον εαυτό της και αναδιπλασιάζεται σε Είναι και Έννοια,με άλλα λόγια το άμεσο διαμεσολαβείται.Η διαμεσολάβηση είναι η εργασία του αρνητικού ,όπου αρνητικό είναι το Εγώ που επιστρέφει στον εαυτό του[74].Αυτά μεταξύ τους βρίσκονται σε μία αδιαφορία(με την έννοια του Gleichgultigkeit) και στη συνέχεια ο αναλογισμός(όπως τον προσδιορίσαμε προηγουμένως) έρχεται και διαπιστώνοντας την αντίθεση Υ-Α ,προβαίνει ανερχόμενος βεβαίως στο επίπεδο του Λογου(και διαλυόμενος σε αυτό) σε μία απόλυτη ενότητα(2η άρνηση),σε μία εξίσου απλή αμεσότητα ,σε μια αυτοσυνείδητη ελευθερία.Έτσι κλείνει ο κύκλος από εκεί που ξεκίνησε ,αλλά το αποτέλεσμα της άρνησης της άρνησης είναι πλέον η συνειδητή απόλυτη ταυτότητα ή αλλιώς το αληθές ως Όλον πλέον. Το αποτέλεσμα είναι ίσο με την αφετηρία, είναι η επιστροφή του εαυτού στον εαυτό διαμέσου του εκπτυγμένου γίγνεσθαι. Εξού και ο χωρισμός της φιλοσοφίας σε Λογική(επιστήμη της ιδέας καθ’εαυτήν και δια εαυτήν),Φιλοσοφία της φύσης(επιστήμη της ιδέας μέσα στην ετερότητά της) και Φιλοσοφία του πνεύματος (επιστήμη της ιδέας που από την ετερότητά της επανέρχεται στον εαυτό της)
   Ο Χέγκελ βλέπει το Απόλυτο ως πνεύμα,μια έννοια που την δανείζεται από την θρησκεία .Το πνεύμα τώρα, το οποίο έτσι ανεπτυγμένο γνωρίζει για τον εαυτό του ότι είναι πνεύμα, είναι η επιστήμη.



3. Η λογική ως επιστήμη

   Μία από τις εμβληματικές φράσεις στο έργο του Χέγκελ βρίσκεται στον πρόλογο της Φαινομενολογίας. Ο φιλόσοφος θέτει αξιωματικά(καθώς είναι πρόλογος) την πρόταση ότι «η αληθής μορφή ,με την οποία υπάρχει η αλήθεια ,δεν μπορεί παρά να είναι μόνο το επιστημονικό σύστημα αυτής της αλήθειας».Έφθασε η χρονική στιγμή και στο πρόσωπο του Χέγκελ με τα υποκειμενικά χαρακτηριστικά του ,θα εκφραστεί με καθολικό τρόπο η ανάγκη να υψωθεί η φιλοσοφία σε επιστήμη. Ανώτατος και τελικός σκοπός αυτής της επιστήμης είναι να επιφέρει την συμφιλίωση του αυτοσυνείδητου λόγου με τον υπαρκτό λόγο[75], «της νόησης καθαυτής, που αποτελεί το αντικείμενο μελέτης της λογικής και της νόησης για τον εαυτό της ,δηλ. της νόησης ,που έχει συνειδητοποιήσει ήδη τα σχήματα, τις αρχές και τους νόμους της δικής της εργασίας και εργάζεται ενσυνείδητα ,σύμφωνα με αυτά ,έχοντας πλήρη και σαφή επίγνωση για το τι κάνει και πως το κάνει[76]
   Στο μέρος αυτό θα καταδείξουμε τον τρόπο πραγμάτευσης των 2 στοιχείων(του περιεχομένου και της μεθόδου) ,ο οποίος αποτελεί το εχέγγυο της επιστημονικότητας.Στο σύστημα του Χέγκελ τα δύο αυτά στοιχεία διαπλέκονται σε μία εσωτερική ενότητα μέσα στο απόλυτο.Η εσωτερική ενότητα εξασφαλίζεται με τη σύλληψη του Απολύτου ως υποκειμένου.
   Η αλήθεια έγκειται σε αυτή την επιστημονικότητα ή με άλλη διατύπωση η αλήθεια έχει το στοιχείο της ύπαρξής της μόνο στην έννοια.Μία σύνοψη της όλης πορείας προς την επιστήμη της φιλοσοφίας μας δίνει η ακόλουθη φράση παρμένη από την «Επιστήμη της Λογικής»[77] «η νοητική κίνηση ,που μες στην απλότητά της προικίζεται με τον καθορισμό(Bestimmheit) της και μες στον καθορισμό της με την ομοιότητά της προς εαυτήν ,και συνεπώς είναι η εμμενής(εσωτερική) ανάπτυξη της έννοιας ,αποτελεί την απόλυτη μέθοδο του γνωρίζειν και συνάμα την εμμενή ψυχή του ίδιου του περιεχομένου».Ας δούμε τώρα μια άλλη διατύπωση που λέει ακριβώς το ίδιο πράγμα παρμένη από την Φαινομενολογία αυτή τη φορά. «Ο στοχασμός,αντί να κάνει κατά τη μετάβαση από το υποκείμενο στο κατηγορούμενο περαιτέρω πρόοδο,αισθάνεται μάλλον αναχαιτισμένος,αφού το υποκείμενο θεωρείται χαμένο,και ριγμένο πίσω στη σκέψη του υποκειμένου,επειδή αισθάνεται την απουσία του ,ή βρίσκει –καθόσον το ίδιο το κατηγορούμενο έχει εκδηλωθεί ως υποκείμενο ,ως το Είναι ,ως η Ουσία εξαντλεί τη φύση του υποκειμένου-επίσης άμεσα το υποκείμενο μέσα στο κατηγορούμενο[78]
   Οι δύο αυτές φράσεις στην πραγματικότητα εκφράζουν την ίδια ακριβώς διαλεκτική κίνηση ,το στοιχείο της οποίας είναι η καθαρή έννοια.Αυτή έχει ένα περιεχόμενο ,το οποίο στον ίδιο του τον εαυτό είναι πέρα για πέρα υποκείμενο.Η πρόταση οφείλει να εκφράζει το αληθές και το αληθές είναι πάντοτε υποκείμενο.Αυτό είναι η διαλεκτική κίνηση,που γεννιέται αφ’εαυτού ,χωρεί εκείθεν του εαυτού του και επιστρέφει σε αυτόν.
  Ήδη στα προηγούμενα αποσπάσματα έχει εισαχθεί μία νέα ερμηνεία της Έννοιας.Θα ήταν λοιπόν χρήσιμο πριν διεισδύσουμε περαιτέρω στο σύστημά του Χέγκελ,να παρουσιάσουμε συνοπτικά την έννοια της Έννοιας :
   Έννοια: Η εγελιανή Έννοια θα γίνει περισσότερο κατανοητή αν την αντιπαραβάλλουμε με αυτό που παραδοσιακά θεωρούνταν έννοια «Έννοια είναι η καθολική παράσταση περιλαμβάνουσα τα κύρια γνωρίσματα ενός ή πλειόνων αντικειμένων,δι’ών εκφράζεται η ουσία αυτών…ψυχολογικώς εξεταζόμενη εκάστη έννοια είναι προϊόν παραστάσεων ,ήτοι εικόνων των επιμέρους αντικειμένων.Οι παραστάσεις αυτές δημιουργούνται πρώτα στην συνείδησή μας,δια της προσοχής δε τα ουσιώδη τούτων γνωρίσματα ενώνονται σε μία φαντασία,την καθολική παράσταση…τα επουσιώδη είναι αυτά χωρίς τα οποία δύναται να νοηθεί η έννοια»[79]. «κατηγορίες λέγονται οι γενικότατες περί των όντων αποφάνσεις,ήτοι τα ανώτερα γένη των εννοιών»[80]. Οι έννοιες της τυπικής λογικής είναι απλώς και μόνο αφηρημένες παραστάσεις ,αφαιρέσεις που αντλούν από την έννοια μόνο το στάδιο της αφηρημένης «γενικότητας»(Allgemeinheit) και αποβάλλουν τη μερικότητα και την ατομικότητα. Σε αυτά τα στεγανά ήταν σε γενικές γραμμές κλεισμένη η λογική ,μέχρι τον Χέγκελ.Ακόμα και ο Καντ δεν μπόρεσε να τα υπερβεί και οι κατηγορίες του παρότι απριόρι αναφέρονται στα αντικείμενα και άρα δεν είναι κενές περιεχομένου,αυτές καθαυτές είναι δανεισμένες από την τυπική λογική και ενσωματώνουν μόνο την στιγμή της αφηρημένης γενικότητας και άρα δεν διαφέρουν από τον ορισμό του Βορέα.Η Λογική της έννοιας θεωρείται μόνο ως μορφική επιστήμη και την ενδιαφέρει η μορφή σαν τέτοια της έννοιας,της κρίσης και του συλλογισμού ,και ότι δεν την ενδιαφέρει διόλου αν κάτι είναι αληθινό,γιατί αυτό το ερώτημα υποτίθεται ότι εξαρτάται από το περιεχόμενο.
   Η έννοια στον Χέγκελ περιέχει τρία στάδια:α)τη γενικότητα(Allgemeinheit,καθολικότητα) β)την μερικότητα(Besonderheit) και γ)την ατομικότητα. Η εμμενής τώρα διάκριση των τριών σταδίων της έννοιας και ο προσδιορισμός της θα παρουσιαστούν μέσα στην κρίση, γιατί το να κρίνει κανείς θα πει να προσδιορίζει την έννοια.
    «Η έννοια είναι το ελεύθερο ,η δια εαυτήν υπάρχουσα εξουσία της υπόστασης.Είναι ολότητα ,μέσα στην οποία καθένα από τα στάδια είναι το όλο που είναι η έννοια,και έχει τεθεί ως αδιαχώριστη ενότητα με αυτό…η ατομικότητα ,το υποκείμενο είναι η έννοια που έχει τεθεί ως ολότητα»[81].Με την εισαγωγή περιεχομένου στη λογική θεώρηση ,αντικείμενο δεν γίνονται βεβαίως τα πράγματα,αλλά το Πράγμα(Sache),η έννοια των πραγμάτων. «Έτσι η λογική συμπίπτει με την Μεταφυσική ,η οποία συλλαμβάνει τα πράγματα μέσα σε σκέψεις ,οι οποίες θεωρείται ότι εκφράζουν την ουσία των πραγμάτων…αν η σκέψη προσπαθεί να φτιάξει μια έννοια των πραγμάτων ,αυτή η έννοια(μαζί και οι πιο άμεσες μορφές της ,η κρίση και ο συλλογισμός)δεν μπορεί να αποτελείται από όρους και σχέσεις,που είναι ξένες και εξωτερικές προς τα πράγματα.».[82]Η σχέση των μορφών της τυπικής λογικής με εκείνων της παλιάς οντολογίας πρέπει να αποκαλυφθεί μέσα στην ίδια την Λογική.
   Σε αντίθεση με τον Καντ που κατηγορείται για ψυχολογισμό οι κατηγορίες στον Χέγκελ δεν βρίσκονται στο ατομικό Εγώ αλλά στο αφηρημένο.Στην μεμονωμένη συνείδηση βρίσκονται μόνο καθ’ αυτές ,ως δυνατότητες αλλά αποκαλύπτονται μόνο μέσω της ιστορικά αναπτυσσόμενης επιστημονικής και ηθικής τελειοποίησης του ανθρώπινου γένους ,γιατί μόνο σε αυτό η νόηση γίνεται δια εαυτή.Είναι οι βαθμιαία διαγραφόμενες στη συνολική επιστημονική συνείδηση της ανθρωπότητας καθολικές μορφές της εμφάνισης οποιουδήποτε αντικειμένου στη νόηση.[83] «Στην φιλοσοφική πραγμάτευση της διαίρεσης πρέπει η ίδια η έννοια να αναδεικνύεται ως περιέχουσα την καταγωγή των προσδιορισμών[84]
   Σε σχέση με το Είναι ,το οποίο χαρακτηρίζεται από μετάβαση σε κάτι άλλο και την ουσία που χαρακτηρίζεται από εμφάνιση μέσα σε κάτι άλλο, η έννοια αυτοαναπτύσσεται και άρα δεν γίνεται άλλο από τον εαυτό της.
   Για μια επαρκή όμως πρόσληψη της Έννοιας στον Χέγκελ δεν πρέπει να παραλείψουμε και τις θεολογικές αφετηρίες του. Ο Γ.Τζαβάρας παραθέτει το εξής απόσπασμα που προέρχεται από κάποια προφορική παράδοση του Χέγκελ «Η έννοια ,είναι το αληθινό Πρώτο,και τα πράγματα είναι αυτό που είναι ,μέσω της ενέργειας της μέσα τους διαμένουσας και αποκαλυπτόμενης έννοιας.Μέσα στη θρησκευτική μας συνείδηση αυτό εκφράζεται ,όταν λέμε ότι ο θεός δημιούργησε τον κόσμο από το μηδέν ,ή με άλλη διατύπωση ,ότι ο κόσμος και τα πεπερασμένα πράγματα προέκυψαν από την πληρότητα των θεϊκών σκέψεων και των θεϊκών αποφάσεων….είναι η ελεύθερη δημιουργική ενέργεια»
    Σε αντίθεση με την τυπική λογική ,που δεν αναγνώριζε στην λογική κανένα περιεχόμενο,παρά μόνο την έβλεπε ως διδασκαλία περί των κανόνων της νόησης,ο Χέγκελ υποστηρίζει ότι ακριβώς αυτό είναι το περιεχόμενό της,οι κανόνες της νόησης.Μάλιστα «σε σχέση με αυτό εισήγαγε μία από τις σπουδαιότερες διακρίσεις ανάμεσα στην νόηση καθ’αυτή(an sich) ,που αποτελεί το αντικείμενο μελέτης της λογικής και της νόησης για τον ευατό της (fur sich), δηλ. της νόησης ,που έχει συνειδητοποιήσει ήδη τα σχήματα,τις αρχές ,μορφές και τους νόμους της δικής της εργασίας και εργάζεται ενσυνείδητα ,σύμφωνα με  αυτά ,έχοντας πλήρη και σαφή επίγνωση για το τι κάνει και πως το κάνει.»[85]Πρέπει λοιπόν να καταστεί σαφές(ούτως ώστε να αποφευχθούν οιεσδήποτε κατηγορίες ενάντια στον Χέγκελ,ότι επεξέτεινε υπερβολικά το αντικείμενο της λογικής),ότι η λογική του Χέγκελ έχει ως υλικό όχι τα ίδια τα αντικείμενα αλλά τις έννοιες τους.
   Στο καθαρό επίσταμαι διαλύεται πλήρως ο χωρισμός του αντικειμένου από την βεβαιότητα του εαυτού του ,η αλήθεια εξομοιώνεται με αυτήν την βεβαιότητα και αυτή η βεβαιότητα με την αλήθεια. Η καθαρή επιστήμη προϋποθέτει την αποδέσμευση από την συνειδησιακή αντίθεση .
   Η αντικειμενική νόηση αποτελεί το υποκείμενο της καθαρής επιστήμης.Η καθαρή επιστήμη είναι τόσο λίγο τυπική(μορφική,formell) που μονάχα το περιεχόμενό της είναι το απόλυτο αληθές,ήτοι αν ήθελε κανείς να χρησιμοποιήσει την λέξη ύλη(που ανήκει στον αναλογισμό) ,θα έπρεπε να πει αληθινή ύλη,μια ύλη λοιπόν που η μορφή της(και αυτή ανήκει στον αναλογισμό) είναι απόλυτη ,άρα κάτι εσωτερικό .Η ύλη είναι καθαρή σκέψη,η αντίθεση πράγματος-σκέψης, περιεχομένου-μορφής, εμπειρίας-κατηγοριών, έχει στο επίπεδο του απολύτου, της καθαρής σκέψης, του Λόγου εκλείψει.Με μια ακόμα διατύπωση , στην λογική δεν έχουμε να κάνουμε με κάτι που υπόκειται δια εαυτό(fur sich) εκτός νόησης, με μορφές που θεωρούμε ότι προσφέρουν ψιλά γνωρίσματα της αλήθειας. Η αντίληψη αυτή του Χέγκελ δεν πρέπει να ξεχνάμε , ότι έχει και θεολογικές αφετηρίες και προεκτάσεις(όπως άλλωστε το ομολογεί και ο ίδιος),τις οποίες χρήσιμο είναι να ανιχνεύουμε, αν θέλουμε μια ολοκληρωμένη πρόσληψή του.Συγκεκριμένα ο Χέγκελ λέει ότι η αρχέγονη ταυτότητα υποκειμένου-αντικειμένου «είναι η έκθεση του θεού,όπως υπάρχει στην αιώνια ουσία του και πριν πλασθούν η φύση και ένας πεπερασμένος νους(Geistes,αλλιώς πνεύμα)»[86]
   «Στο περιεχόμενό της(της λογικής) δεν ανήκει μόνο η υπόδειξη της επιστημονικής μεθόδου αλλά και η ίδια η έννοια της επιστήμης εν γένει» .Ομοίως εντός λογικής εμπίπτει ουσιαστικά η πραγμάτευση του αντικειμένου της,της νόησης,ακριβέστερα της με έννοιες σκεπτόμενης νόησης,η έννοια της τελευταίας δημιουργείται κατά την πορεία της λογικής και δεν μπορεί να προηγηθεί. «Η αλήθεια είναι η κίνηση αυτής μέσα στην ίδια, ενώ εκείνη η μέθοδος(της τυπικής λογικής) είναι το γνωρίζειν που είναι εξωτερικό στην ύλη[87] Επομένως η μέθοδος του Καντ που θέλει με το «Όργανο» να γνωρίσει προτού γνωρίσει είναι σαν «να μάθουμε να κολυμπάμε,προτού τολμήσουμε να μπούμε στο νερό
    Όσον αφορά τη μέθοδο λοιπόν η έκθεση του τι μπορεί να συνιστά αληθινή μέθοδο ανήκει στην πραγμάτευση της ίδιας της λογικής.Επομένως μόνο συμβατικά μπορούμε να μιλάμε για μέθοδο,γιατί η μέθοδος στον Χέγκελ δεν είναι τα «άψυχα οστά ενός σκελετού» αλλά τα ζωντανά και δραστήρια κύτταρα τα οποία βρίσκονται  σε μια διαρκή διαδικασία εξέλιξης.Τη μέθοδό του την περιγράφει συνοπτικά ο ίδιος ο Χέγκελ  στον πρόλογο της Μεγάλης Λογικής : «το αρνητικό είναι εξίσου θετικό,το αυτοαντιφατικό δεν διαλύεται στο μηδέν,στο αφηρημένο τίποτα,αλλά κατ’ουσίαν μόνο στην άρνηση του επιμέρους περιεχομένου του,δηλ. ότι μια τέτοια άρνηση δεν είναι πάσα άρνηση ,αλλά άρνηση του ορισμένου θέματος(Sache) που διαλύεται ,άρα ορισμένη άρνηση.Αφού το αποτέλεσμα που προκύπτει,η άρνηση,είναι ορισμένη ,αυτή έχει ένα περιεχόμενο.Η άρνηση είναι μια νέα έννοια ,αλλά η ανώτερη ,πλουσιότερη έννοια από την προηγούμενη»[88].Στην πραγματικότητα όλη επιστήμη της λογικής και η φαινομενολογία ,καταδεικνύουν ακριβώς ό,τι ήδη ειπώθηκε,την ανεπάρκεια και μονομέρεια των πεπερασμένων προσδιορισμών και άρα την μετάβασή τους σε έναν άλλο μέσα σε μια εσωτερική ενότητα.
   Αυτή η δράση του αρνητικού δεν είναι άλλη από τη διαλεκτική όπως υπάρχει ήδη στον Παρμενίδη του Πλάτωνα και που μετά από 22 αιώνες έρχεται να αποκαταστήσει ο Καντ.Μόνο που η διαλεκτική ακόμα και στον Καντ δεν ολοκληρώνει το έργο της ,καθώς αρκείται στην καταβαράθρωση των πεπερασμένων εννοιών της διάνοιας(«στην αφηρημένη-αρνητική πλευρά»Χέγκελ).
   Μόνο με την θεωρία της ταυτότητας έρχεται στο φιλοσοφικό προσκήνιο ο θετικός λόγος(Positiv-Vernünftige) και αναδεικνύεται το θετικό αποτέλεσμα της διαλεκτικής, «η ορισμένη άρνηση».Το θεωρησιακό(Spekulativ) στάδιο συλλαμβάνει την ενότητα των όρων μέσα στην αντίθεσή τους,το καταφατικό(Affirmative) στοιχείο που περιέχεται μέσα στη διάλυσή τους και μέσα στη μετάβασή τους.
      Στον πρόλογο της Φαινομενολογίας ο Χέγκελ διατυπώνει το σχήμα που ακολουθεί η Φιλοσοφία του, και είναι η ανάβαση από το αισθητηριακά συγκεκριμένο,στο νοητικά αφηρημένο και από εκεί στο νοητικά συγκεκριμένο.Αξίζει να το παρακολουθήσουμε: Αρχικά έχουμε μία παράσταση ,ένα οποιοδήποτε αντικείμενο,μια γνώριμη σε εμάς μορφή.Αξιοποιώντας και τη συνεισφορά του Κάντ θα λέγαμε ότι έχουμε μία συνθετική κρίση,καθώς οι εμπειρικές κρίσεις είναι πάντοτε συνθετικές και στη συνέχεια θα ακολουθήσει η ανάλυση,όπως με επιμονή προσπαθούσε να δείξει και αυτός .Η ανάλυση στα πρωταρχικά στοιχεία της ,είναι ένα έργο του νου.Έτσι για να το πούμε απλά, από το πράγμα μεταβαίνουμε μέσω του νου στις ιδιότητές του,οι οποίες είναι καθολικές γιατί υπάρχουν σε πλήθος πραγμάτων.Βεβαίως οι ιδιότητες είναι κάτι μη-πραγματικό ,γιατί ποτέ δεν συναντιούνται στον κόσμο έξω από το πράγμα.Η ανάβαση από το αισθητηριακά συγκεκριμένο στο νοητικά αφηρημένο είναι έργο της διάνοιας,που υψώνεται πάνω από την εμπειρία.Αυτή όμως η ανύψωση στην καθολικότητα εν γένει είναι μόνο η μία πλευρά.Ο Χέγκελ μας λέει ότι η καθολικότητα είναι κατάκτηση του αρχαίου κόσμου. Έργο των νεότερων χρόνων δεν είναι η αποκάθαρση του ατόμου από τον άμεσο αισθητό τρόπο σύλληψης αλλά η αντίστροφη πορεία.Η ανάπτυξη της Φιλοσοφίας σε σύγκριση με την περίοδο της αφηρημένης γενικότητας οφείλεται στις εμπειρικές επιστήμες ,οι οποίες προετοιμάζουν το υλικό για την Φιλοσοφία και ασκούν στην νόηση μια πίεση ,να προχωρήσει και αυτή προς εκείνους τους συγκεκριμένους όρους.[89] Η πορεία αυτή λοιπόν με οδηγό τον λόγο είναι να δίνουμε πραγματική υπόσταση στο καθολικό και να το εμποτίζουμε με πνεύμα μέσω της άρσης παγίωσης των προσδιορισμένων ,πεπερασμένων σκέψεων της διάνοιας.Βέβαια ο Χέγκελ ομολογεί ότι επειδή οι προσδιορισμοί αυτοί είναι παιδιά του Εγώ, η αναμέτρηση μαζί τους παρουσιάζει δυσκολίες.Πρέπει οι προσδιορισμοί αυτοί να αναγνωριστούν ως βαθμίδες στην κίνηση προς το νοητικά συγκεκριμένο ,εγκαταλείποντας την αντίθεση υποκειμένου(Εγώ)-αντικειμένου αλλά και την μεταξύ τους αντίθεση  και έτσι να αναχθούν σε έννοιες.Ο αυτοκινούμενος κύκλος ολοκληρώθηκε.Το περιεχόμενο αναπτύχθηκε σε ένα οργανικό όλο.Η ταυτότητα φυσικά υποκειμένου-αντικειμένου δεν είναι όπως ήταν στον θεό αλλά νοητική,η προσοικείωση του ανθρώπου με τον εξωτερικό κόσμο είναι η σύλληψη αυτού του κόσμου όπως πραγματικά είναι ,άρα ως οργανικό όλο ή ως έναν κόσμο εκπτυγμένων δυνατοτήτων.Είναι η επιστημονική έννοια του Πράγματος ,η οποία αντλείται από  την βύθιση σε αυτό.





ΕΠΙΛΟΓΟΣ

   Νομίζω ότι ο πλέον πρόσφορος επίλογος για μια εργασία που πραγματεύεται την άρση του Καντ από τον Χέγκελ είναι εκείνος που θα καταδεικνύει ότι και στον ίδιο τον Χέγκελ πρέπει να εφαρμοστεί η ίδια εκείνη άρση που εφάρμοσε σε όλη την προηγούμενη φιλοσοφία και αυτός. Ο Χέγκελ έζησε την εποχή της ανάδυσης του καπιταλιστικού συστήματος και παρότι έβλεπε την πορεία αποκάλυψης της αλήθειας ως συνδεόμενη με την πορεία της ανθρωπότητας και το έργο των φιλοσόφων ως τη συμπύκνωση αυτής της πορείας ,απολυτοποιώντας την αστική κοινωνία(ανεξάρτητα του πως έβλεπε αυτός την ιδανική αστική κοινωνία) ,απολυτοποίησε και το δικό του ρόλο ως εκφραστή της αλήθειάς της.Έτσι κατασκεύασε μια «απόλυτη» αλήθεια.Το καθήκον των στοχαστών μετά τον Χέγκελ,έμοιαζε με εκείνο των στοχαστών μετά τον Καντ που έθεταν ως στόχο «να αναιρεθεί ο Καντ με τα δικά του μέσα».Το έργο αυτό ανέλαβε  να το πραγματοποιήσει με τον πλέον κλασσικό, «εγελιανό» αλλά υλιστικό τρόπο ο Κ. Μάρξ.
   Ανεξάρτητα από το περιεχόμενο των διαδοχικών άρσεων μεταξύ του Καντ ,του Χέγκελ και του Μαρξ ,το μόνο σίγουρο είναι το εξής και αυτό θα πρέπει να αποτελεί τον προσανατολισμό της κοινωνικής θεωρίας στον 21ο αιώνα:
ότι η απολυτοποίηση ως μοναδικής μεθόδου προσέγγισης του Χέγκελ και του Μάρξ της φιλολογικής καθώς και εκείνης των «Χεγκελιανολόγων» και «Μαρξολόγων»[90] ,οδηγεί σε μια αναπόφευκτη μουμιοποίηση.Από την άλλη δεν αμφισβητεί κανείς[91] ότι σε επιμέρους ζητήματα  η εργασία της Χεγκελιανολογίας και μαρξολογίας μπορεί να είναι εξαιρετικά διαφωτιστική ,αλλά η μόνη Αληθινή προσέγγιση του Χέγκελ και του Μάρξ είναι από τη σκοπιά της Aufhebung τους.Κάθε φορά που λαμβάνει χώρα μία επανάσταση στη φιλοσοφία και μέχρι αυτή να αφομοιωθεί δίνεται έμφαση και σωστά στο έργο των  …–λόγων.[92]Όταν όμως δημιουργηθεί η κατάσταση που κάνει αδύνατο κάθε πισωγύρισμα και όπου οι ίδιες οι περιστάσεις φωνάζουν «Ιδού η Ρόδος ,ιδού και το πήδημα»,τότε πρέπει να γιγαντωθούν οι προσπάθειες Aufhebung της μέχρι σήμερα υψηλότερης κορυφής. Η διαφορά της …-λογίας από την Aufhebung αντιστοιχεί στα ακόλουθα δίπολα, τα οποία είναι παρμένα από το έργο των τριών μεγάλων στοχαστών.Πρώτον,στην διαφορά αναλυτικών και συνθετικών κρίσεων(με την έννοια ότι μόνο οι συνθετικές κρίσεις μας προσπορίζουν νέα γνώση) .Δεύτερον στη διαφορά διάνοιας και λόγου .Τρίτον στην διαφορά της ιστοριογραφίας και της φιλοσοφίας της ιστορίας και ό,τι αυτή συνεπάγεται στον εγελιανισμό και τον μαρξισμό.


   .
  
 



































  
  
























[1] Τ.Δημόπουλος:ΛΟΓΙΚΗ εκδ.ΙΚΑΡΟΣ 1982
[2] Παρουσιάζει βέβαια ιδιαίτερο ενδιαφέρον η εξέλιξη της φιλοσοφίας και της λογικής την περίοδο αυτή του Μεσαίωνα ,που μέσω συγκεκριμένων στοχαστών και που παρά τα θεολογικά κίνητρα σταδιακά άρχισαν να φέρνουν τον φιλοσοφικό τρόπο σκέψης  ξανά στο προσκήνιο.Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του Θωμά ,ο οποίος «ανατίμησε την έλλογη γνώση στην προσπάθειά του να δαμάσει θεωρητικά τον αραβικό αριστοτελισμό...»Βέβαια πάντα με την αυθεντία των ιερών κειμένων να εγγυάται προκαταβολικά την γενική αλήθεια των άρθρων πίστεως τα οποία η ratio δικαιολογεί.Π.Κονδύλης:η κριτική της Μεταφυσικής στη νεότερη σκέψη.Για το παράδειγμα των νομιναλιστών βλ. επίσης στο ίδιο σελ 38 επ.
[3] Καντ,κ.κ.λ. σελ 26
[4] R.Garaudy,συλλογή για να γνωρίσετε τη σκέψη του Χέγκελ, «ΑΠΕΙΡΟΝ» 1978
[5] Ιλιένκοφ,Διαλεκτική λογική
[6] Σπινόζα «Ηθική»,ΕΚΚΡΕΜΕΣ 2009
[7], «Φαινομενολογία του πνεύματος»(στο εξής φ.τ.π). Δ. Τζωρτζόπουλος. «Δωδώνη» 1993, «Φαινομενολογία του νου». Γ.Φαράκλας. "Εστία", 2007
[8] .Hegel,Vorlesungen uber die Geschichte der Philosophie : Kant (στο εξής v.g.p.Kant)
[9] v.g.p.Kant. Είναι κομβικής σημασίας η εγελιανή κριτική στον Κάντ ως προς το ότι ο δεύτερος δεν παράγει τις κατηγορίες του.Πρώτος ο Φίχτε επιχείρησε να παράξει τις κατηγορίες ,ατελώς όπως θα δούμε παρακάτω.
[10] Εννοεί ότι έχουμε ήδη θέσει απριόρι στα πράγματα αυτές τις έννοιες εφόσον είμαστε στο πεδίο της υπερβατολογικής φιλοσοφίας
[11] κ.κ.λ Β ΧΙΧ
[12] Κ.κ.λ. Β ΧΧΧ
[13] Βεβαίως η θρησκευτική ευλάβεια της γερμανικής κοινωνίας και η στροφή προς το υπεραισθητό και εν γένει τον ιδεαλισμό της πλειοψηφίας των φιλοσόφων της, εξηγείται όχι ψυχολογικά αλλά με βάση τα οικονομικοπολιτικά δεδομένα της τότε διαμελισμένης σε πλήθος κρατιδίων Γερμανίας, η οποία είχε μια αστική τάξη  αδύναμη και η πολυπόθητη ελευθερία της Γαλλικής Επανάστασης ,μπορούσε να βιωθεί εσωτερικά και μόνο.
[14] κ.κ.λ Β127
[15] κ.κ.λ Β 5
[16] v.g.p.Kant
[17] Η ακόλουθη παρουσίαση σε αυτό το κεφάλαιο είναι αντλημένη από τον πρόλογο και την εισαγωγή της κ.κ.λ.
[18] Χέγκελ: Πίστη και Γνώση,Σαββάλας 2010 σελ 155 (στο εξής π.γ.)
[19] Στο ίδιο σελ 155,156
[20] Η καθολικότητα και αναγκαιότητα που είναι οι δύο προϋποθέσεις του απριόρι ,είναι έννοιες που αντιστοιχούν στο επίπεδο του Λόγου, ενώ οι κατηγορίες αντιστοιχούν στο επίπεδο της διάνοιας.Επομένως η ολότητα(Allheit) και η αναγκαιότητα που είναι δυο εκ των κατηγοριών διαφέρουν από την καθολικότητα(Allgemeinheit) και την αναγκαιότητα που εγκατοικούν στο Λόγο και συνιστούν το απριόρι.
[21] Συχνά μεταφράζεται από το Γιανναρά και ως αυτενέργεια που νομίζω είναι πιο κοντά στο πνεύμα του Καντ ,ιδιαίτερα σε αντιπαραβολή με την δεκτικότητα.
[22] κ.κ.λ.2τ. σελ 16
[23] Κριτική του Καθαρού Λόγου,μτφ Μ.Δημητρακόπουλος (στο εξής κ.κ.λ.2)
[24] Διαλεκτική λογική σελ 78
[25] Διαλεκτική λογική σελ 80
[26] Αμέσως παρακάτω θα δούμε σε ποιο βαθμό είναι ολοκληρωμένη η παραγωγή του.
[27] κ.κ.λ. Α 90
[28] Κ.κ.λ Β 160
[29] «Φαντασία είναι η ικανότητα να σχηματίζουμε την παράσταση ενός αντικειμένου στην εποπτεία μας και χωρίς να είναι το ίδιο παρόν», «Είναι η πρώτη εφαρμογή της νοήσεως σε αντικείμενα της δυνατής σε εμάς του ανθρώπους εποπτείας»κ.κ.λ. Η φαντασία είναι ο αντίστοιχος καντιανός, κωνοειδής αδένας, ο οποίος αποκωδικοποιεί τις πληροφορίες για τον εξωτερικό κόσμο και τις μεταμορφώνει σε μορφή συμβατή προς τον ανθρώπινο εγκέφαλο.

[30] Κ.κ.λ. Β 160
[31] Κ.κ.λ. Β 164
[32] Π.γ σελ158
[33] όχι η κατηγορία της ενότητας, που αντιστοιχεί στην διάνοια ,αλλά η ενότητα του Εγώ,η ενότητα του Λόγου. «Η ενότητα αυτή, που προηγείται απριόρι όλων των εννοιών της συνδέσεως, δεν είναι ,όπως θα λέγαμε ,εκείνη η κατηγορία της ενότητας» Β131
[34] κ.κ.λ. Β133
[35] v.g.p.Kant
[36] Είναι προφανές βέβαια ότι επί Καντ ,δεν είχε διατυπωθεί ακόμα η θεωρία της ταυτότητας ,ούτε είχε κάνει την εμφάνισή της η θεωρησιακή φιλοσοφία..Οπότε το να τον εγκαλεί κανείς για μη θεωρησιακότητα είναι εκ πρώτοις κάπως αυστηρό.Όμως εφόσον υιοθετούμε την εγελιανή προσέγγιση στην ιστορία της φιλοσοφίας ,θα πρέπει να επισημάνουμε ότι Κάντ παρότι επέλεξε το σωστό μονοπάτι για να φθάσει στην κορυφή του βουνού ,όπου θα έβρισκε το καθαρό επίσταμαι ,δεν το εμπιστεύτηκε μέχρι τέλους και επέστρεψε στους πρόποδες της ανθρώπινης γνώσης, την πίστη και το συναίσθημα, «ποδοπατώντας την ρίζα της ανθρωπότητας»(φαινομενολογία του νου σελ 97)
[37] v.g.p.Kant

[38] Ήδη από τον Φίχτε ασκήθηκε συντριπτική κριτική στον Καντ για το πράγμα καθ’αυτό «να σκεπτόμαστε το πράγμα καθ’ αυτό σημαίνει να σκεπτόμαστε το αδιανόητο,σημαίνει ότι παραβιάζουμε την ανώτατη θεμελιακή αρχή όλων των αναλυτικών κρίσεων στην ίδια την πορεία της ίδιας της τεκμηρίωσής τους» Διαλεκτική λογική σελ 94. Από την άλλη ο Χέγκελ το χαρακτηρίζει caput mortuum(νεκροκεφαλή) και ως προϊόν της νόησης ,η οποία έχει προχωρήσει σε καθαρή αφαίρεση.Τέλος παρότι δεν σχετίζεται άμεσα με την εργασία μας δεν πρέπει να παραλείψουμε την καταλυτική μαρξική κριτική στο πράγμα καθ’αυτό στο «Ο Λ.Φόυερμπαχ και το τέλος της κλασσικής Γερμανικής Φιλοσοφίας»:η πιο αποτελεσματική διάψευση αυτής ,είναι η πράξη: σαν να λέμε η εμπειρία και η παραγωγή.Αν μπορούμε να αποδείξουμε πως έχουμε πραγματική συνείδηση μιας φυσικής διαδικασίας,δημιουργώντας την από τις υλικές προϋποθέσεις της και φέρνοντας την στα μέτρα των επιδιώξεών μας ,τότε το ασύλληπτο πράγμα καθ’ αυτό του Καντ τετέλεσται.
[39] Εννοεί ο Καντ την ανθρώπινη κατ’αίσθηση εποπτεία (καθαρή ή εμπειρική).
[40] κ.κ.λ Β 344
[41] Κ.κ.λ. Β 164
[42] V.g.p. kant
[43] V.g.p. kant
[44] Η επιστήμη της Λογικής,μτφ Γ.Τζαβάρας Δωδώνη 1991 σελ124 επ.
[45] κ.κ.λ. Β 146
[46] Κ.κ.λ.Α 296 επ.
[47] Κ.κ.λ. Β 355
[48] Κ.κ.λ Β 384
[49] Κ.κ.λ. Β 370
[50] Κ.κ.λ. Β 708
[51] Βέβαια σύγχρονοι με τον Χέγκελ φιλόσοφοι του αναλογισμού είναι τόσο ο Γιακόμπι όσο και ο Φίχτε.
[52] Φαινομενολογία του πνεύματος, σελ 123
[53] Πίστη και γνώση, σελ. 47
[54] Εγκυκλοπαίδεια, μτφ. Γιάννης Τζαβάρας σελ 99
[55] Εγκυκλοπαίδεια, μτφ. Γιάννης Τζαβάρας σελ 105
[56] Όσα αποσπάσματα δεν έχουν παραπομπή προέρχονται από την Επιστήμη της Λογικής(θεωρία περί του Είναι) ,μτφ Γ.Φαράκλας
[57]Ο Χέγκελ «…στους ισχυρισμούς,στους κανόνες και στις αρχές της λογικής(ενν. την τυπική ) δεν αντιπαραθέτει κάποιους άλλους αντίθετους ισχυρισμούς ,αλλά τη διαδικασία της πρακτικής πραγματοποίησης των ίδιων των δικών της αρχών στην πραγματική νόηση…απέδειξε ότι η συνεπής εφαρμογή των αρχών οδηγεί αναπόφευκτα και με αμείλικτη δύναμη στην άρνηση των ίδιων των αρχών ως μονόπλευρων ,ατελών και αφηρημένων» Διαλεκτική λογική ,σελ 142  αλλά και ο ίδιος ο Χέγκελ λέει σε μία αποστροφή στην φαινομενολογία «αν η ανασκευή είναι δόκιμη αντλείται από αυτήν (την αρχή) και αναπτύσσεται εξ ‘αυτής-δεν παρασκευάζεται απεξω με αντίθετες βεβαιώσεις και εμπνεύσεις» φαινομενολογία Νου σελ 51
[58] Πράγματι ο Καντ αποδίδει στο λόγο το εξής χαρακτηριστικό, «είναι η δυναμη (Vermogen) της ενότητας των εννοιών της διάνοιας που τελούν κάτω από αρχές».Βλέπει τον λόγο μόνο ως κανονιστικό και όχι ως συστατικό.
[59] «κατά τη διάρκεια της προσπάθειας να επιτύχουμε πλήρη σύνθεση όλων των θεωρητικών εννοιών και κρίσεων ,που προέκυψαν από την προηγούμενη εμπειρία,αποκαλύπτεται αμέσως ότι η προηγούμενη εμπειρία ,ήταν αντινομική …επειδή περιλαμβάνει γενικεύσεις και κρίσεις ,που έχουν συντεθεί σύμφωνα με σχήματα όχι μόνο διαφορετικών ,αλλά και ακριβώς αντίθετων κατηγοριών»Διαλεκτική λογική σελ 86
[60] «Διαφορά» σελ 49 
60 Στο ίδιο σελ 47
[62] Στο ίδιο σελ 47
[63] «Διαφορά» σελ 41
[64] Widerspruch ,είναι ισοδύναμο της Antinomie,αντινομίας που απαντάται στον Καντ
[65] Εγκυκλοπαίδεια σελ 196
[66] «στη δομή της λογικής και μάλιστα ως ο σπουδαιότατος κλάδος περιλήφθηκε η διαλεκτική,η ίδια εκείνη διαλεκτική,που πριν από τον Καντ τη θεωρούσαν είτε σαν «λάθος» ,σαν παθολογική κατάσταση του νου,είτε σαν αποτέλεσμα της σοφιστικής ασυνειδησίας και των σφαλμάτων ορισμένων ατόμων στη χρήση των εννοιών…έτσι ο Καντ ,σύμφωνα με τη φράση του Χέγκελ ,αφαίρεσε τη φαινομενική αυθαιρεσία της και έδειξε ότι απότελεί απόλυτη ανάγκη για τη θεωρητική σκέψη.»Διαλεκτική λογική, Ιλιένκοφ
[67] Για την ακρίβεια ο Καντ επιχειρεί να επιλύσει θετικά το όλο πρόβλημα των αντινομιών αλλά όχι στο επίπεδο ,της λογικής ή του θεωρητικού λόγου,αντίθετα αυτός μετέθεσε «…το δύσκολο αυτό έργο στον πρακτικό λόγο ,στα ηθικά αξιώματα,και στους λοιπούς παράγοντες και ικανότητες,που βρίσκονται έξω από τα όρια της λογικής…η νόηση ,αφού έχασε την επλίδα να λύσει με τις δικές της δυνάμεις την αντίφαση στην οποία η ίδια περιέπεσε ,καταφεύγει σε λύσεις και θεραπείες που χαρακτηρίζουν άλλους τρόπους και μορφές του πνεύματος...» Διαλεκτική λογική σελ 142,143
[68] Διαλεκτική λογική σελ 143
[69] «Διαφορά των συστημάτων Φίχτε και Σέλλινγκ»,μτφ Γ. Ηλιόπουλος ΕΣΤΙΑ 2006 σελ. 39
[70] «Διαφορά» σελ 42
[71] Για τον Ηράκλειτο ο Χέγκελ έλεγε ,ότι δεν υπάρχει φράση του ,που να μην την ενσωμάτωσε με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο στο έργο του.
[72] Σαφής υπαινιγμός για τον Σπινόζα ,ο οποίος με την υπόσταση εννοούσε το αυταίτιο. Στον Σπινόζα ίσχυε το υπόσταση=φύση=θεός.Η υπόσταση έχει άπειρα κατηγορήματα εκ των οποίων ο ανθρώπινος νούς αντιλαμβάνεται μόνο τα 2 ,το Είναι και το Πνεύμα που συνιστούν την ουσία της.Άρα η υπόσταση ,υπάρχει ταυτόχρονα με τα κατηγορήματά της ,τα οποία βρίσκονται σε αυτή.Νομίζω ότι η σκέψη του Σπινόζα στο σημείο αυτό ,έχει κάποια κοινά στοιχεία με την εγελιανή αρχέγονη ταυτότητα Είναι και Έννοιας στον Θεό. «Άλλωστε ο Σέλλινγκ επιστρέφει στον Σπινόζα.Η ιδέα ,η ταύτιση νοητού και εκτατού ,αληθεύει.αλλά αν δεν θεωρείται υποκείμενο μένει στην ουσιακή χωριστή ύπαρξη τους.»Φαινομενολογία Νου υποσημείωση σελ 44
[73] Φαινομενολογία του πνεύματος σελ 138
[74] Η στιγμή αυτή στην ιστορία της φιλοσοφίας αντιστοιχεί στον Ντεκάρτ,ο οποίος ως αρχή της φιλοσοφίας θεώρησε τη σκέψη(και μέσω αυτής φθάνει και στον θεό) ,βάζοντας στο «χρονοντούλαπο» της φιλοσοφικής ιστορίας την θεϊκη αυθεντία και την αυθεντία των γραφών.
[75] Εγκυκλοπαίδεια σελ 62
[76] Διαλεκτική λογική σελ 150
[77] Επιστήμη της Λογικής:Θεωρία περί του Είναι,μτφ Γ.Φαράκλας
[78] Φαινομενολογία του πνεύματος σελ 186
[79] ΛΟΓΙΚΗ ,Θ.Βορέας σελ. 48
[80] Στο ίδιο σελ 54
[81] Εγκυκλοπαίδεια σελ 335 επ.
[82] Στο ίδιο σελ 103
[83] Διαλεκτική λογική σελ 155
[84] Επιστήμης της λογικής Θεωρία περί του Είναι, σελ 28
[85] Διαλεκτική λογική ,Ιλιένκοφ σελ 150
[86] Επιστήμη της λογικής, Είναι ,μτφ Γ.Φαράκλας σελ 20
[87] Φαινομενολογία Πνεύματος σελ 170
[88] Επιστήμης της λογικής ,θεωρία περί του Είναι ,μτφ. Γ.Φαράκλας σελ 23
[89] Εγκυκλοπαίδεια σελ 78
[90] Τις λέξεις αυτές τις διαχωρίζω από εκείνες των «εγελιανών» και «μαρξιστών» γιατί οι τελευταίες είναι ουδέτερες ως προς τον τρόπο προσέγγισης των επίμαχων στοχαστών. Αντίθετα η …-λογία είναι αδελφή της σχολαστικής μεθόδου που μεταχειριζόταν τον Αριστοτέλη σαν «ψόφιο σκυλί» και είναι η προσέγγιση εκείνη που εξετάζει το φιλοσοφικό έργο όχι από τη σκοπιά της ανιχνεύσης νομοτελών  αντιφάσεων προκειμένου να τις υπερβεί αλλά από τη σκοπιά του να μπαλώσει τις όποιες τρύπες αυτό έχει. 
[91] Άλλωστε όπως προείπαμε και ο Χέγκελ τον αναλογισμό τον βλέπει θετικά ή αρνητικά ,κάθε φορά ανάλογα με την σκοπιά που υιοθετεί.
[92] Ιδιαίτερα στον μαρξισμό θα λέγαμε ότι η πρωτοφανής όξυνση της ταξικής πάλης στον 20ο αιώνα καθώς και το ότι ακόμα δεν είχαν ωριμάσει οι υλικές συνθήκες για μία άρση του ίδιου του Μάρξ,έφερε στο προσκήνιο το επείγον καθήκον της συστηματοποίησης των ήδη κεκτημένων ,πράγμα που οδήγησε αναπόφευκτα στην δογματοποίηση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου